Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Ήταν τότε στα πολύ δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του πενήντα του περασμένου αιώνα, ο άνεμος της ελευθερίας που έπνεε ανάλαφρος στους ουρανούς της πολυπαθής πατρίδας μας, τους καπνούς από τις πυρκαγιές που φεύγοντας άφησαν οι βάρβαροι κ’ αιμοχαρείς κατακτητές της, καίγοντας τα πάντα, σπίτια, σχολεία, εκκλησίες κ.α., δεν τους είχε σκορπίσει τελείως, Qμήτε τα σημάδια από τις πληγές που είχαν ανοίξει οι λόγχες τους και τα μύρια άλλα πολεμικά τους σύνεργα είχαν υπολουθεί φαίνονταν πολύ καθαρά ακόμα.
Αλλά κι ο απόηχος των θρήνων του εμφυλίου σπαραγμού δεν είχε κοπάσει και κείνος τελείως, ενώ, οι Έλληνες στις πολιτείες και στα χωριά μας, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο ν’ ανασυγκροτηθούν, κάνοντας και πάλι όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, δικό τους, αλλά πολύ περισσότερο για τα παιδιά τους.
Οι διάφοροι τεχνίτες, όπως ο τσαγκάρης, ο επιπλοποιός, ο μαραγκός, ο κτίστης και πολλοί άλλοι έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους σιγά – σιγά, δίνοντας μηνύματα αισιοδοξίας για μια καλύτερη ζωή.
Πάρα πολύ δύσκολα ήταν εκείνα τα χρόνια αγαπητοί μου φίλοι, πέτρινες εποχές γεμάτες πόνο και πίκρα. Τέλος πάντων, ελπίζω να μην εμφανιστούν στην πατρίδα μας ποτέ πια.
Πολλοί τεχνίτες από τους παραπάνω τότε αγαπητοί μου, άφηναν τα χωριά τους και τις οικογένειές τους για μήνες ολόκληρους, γυρνώντας από χωριό σε χωριό, δίχως σταματημό, ψάχνοντας για το μεροκάματο. Βέβαια από τους κατοίκους των χωριών που πήγαιναν, ήταν πάντα καλοδεχούμενοι. Άλλωστε δουλειά ζητούσαν οι άνθρωποι, δεν ήταν κλέφτες. Τότε εγώ ήμουνα πολύ μικρός ακόμα, όμως η ιστορία που θα διαβάσετε πιο κάτω, τυπώθηκε με ανεξίτηλα γράμματα στις σελίδες της σκέψης μου και θα σας την διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια, όπως ακριβώς τη θυμάμαι φίλοι μου.
Ήταν ένα γλυκό κι απαλό λιόγερμα, όταν ήρθε στο χωριό, κατάκοπος με τον μικρό, όμως καλοδιατηρημένο γάιδαρό του, ένας γυρολόγος. Τα διάφορα προϊόντα του, τα είχε φορτωμένα στον γάιδαρό του, σε δυο μάλλον ξύλινα κιβώτια. Τώρα έπρεπε να βιαστεί γιατί ο ήλιος είχε γύρει αρκετά, κι εκείνος έπρεπε να τα διαφημίσει πριν νυχτώσει, και αυτό έκανε όταν έφτασε στην κεντρική πλατεία του χωριού, δίχως καθυστέρηση αμέσως έστησε έναν μικρό πάγκο κι άπλωσε πάνω την πραμάτεια του. Μα πριν ακόμα τακτοποιήσει τα πράγματά του όπως αυτός ήθελε, άρχισε να φωνάζει με την διαπεραστική φωνή του έντεχνα χρωματισμένη: “Ελάτε καλές μου νοικοκυρές, εδώ θα βρείτε ότι χρήσιμο σας χρειάζεται, που δεν το έχετε, για την καλυτέρευση της δουλειάς σας”, και συνέχιζε, “ο γυρολόγος είναι στο χωριό σας, ελάτε να ψωνίσετε. Και δαχτυλήθρες έχω, και ψαλίδια έχω, μικρά και μεγάλα, και μαγνήτες για τις μοδίστρες έχω κ.λπ.”, τέλος σταματούσε για λίγο κι άιντε πάλι από την αρχή. Αυτή τη φορά όμως, με διαφορετικά λόγια και με άλλο χρωματισμό της φωνής του: “Πλησιάστε καλές μου κυρίες και καρφίτσες έχω, να τις βάλετε στο γιακαδάκι σας, να ζηλέψουν οι εχθροί σας, και δαχτυλίδια έχω, και σφεντόνες για τα παιδιά σας έχω, και κάλτσες διάφορες έχω, και εσώρουχα κάθε είδους πουλάω χρωματιστά”, το τελευταίο το έλεγε κάπως τραγουδώντας και άλλα πολλά. Κι ενώ ο γάιδαρος του απολάμβανε το τριφύλλι του (το σανό του), ο γυρολόγος εξακολουθούσε να διαφημίζει τα προϊόντα του, πουλώντας συγχρόνως κάπου – κάπου, κάτι από τα διαθέσιμα μικροαντικείμενα, που είχε απλωμένα πάνω στον μικρό πρόχειρα στημένο πάγκο του. Τα μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στο άκουσμα του γυρολόγου, πήγαιναν κοντά του και κοιτούσαν τα διάφορα παιχνίδια, που δεν έλειπαν από πάγκο του και κείνα, και πολλά έφευγαν για να ξανάρθουν και πάλι, κρατώντας κάποια χρήματα, άλλα λίγα περισσότερα, ν’ αγοράσουν, κούκλες τα κορίτσια, σφεντόνες τ’ αγόρια κ.λπ., ενώ πολλά απ’ αυτά έκλαιγαν αυτό ακουγόταν καθαρά στις αυλές των σπιτιών τους, μάλλον γιατί δεν τους έδιναν χρήματα οι γονείς τους, ώστε να αγοράσουν και κείνα το παιχνίδι που ήθελαν. Τώρα θα μου πείτε, παιδιά ήταν κι είχαν δίκιο να θέλουν κάποιο παιχνίδι, όμως μήπως οι γονείς δεν είχαν και κείνοι δίκιο; Που να περισσέψουν χρήματα κείνη την εποχή για παιχνίδια; πολλές φορές δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν το ψωμί της χρονιάς τους πολλές οικογένειες και για να μην τους λείψει, συμπλήρωναν και καλαμποκάλευρο, να χορτάσει η φαμελιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, δηλαδή η έλλειψη χρημάτων, πολλές νοικοκυρές να μη βλέπουν τους γυρολόγους με πολύ καλό μάτι, που γύριζαν από χωριό σε χωριό, πουλώντας κάποια πράγματα, πολύ ελκυστικά στα παιδιά. Εδώ, πρέπει να πω, ότι πολλές γυναίκες κάθε ηλικίας όταν έβλεπαν κάποιον γυρολόγο στο χωριό τους να διαφημίζει τα προϊόντα του, έλεγαν, μάλλον εξωτερικεύοντας με αυτόν τον τρόπο, κάποια βαθιά τους επιθυμία. Άλλες έλεγαν, εσύ μας έλειπες τώρα, βρακί δεν έχω δεύτερο να φορέσω, τα σκουλαρίκια μου έλειψαν, ή μαντίλα δεν έχω να φορέσω να μην με καίει ο ήλιος στο θέρος η καρφίτσα με μάρανε κ.λπ. Τα παραπάνω, τα γνώριζαν βέβαια οι γυρολόγοι ότι λεγότανε, αλλά ήξεραν όμως ότι δεν έφταιγαν εκείνοι για την φτώχεια που μάστιζε όλους τους Έλληνες. Άλλοι έφταιγαν για την κατάντια τους. Εκείνοι τη δουλειά τους έκαναν για να ζήσουν τις οικογένειές τους και να επιβιώσουν και οι ίδιοι. Εδώ πρέπει να πω ότι οι δολοφόνοι πρέπει κάποτε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους. Τέλος όταν ο ρίγας του ουρανού πλησίαζε τις απέναντι κορυφές των βουνών, ρίχνοντας τις τελευταίες του ακτίνες πάνω στην φιλενάδα του γη, πριν βασιλέψει, ο ήρωας της σημερινής μας ιστοριούλας άρχισε σιγά – σιγά να μαζεύει την πραμάτεια του. Έπρεπε να βιαστεί τώρα, ώστε να φορτώσει πάλι στον πιστό σύντροφό του την πραμάτεια του και να πάρει πάλι το δρόμο, ψάχνοντας με την έμπειρη ματιά του να εντοπίσει, ή μέσα στο χωριό ή έξω απ’ αυτό, κάποιον αχυρώνα ή κάποιο εγκαταλελειμμένο μαντρί να περάσει την ερχόμενη νύχτα. Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Την ώρα όμως που ήταν έτοιμος ν’ αναχωρήσει, το θυμάμαι πολύ καλά αυτό, η φωνή ενός χωριανού, ακούστηκε κάπως αυστηρή, λες και τον μάλωνε για αυτό που πήγαινε να κάνει. Τον πλησιάζει και του λέει “που πας χριστιανέ μου, που θα στρεχιάσεις; Δεν βλέπεις νύχτωσε κι όλας, που θα απαγκιάσεις απόψε;” και συνέχισε “δεν έχει να πας πουθενά, θα σε φιλοξενήσω εγώ στο φτωχικό μου απόψε, κι αύριο όταν φέρει ο θεός τη μέρα, άμε στο καλό. Άιντε τώρα, ακολούθαμε”. Ο γυρολόγος τον κοίταξε ικανοποιημένος, ευχαριστώντας τον συγχρόνως και σέρνοντας το γάιδαρό του ακολούθησε τον φιλόξενο χωριανό. Όταν πια έφθασαν στο σπίτι, ο νοικοκύρης εφόσον πρώτα ξεφόρτωσε το γάιδαρο και τον τακτοποίησε στο χαγιάτι του σπιτιού, είπε στον φιλοξενούμενό του να περάσει το κατώφλι του σπιτιού του, συστήνοντας τον στη γυναίκα του που από τη πρώτη στιγμή που πήγε στο σπίτι της ο μουσαφίρης με τον άντρα της, καθότανε υπομονετικά ακουμπισμένη στη πόρτα του σπιτιού της, αμίλητη και τους περίμενε, έχοντας πάντα ζωγραφισμένο στα χείλη της ένα γλυκό χαμόγελο.
Τέλος ετοίμασε κάποιο πρόχειρο φαγητό κι εφόσον έστρωσε το τραπέζι, έφαγαν όλοι μαζί. Εκείνη την όμορφη νύχτα, είπαν πάρα πολλά, για την πολύπαθη πατρίδα μας, για την βαρβαρότητα των κατακτητών, για τον εμφύλιο σπαραγμό, κι ένα σορό άλλα για τους ταλαιπωρημένους Έλληνες από τις πολλές δοκιμασίες που είχαν περάσει. Έπειτα από αρκετές ώρες συζήτησης ήρθε η ώρα που έπρεπε να κοιμηθούν και εφόσον καληνύχτισε ο ένας τον άλλο, δείχνοντας το στρωμένο κρεβάτι στη γωνία, που θα πήγαινε να κοιμηθεί ο μουσαφίρης, ο νοικοκύρης τον καληνύχτισε για μια ακόμα φορά και πήγε και κείνος να κοιμηθεί στο άλλο δωμάτιο του σπιτιού.
Ο γυρολόγος όπως ήταν αφάνταστα κουρασμένος έγειρε στη φιλόξενη ζεστή γωνιά, σκεπάστηκε τη μάλλινη κουβέρτα, κι αφέθηκε αμέσως στην αγκαλιά του Μορφέα. Το παρατεταμένο λάλημα του πετεινού τον ξύπνησε και παρέμεινε για αρκετή ώρα ξυπνητός στη γωνίτσα του αναπολώντας τα περασμένα. Όταν διαπίστωσε ότι είχαν ξυπνήσει οι νοικοκυραίοι, τότε σηκώθηκε και κείνος, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, τους καλημέρισε και κάθισε στο μικρό τραπέζι που η νοικοκυρά του σπιτιού το είχε στρωμένο. Στη συνέχεια λίγο ζεστό ρόφημα, συνήθως τσάι του βουνού έπιναν στα χωριά όλοι τότε, λίγο ψωμί σταρένιο, μια φέτα καλαμποκένιου ψωμιού “μπομπότα” και λίγες ελιές, του πρόσφερε η νοικοκυρά, ρωτώντας τον συγχρόνως αν κοιμήθηκε καλά. Τους απάντησε ότι κοιμήθηκε πράγματι πάρα πολύ καλά κι ευχαρίστησε τους νοικοκυραίους πολλές φορές για την ζεστή φιλοξενία που του πρόσφεραν.
Κι εφόσον είπαν και άλλα πολλά για τις δυσκολίες της ζωής και διάφορα άλλα, ήρθε η ώρα που έπρεπε πια να φύγει από το σπίτι ο γυρολόγος. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγνή και ζεστή σας φιλοξενία καλοί μου άνθρωποι» είπε και συμπλήρωσε «ο θεός να σας έχει γερούς και σας και όλη την οικογένειά σας».
Τέλος πριν δρασκελίσει την εξώπορτα του σπιτιού, κρατώντας με το ένα χέρι τον γάιδαρό του, κοντοστάθηκε λίγο, έβαλε το άλλο χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα μικρό κουτί. Τότε χαμογελώντας το έδωσε στην νοικοκυρά λέγοντας της: “μη νομίσετε ότι με αυτό το μικρό δώρο που σας κάνω, θέλω να ξεπληρώσω την φιλοξενία σας. Όχι δεν είναι αυτό. Απλά είναι ένα μικρό ψαλίδι, όμως πολύ καλό, κι αυτό το κάνω για να με θυμάστε καλοί μου άνθρωποι”. Και συνέχισε: “εγώ τα δώρα σας τα φύλαξα βαθιά στην ψυχή μου και δεν θα τα βγάλω ποτέ από εκεί όσο ζω. Και με βουρκωμένα μάτια, δρασκέλισε την εξώπορτα του σπιτιού, ενώ ο ρήγας τ’ ουρανού άπλωνε τις μυριάδες ζείδωρες και ζεστές ακτίνες του, πάνω στη φιλενάδα του γη.
Κάπως έτσι πορευόντουσαν εκείνα τα χρόνια, αγαπητοί μου αναγνώστες οι απλοί άνθρωποι. Δύσκολα, φτωχικά για πολλούς, αλλά με τις ψυχές τους γιομάτες όνειρα και πλημμυρισμένες με ευγενικά αισθήματα. Κείνα τα πέτρινα χρόνια που μοίραζαν την μπουκιά του άσπρου ψωμιού, να γευτούν τη γεύση του όλοι, ενώ οι τσιφλικάδες απανταχού της Ελλάδας και σωτήρες βασιλιάδες και πολλοί άλλοι, πλούτιζαν πίνοντας το αίμα των φτωχών ανθρώπων.