Αν κάτι χαρακτηρίζει τη χθεσινή εμφάνιση των Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη στο Κοινοβούλιο σχετικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν είναι ούτε η ανάληψη ευθύνης ούτε μια στοιχειώδης πολιτική αυτοκριτική. Αντιθέτως, ήταν ο επιθετικός λόγος, η ειρωνεία και η υποτίμηση των ερωτημάτων που τίθενται από την αντιπολίτευση και την κοινωνία.
Η υπόθεση, που έχει προκαλέσει τη διερεύνηση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την εμπλοκή των δύο πρώην υπουργών, εξελίσσεται σε μια από τις σοβαρότερες πολιτικές κρίσεις της κυβέρνησης. Κι όμως, το ύφος και το περιεχόμενο των παρεμβάσεών τους περισσότερο παρέπεμπε σε αντεπίθεση παρά σε απολογία.
Ο Μάκης Βορίδης επέλεξε τον δρόμο της ειρωνείας απέναντι στην αντιπολίτευση, διερωτώμενος –σχεδόν προκλητικά– «ποιο είναι το έγκλημα που του αποδίδεται». Παρά το γεγονός ότι το όνομά του εμφανίζεται σε επισυνδέσεις της δικογραφίας, αρνήθηκε να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις, παραπέμποντας γενικώς στην Εξεταστική Επιτροπή. Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να εξηγήσει γιατί απομάκρυνε τον Γρηγόρη Βάρα, τότε διοικητή του ΟΠΕΚΕΠΕ, που λίγο αργότερα βρέθηκε στο Μαξίμου ως συνεργάτης. «Θα κατηγορείτε υπουργούς επειδή ζητούν παραιτήσεις;» αναρωτήθηκε, προκαλώντας το κοινό αίσθημα.
Η στάση Βορίδη, μακριά από κάθε έννοια πολιτικής ευθιξίας, ερμηνεύθηκε από βουλευτές της αντιπολίτευσης ως σαφής προειδοποίηση είτε προς τον ίδιο τον Βάρα είτε και προς κυβερνητικά κλιμάκια.
Από την άλλη, ο Λευτέρης Αυγενάκης, σε μια μαραθώνια ομιλία 90 λεπτών, κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα. Υποστήριξε ότι δεν τελέστηκε ποινικό αδίκημα με την υπογραφή υπουργικών αποφάσεων και χαρακτήρισε τις προτάσεις προανακριτικής ως «πολιτικά άστοχες και νομικά ατεκμηρίωτες». Δεν παρέλειψε να επιτεθεί στο ΠΑΣΟΚ, υπενθυμίζοντας ότι ο Ευάγγελος Σημανδράκος –το πρόσωπο που φέρεται να σχετίζεται με τη διαχείριση των λογισμικών στον ΟΠΕΚΕΠΕ– υπήρξε στέλεχός του.
Και οι δύο υπουργοί εμφανίστηκαν ως θύματα πολιτικής σκευωρίας, αρνούμενοι κάθε γνώση για οποιαδήποτε ύποπτη ή παράνομη ενέργεια εντός του οργανισμού. Δεν παρουσίασαν ούτε ένα τεκμήριο για να διαψεύσουν τις αναφορές της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ούτε επέδειξαν διάθεση διαφάνειας ή συνεργασίας. Αντιθέτως, κινήθηκαν σε ένα πλαίσιο πολιτικής αλαζονείας, έχοντας και την κάλυψη του πρωθυπουργού.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, μεθοδεύει –σύμφωνα με την αντιπολίτευση– την παραγραφή τυχόν ποινικών ευθυνών, δίνοντας στην Εξεταστική Επιτροπή τρίμηνη προθεσμία, έτσι ώστε να παρέλθει η ημερομηνία της 6ης Οκτωβρίου. Η συγκεκριμένη ημερομηνία είναι κρίσιμη, καθώς αποτελεί ορόσημο για τη δυνατότητα άσκησης ποινικών διώξεων, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει:
Είναι αυτή η συμπεριφορά που περιμένουμε από υπουργούς που εμπλέκονται –έστω και ως ερευνώμενοι– σε υποθέσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος;
Η ελληνική κοινωνία δεν ζητάει καταδίκες πριν από την κρίση της Δικαιοσύνης. Ζητάει όμως σοβαρότητα, υπευθυνότητα και κυρίως σεβασμό στους θεσμούς. Αντί αυτού, είδαμε ειρωνείες, επιθέσεις και πολιτική υπεκφυγή.
Και όλα αυτά με την ανοιχτή πολιτική κάλυψη του πρωθυπουργού, που πριν ακόμα αρχίσουν οι εργασίες της Εξεταστικής, έκλεισε κάθε πιθανό ενδεχόμενο πολιτικής ή ηθικής ευθύνης των υπουργών του.
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αναδεικνύει όχι μόνο ενδεχόμενες ευθύνες, αλλά και τον τρόπο που η εξουσία αντιλαμβάνεται τον δημόσιο έλεγχο. Η σιωπή, η ειρωνεία και η άρνηση λογοδοσίας είναι σημάδια ενός βαθύτερου προβλήματος: της έλλειψης πολιτικής ευθιξίας και δημοκρατικής συνείδησης.



