Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Δεν ήμουν παραπάνω από πέντε – έξι χρόνων που για πρώτη φορά έτυχε να δω μιάν απάνθρωπη εικόνα και λέω για πρώτη φορά, γιατί δυστυχώς κι άλλες φορές ξαναντίκρυσα στο πέρασμα του χρόνου την ίδια.
Εικόνα που τυπώθηκε με ανεξίτηλα χρώματα στα φύλλα της καρδιάς μου και δεν θα ξεθωριάσει ποτέ όσο υπάρχω και αναπνέω πάνω στη γη. Ήταν στη χαραυγή της δεκαετίας του έτους 1950, λίγες μέρες μετά την επιστροφή της οικογένειάς μου από της πρωτεύουσα, τη Λαμία, στο μικρό μας χωριό.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι είχαμε φύγει από το χωριό μας πριν από τρία χρόνια κάτι που εγώ δεν το θυμάμαι, βέβαια, για λόγους ασφαλείας και εγκατασταθήκαμε στην Λαμία όπως προαναφέρω, πρωτεύουσα του νομού Φθιώτιδας.
Εγκαταλείψαμε το χωριό μας άρον – άρον γιατί μετά την απελευθέρωση της πολυπαθής πατρίδας μας από κατακτητές, τους Γερμανούς, ως γνωστόν ξέσπασε ο εμφύλιος σπαραγμός. Τώρα, όσοι γλυτώσαμε από τους κατακτητές, κινδυνεύαμε να σφαγιαστούμε πολύ περισσότερο, είτε από τη μια παράταξη τους λεγόμενους εθνικόφρονες, είτε από τους αριστερούς. Δεν γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες το πως και γιατί έγιναν όλα τα παραπάνω και θα σταματήσω. Άλλωστε και να ήθελα να γράψω όσο γνωρίζω γύρω από τον εμφύλιο σπαραγμό θα χρειαζόμουν χώρο και χρόνο, κάτι που δεν ενδείκνυται αυτή τη στιγμή. Ίσως κάποια άλλη φορά γράψω κάτι για το εν λόγω σοβαρό θέμα. Άκουγα όμως και ας ήμουνα μικρός ότι σχεδόν όλος ο πληθυσμός της υπαίθρου, του νομού μας είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και είχαν εγκατασταθεί γύρω από την πρωτεύουσα, σε πρόχειρα καταλύματα. Τέλος όταν κόπασε κάπως ο εμφύλιος πόλεμος με τα γνωστά στους μεγαλύτερους φρικτά αποτελέσματα, οι κυβερνούντες τότε τη χώρα αποφάσισαν να επιτρέψουν την επιστροφή στους κατοίκους των χωριών στα χωριά τους, όσοι βέβαια το ήθελαν, και πολλοί αυτό έπραξαν. Αχνές εικόνες έχουν απομείνει τυπωμένες στην μνήμη μου από την επιστροφή μας στο χωριό. Θυμάμαι δε, την εικόνα του κατεστραμμένου σπιτιού μας, έργο των κατακτητών και πως το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα σε μια γωνιά του, κοιτάζοντας τον ουρανό μετρώντας λάθος τ’ αστέρια του. Επίσης θυμάμαι πολύ καλά, τα πάντα δακρυσμένα μάτια των γονιών μου και των άλλων χωριανών, δίχως να μπορώ να δώσω μια λογική εξήγηση γιατί γινότανε αυτό. Της επόμενες μέρες σεργιανίζοντας ξυπόλητος στα σοκάκια του χωριού έβλεπα τα σπίτια του, άλλα τελείως γκρεμισμένα και καμένα, άλλα λιγότερο γκρεμισμένα, δίχως να κατανοώ ποιοι και γιατί τα έκαψαν και τα άφησαν σ’ αυτή την κατάσταση.
Τέλος πάντων, η εικόνα όμως που αντίκρισα, που γι’ αυτήν άρχισα να γράφω σήμερα, ήταν η εικόνα που με συγκλόνισε αφάνταστα. Θυμάμαι ότι ήταν ένα γλυκό κι απαλό λιόγερμα. Δεν θυμάμαι πια εποχή του χρόνου ήταν, δεν ήταν όμως χειμώνας. Εγώ έπαιζα, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, ξυπόλητος σε κάποιο χωράφι λίγο πιο πέρα από το αντίσκηνο που έμεινε η οικογένειά μου.
Εδώ πρέπει να πω, ότι μετά από λίγες μέρες από την εγκατάσταση μας στο χωριό το κράτος μας έδωσε αντίσκηνα να μένουμε κι έτσι στρεχιάσαμε γλυτώνοντας από τη βροχή και τα χιόνια. Πολύ αργότερα μας έχτισαν σπίτια και έτσι λύθηκε το πρόβλημα στέγασης οριστικά. Παίζοντας λοιπόν ξέγνοιαστος στο χωράφι ξαφνικά άκουσα πολλές φωνές και κάποια έντονα ουρλιαχτά, ενός δύσμοιρου σκύλου. Και λέω δύσμοιρου σκύλου γιατί παιδιά της ηλικίας μου, κι άλλα λίγο μεγαλύτερα τα είδα, πηγαίνοντας προς το μέρος που γινότανε όλη η φασαρία, να τον σέρνουν και να τον πετροβολούν ανελέητα. Στην βάρβαρη αυτή εικόνα, θυμάμαι έβαλα τα κλάματα. Όμως για κακή μου τύχη με πλησιάζει ένα παιδί της ηλικίας μου και μου λέει “γιατί δεν έρχεσαι και ‘συ μαζί μας;” και συνέχισε “σκιάζεσαι”. Μη μπορώντας να κάνω τίποτα άλλο, γιατί γνώριζα, αν δεν ακολουθούσα θα μου κολλούσαν τη ρετσινιά του δειλού και όλα θα με κορόιδευαν και θα με περιγελούσαν, κάτι βέβαια που δεν το ήθελα. Στη συνέχεια, ακολούθησα κι εγώ, αλλά έπαιρνα πέτρες, από κάτω έκανα πως χτυπούσα το σκύλο όμως καμία δεν κατευθυνότανε σκόπιμα προς αυτόν.
Αυτό κράτησε μόνο δύο – τρία λεπτά της ώρας γιατί προσποιήθηκα ότι χτύπησα το πόδι μου κι έφυγα βιαστικά. Όταν επιτέλους έφτασα στο αντίσκηνο, κλείστηκα μέσα κι άφησα λεύτερες τις βρύσες των ματιών μου να τρέξουν τόσα πολλά δάκρυα ώσπου στέρεψαν.
Δυστυχώς οι άνθρωποι τότε ήταν πάρα πολύ σκληροί, όχι όλοι βέβαια, υπήρχαν και εξαιρέσεις, ελάχιστες αλλά υπήρχαν. Δεν ξέρω το γιατί, θέλεις οι κακουχίες που τους ταλανίζουν τα τόσα χρόνια του πολέμου, θέλεις οι απάνθρωπες εικόνες που είχαν δει στην διάρκεια του εμφυλίου, γιατί πράγματι τότε γινότανε πάρα πολλά έκτροπα, τους έκαναν τόσο σκληρούς; Δεν ξέρω το γιατί, ένας απ’ αυτούς ήταν και ο ιδιοκτήτης του σκύλου, που τον παρέδωσε στα παιδιά δεμένο με χοντρό συρματόσκοινο από το λαιμό το άμοιρο ζώο να το σκοτώσουν δια λιθοβολισμού. Κι όπως αναφέρομε στην αρχή δεν ήταν ο μόνος. Είχαν προηγηθεί και άλλες παρόμοιες εκτελέσεις σκύλων και μετά. Θυμάμαι όταν πήγα στην πρώτη δημοτικού, μια μέρα, έξω από το σχολείο, λίγα μέτρα πιο πέρα, ένας χωριανός είχε δεμένο το σκύλο του και κείνος με συρματόσκοινο και περίμενε να σχολάσουμε να μας το παραδώσει να τον εκτελέσουμε.
Ο δάσκαλος όμως αντιλήφθηκε το τι σχεδίαζε να κάνει ο “κύριος” εκείνος και πριν χτυπήσει το κουδούνι να σχολάσουμε, βγαίνει έξω, τον πλησιάζει και με ύφος αυστηρό, το θυμάμαι πολύ καλά αυτό, γιατί δεν ήταν μακριά και του λέει με φωνή που έτρεμε από το θυμό του “ξέρω τι σχεδιάζεις να κάνεις, όμως αν το τολμήσεις, θα σου κάνω μήνυση, και ας χρειάζεται για ώρα ποδαρόδρομο να πάω στο αστυνομικό τμήμα”, και πάρα πολλά άλλα. Τέλος επιστρέφοντας στο σχολείο με ήρεμο τρόπο, μας είπε, ότι αν δει κάποιον από εμάς, τα παιδιά να συμμετέχουμε στο βασανισμό κάποιου ζώου, σκύλου ή γάτας, γιατί και τις γάτες με τον ίδιο τρόπο τις εκτελούσαν, θα τον αποβάλει μια για πάντα από το σχολείο. Πριν φύγουμε μας είπε, ότι αύριο θα αφιερώσει μια – δυο ώρες λέγοντάς μας γιατί πρέπει ν’ αγαπάμε τα ζώα και πολλά άλλα γύρω απ’ αυτά.
Και αυτό έγινε. Μας είπε πάρα πολλά πράγματα για τα ζώα, κι οφείλω να πω ότι σε καμιά εκτέλεση ζώου έκτοτε δεν συμμετείχε παιδί, εκτός βέβαια από ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις. Την Κυριακή δε, μετά το επεισόδιο εκείνο, πήρε την άδεια από τον παπά ο δάσκαλος και μίλησε στους χωριανούς, επισημαίνοντας τους ότι αν αντιληφθεί κάτι παρόμοιο δεν θα διστάσει να το καταγγείλει στην αστυνομία. Επίσης είπε και αυτό το τόνισε ιδιαίτερα, ότι τα παιδιά δεν φταίνε που προβαίνουν σε τέτοιου είδους βάρβαρες πράξεις γιατί απλούστατα είναι παιδιά. Τελείωσε δε την ομιλία του λέγοντας τα πιο κάτω λόγια με ιδιαίτερη έμφαση και με πολύ σταθερή φωνή. “Τα παιδιά” είπε, “ότι διδάσκονται από τους γονιούς τους και από το περιβάλλον που ζούνε, πράττουν, ότι βλέπουν αυτό κάνουν, άσχετο αν υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις”. Δυστυχώς και κλείνοντας με αυτό και σήμερα, υπάρχουν τέτοιους είδους βάρβαροι εκτελεστές ζώων που μάλλον βρίσκονται ακόμα σε πρωτόγονο στάδιο εξημέρωσης θρέφοντας μέσα τους απάνθρωπα αισθήματα. Αυτό βέβαια το ακούμε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αρκετά συχνά, το διαπιστώνουμε δε κάθε μέρα θωρώντας δεκάδες αδέσποτα σκυλιά να περιφέρονται στους δρόμους της κάθε πολιτείας, νηστικά και διψασμένα. Εδώ πρέπει να πω, ότι και αυτοί που εγκαταλείπουν τα ζώα τους, δεν διαφέρουν και πολύ από τους παραπάνω δήμιους.
*συγγραφέας – ποιητής