Ο Τζο Μπάιντεν, ο 77χρονος πρώην γερουσιαστής από το Ντέλαγουερ, αναμένεται στις 20 Ιανουαρίου του 2021 να διαδεχτεί τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Αναδείχθηκε νικητής σε μία εκλογική αναμέτρηση αμφίρροπη, μετά από μια βαθιά πολωτική προεκλογική περίοδο, σε μια βαθιά διχασμένη χώρα, εν μέσω του δεύτερου κύματος μιας παγκόσμιας πανδημίας. Σε μια εκλογική αναμέτρηση που έλαβε χώρα με την αμερικανική κοινωνία να «φλέγεται» ακόμα από την έκρηξη συσσωρευμένης οργής που πυροδότησε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, στις 25 Μαΐου του 2020, απελευθερώνοντας κοινωνικές δυνάμεις που δεν μπορούσαν να ανασάνουν πιεζόμενες κάτω από τα συντρίμμια του american dream.
Μεγάλη αναταραχή, σίγουρα, αλλά η κατάσταση όμως απέχει πολύ από το να είναι υπέροχη, κατά το απόφθεγμα του Μάο. Δίνει όμως τη δυνατότητα να διαφανούν, πίσω από την εκλογική αντιπαράθεση, η διαπάλη αντικρουόμενων πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων, καθώς και εθνικών και έμφυλων ταυτοτήτων. Όλα αυτά, αναγκαστικά μέσα στον «στενό κορσέ» που φορά στο εκλογικό σώμα των ΗΠΑ ένα βαθιά αντιδημοκρατικό, αμιγώς πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Ένα εκλογικό σύστημα που εξασφαλίζει την, περισσότερο ή λιγότερο, ομαλή εναλλαγή στην εξουσία των δύο πόλων, των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, τη «συνέχεια του κράτους», εν προκειμένω της υπερδύναμης, και την αδυναμία εμφάνισης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό κομμάτων με ταξικά χαρακτηριστικά και αναφορές.
Και όλα αυτά στην περίοδο των «μετά-αληθειών», των κοινωνικών δικτύων, των bots και των fake accounts που, παρά τη φαινομενική αντίθεση, έρχονται να «κουμπώσουν» αρμονικά με τον συντηρητισμό της αμερικανικής επαρχίας από την μία πλευρά, και τον ελιτίστικο κοσμοπολιτισμό των μητροπόλεων από την άλλη.
Πραγματοποιήσαμε μία «κατάδυση» στην αμερικανική κοινωνία και τον τρόπο που διαθλασμένα αντανακλάστηκε στα εκλογικά αποτελέσματα συνομιλώντας με τον Άγγελο Σεριάτο, υπεύθυνο Πολιτικής Ανάλυσης της εταιρείας δημοσκοπήσεων «Prorata», υποψήφιο διδάκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εξαίρετου γνώστη της αμερικανικής πολιτικής σκηνής.
«Αυτό που συνέβη καταρχάς στις αμερικανικές εκλογές ήταν μία καθαρή νίκη του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, η οποία σημαίνει και μία καθαρή ήττα του Ντόναλντ Τραμπ, όμως μικρότερη του αναμενόμενου», μας λέει.
«Ο Μπάιντεν οφείλει τη νίκη του σε τέσσερις παράγοντες:
1) Είχε τη στήριξη παραδοσιακών ψηφοφόρων των Δημοκρατικών, όπως οι γυναίκες και οι νέοι ηλικιακά.
2) Είχε την συντριπτική στήριξη των μη λευκών εθνικών και φυλετικών ομαδοποιήσεων, που άλλωστε αποτελούν παραδοσιακό κοινό των δημοκρατικών σε ποσοστό άνω του 70%. Πρόκειται για μαύρους Αμερικανούς, Λατινοαμερικάνους, ισπανόφωνους και Ασιάτες, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και οι προοδευτικοί φιλελεύθεροι ψηφοφόροι.
3) Στις συγκεκριμένες μόνο εκλογές είχε αποφασιστική στήριξη από μετριοπαθείς και μη κομματικά ενταγμένους ψηφοφόρους. Την προηγούμενη φορά ψήφισαν οριακά πλειοψηφικά τον Τραμπ, αυτή τη φορά τους Δημοκρατικούς.
4) Αυτό που όμως εν τέλει έκρινε τις εκλογές ήταν η μικρή αλλά εξαιρετικά κρίσιμη μείωση της διαφοράς μεταξύ των δύο υποψηφίων στους λευκούς άνδρες, σε σχέση με το 2016. Αυτή η εξέλιξη, το ότι κατάφερε δηλαδή να διεμβολίσει, αν και όχι να κερδίσει, αυτό το κοινό, συνέβαλε στην επικράτηση του Μπάιντεν στις αμφίρροπες πολιτείες.»
Τι ρόλο όμως έπαιξε το προφίλ του ίδιου του Τζο Μπάιντεν, αυτό του ψύχραιμου – και αρκετά συντηρητικού – ηλικιωμένου έμπειρου πολιτικού;
«Αυτό που έδωσε στους Δημοκρατικούς ένα ποσοστό της τάξης του 5-6% από μη παραδοσιακούς ψηφοφόρους, αν πούμε ότι κάθε κόμμα ξεκινά προκαταβολικά με ένα ποσοστό της τάξης του 40%, είναι τα χαρακτηριστικά της υποψηφιότητας Μπάιντεν», σημειώνει ο Άγγελος Σεριάτος. «Στο παράδοξο δηλαδή ότι οι δημοκρατικοί κατέβασαν ένα εξαιρετικά μετριοπαθή, έναν φιλελεύθερο κεντρώο έως και κεντροδεξιό, για τα ελληνικά δεδομένα, πολιτικό ο οποίος κατάφερε με την ηλικία και τον μετριοπαθή του λόγο να κερδίσει ένα ακροατήριο το οποίο είχε κουραστεί από την τοξικότητα του Τραμπ. Αυτά τα χαρακτηριστικά του Μπάιντεν συνέτειναν στο να αγκαλιαστεί από τους Δημοκρατικούς αυτή η μερίδα των Κεντρώων ψηφοφόρων που είχε κουραστεί από την προεδρία Τραμπ και την τοξικότητά της». Μια τοξικότητα που οδήγησε το κοινό στο οποίο απευθυνόταν περισσότερο σε κούραση παρά σε φόβο, γυρνώντας «μπούμερανγκ» στον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου.
Χαμένη ψήφος… από χέρι
Μπορείτε να φανταστείτε μια Ελλάδα αποκλειστικά δικομματική, όπου σε μία πολυεδρική περιφέρεια το κόμμα που θα συγκέντρωνε το 50+1% των ψήφων να αποσπούσε όλους τους βουλευτές ενώ το έτερο κόμμα κανέναν; Σκεφτείτε τώρα από αυτή τη διαδικασία να μην εκλέγονται βουλευτές αλλά εκλέκτορες, οι οποίοι με τη σειρά τους εκλέγουν τον αρχηγό του κράτους. Αυτό λοιπόν είναι το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ.
«Σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά εκλογικά συστήματα ο αρχηγός του κράτους δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων», λέει ο Άγγελος Σεριάτος. «Κάθε μια από τις πολιτείες των ΗΠΑ διαθέτει ένα προκαθορισμένο αριθμό εκλεκτόρων ο οποίος κατά βάσει ορίζεται σύμφωνα με το πληθυσμιακό μέγεθος της πολιτείας. Οι Αμερικάνοι δεν ψηφίζουν πρόεδρο αλλά προεδρικό εκλέκτορα, ο οποίος με τη σειρά του θα ψηφίσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Το σώμα των εκλεκτόρων απαρτίζεται από 538 εκλέκτορες, έτσι κάθε υποψήφιος απαιτείται να συμπληρώσει την πλειοψηφία των 270 εκλεκτόρων.
»Για την εκλογή τους, με εξαίρεση δύο πολιτείες, εφαρμόζεται το πλειοψηφικό σύστημα. Άρα αυτό σημαίνει πως αν ένας υποψήφιος πρόεδρος λάβει 50,5% και ο αντίπαλός του 49,5%, ο πρώτος θα αποσπάσει το σύνολο των εκλεκτόρων και ο άλλος μηδέν. Αλλοιώνεται έτσι η αναλογικότητα της ψήφου όπως την γνωρίζουμε από συστήματα όπως το ελληνικό. Αυτό βεβαίως αποθαρρύνει και τρίτους παίκτες να συμμετάσχουν στις εκλογές.
»Επίσης, μπορεί να ενδυναμώσει και το φαινόμενο της αποχής, καθώς οι πολίτες που ψηφίζουν το κόμμα που παραδοσιακά δεν επικρατεί σε μία πολιτεία, αισθάνονται πως η ψήφος τους δεν μετράει αφού δεν μεταφράζεται σε ούτε έναν εκλέκτορα».
Με το εκλογικό σύστημα να αποκλείει επί της ουσίας την είσοδο κομματικών σχηματισμών πέραν των δύο κεντρικών πόλων, θεσμοθετώντας επί της ουσίας αυτό που στην Ελλάδα ονομάζεται «λογική της χαμένης ψήφου», η ιδεολογική και πολιτική διαπάλη εντός των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς αποτελούν τη μόνη δίοδο για την έκφραση, οριακά έστω, αποκλινουσών πολιτικών αντιλήψεων. Μια τέτοια διαπάλη έλαβε το προηγούμενο διάστημα χώρα στο εσωτερικό των Δημοκρατικών, με την, αρκετά ριζοσπαστική για τα αμερικανικά δεδομένα, υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς να συγκεντρώνει ένα ουδόλως ευκαταφρόνητο ρεύμα, αντίστοιχο περίπου του 1/3 των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών. Σύμφωνα με τον Άγγελο Σεριάτο, το ρεύμα αυτό στήριξε κριτικά τον Τζο Μπάιντεν στις εκλογές, γνωρίζοντας ότι δεν τους εκφράζει, αλλά με βασική επιδίωξη την απομάκρυνση του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο.
Τραμπ vs Μπάιντεν: Το who is who των ψηφοφόρων
Η διακυβέρνηση Τραμπ είχε ως αποτέλεσμα η διαίρεση που προϋπήρχε στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας τομής τόσο βαθιάς που, σύμφωνα με τον Άγγελο Σεριάτο, όμοιά της δεν καταγράφηκε άλλη τον τελευταίο αιώνα, με εξαίρεση ίσως τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Ποιο είναι όμως το προφίλ των ψηφοφόρων καθενός εκ των δύο υποψηφίων προέδρων; Σύμφωνα με τον υπεύθυνο Πολιτικής Ανάλυσης της Prorata, τον Τραμπ ψήφισαν:
- Άνδρες κυρίως χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου,
- τα ανώτερα στρώματα οικονομικά,
- οι βαθιά θρησκευόμενοι,
- όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως συντηρητικοί,
- όσοι κατοικούν σε αγροτικές περιοχές,
- όσοι διατηρούν επιφυλάξεις σχετικά με το αν η πανδημία είναι απειλητική,
- όσοι τάσσονται ενάντια στο κίνημα black lives matter.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των ψηφοφόρων του Τραμπ το 75% υποβαθμίζει γενικά το ζήτημα του ρατσισμού, ενώ τείνει να συσχετίζει την εγκληματικότητα με τη μετανάστευση. Εξάλλου, ένα ποσοστό της τάξης του 65-70% τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης των αμβλώσεων, ενώ ένα 70-80% υποστηρίζει ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα κατασκευασμένο αφήγημα.
Από την άλλη πλευρά, ψηφοφόροι του Μπάιντεν ήταν:
- Γυναίκες,
- μαύροι και μαύρες,
- λατινοαμερικάνοι και λατινοαμερικάνες,
- νεότεροι ηλικιακά ψηφοφόροι,
- μέλη της LGBTQ κοινότητας,
- κατώτερα (όχι κατώτατα) μεσαία στρώματα,
- σπανιότερα ασκούντες τα θρησκευτικά τους καθήκοντα,
- άθεοι,
- φιλελεύθεροι «είτε με την έννοια του liberal είτε με αυτή του progressive»,
- κάτοικοι μεγάλων πόλεων,
- όσοι ζουν στα δυτικά και ανατολικά παράλια,
- όσοι ιεράρχησαν ψηλά τις ικανότητες προέδρου ως προς ενότητα Αμερικάνων.
Σημειώνεται ότι οι υποστηρικτές του κινήματος Black Lives Matter στήριξαν καθολικά τους Δημοκρατικούς, αν και πολλοί με μια λογική ανοχής παρά ενεργού εμπιστοσύνης, ενώ στους υποστηρικτές του Τζο Μπάιντεν συγκαταλέγονται συντηρητικοί Αμερικάνοι οι οποίοι φοβήθηκαν ότι ο διχαστικός λόγος του Τραμπ μπορεί να αποτελέσει απειλή για την ενότητα των ΗΠΑ. Οπαδοί του Μπέρνι Σάντερς στήριξαν τον υποψήφιο πρόεδρο των Δημοκρατικών, ελλείψει άλλης εναλλακτικής, ενώ στο σύνολό τους οι ψηφοφόροι των Democrats ιεραρχούν ψηλά το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.
Δημοσκοπήσεις: Τι είδαν, τι δεν είδαν, τι έκαναν πως δεν είδαν, τι δεν μπορούσαν να δουν
Η εικόνα που είχε καλλιεργηθεί, τουλάχιστον στην Ελλάδα, από τις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ήταν αυτή μιας μάλλον άνετης νίκης του Τζο Μπάιντεν. Το αμφίρροπο της αναμέτρησης, όπως αναδείχτηκε από τα πρώτα 24ωρα, ξάφνιασε πολλούς. Έπεσαν τελικά έξω οι δημοσκοπήσεις, κάτι που συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά όπως γνωρίζουμε και από την περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος;
«Σε γενικές γραμμές, με αυστηρά επιστημονικούς όρους, δεν θεωρώ ότι οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν», μας λέει ο Άγγελος Σεριάτος. «Αυτό όμως έχει να κάνει με το πως αντιλαμβάνεται κανείς τις δυνατότητες των δημοσκοπήσεων αλλά και τη χρήση τους».
«Με βάση όσα υποδεικνύουν οι αρχές τις στατιστικής, υπάρχει ένα περιθώριο σφάλματος, εντός του οποίου μια εκτίμηση – πρόβλεψη είναι εξίσου σωστή ανεξαρτήτως τελικού ποσοστού. Αν πχ εκτιμούσαν για τους Δημοκρατικούς ένα ποσοστό 48%, είτε 46% είτε 51% “δείξει” η κάλπη, η πρόβλεψη θεωρείται σωστή. Πρόκειται για κάτι που συχνά αποκρύπτεται από τα ΜΜΕ, ενίοτε και από τις δημοσκοπικές εταιρείες. Πρέπει να μη μελετούμε τις δημοσκοπήσεις με ακρίβεια δεκαδικών, που είναι μια επίπλαστη ακρίβεια, γιατί είναι ένα προϊόν της καταχρηστικής εμπορευματοποίησης των ερευνών από ΜΜΕ που παρουσιάζουν «ψαλίδες» που «ανοιγοκλείνουν» με ακρίβεια που η επιστήμη δεν επιτρέπει. Και αυτό είτε από άγνοια, ή επειδή θέλουν να αποτυπώσουν δήθεν βέβαιες τάσεις υπέρ ενός ή άλλου κόμματος», εξηγεί.
Πού τα πήγαν καλά λοιπόν οι δημοσκοπήσεις;
«(Ένα θετικό είναι ότι) βρήκαν τον νικητή λαϊκής ψήφου. Μπορεί η διαφορά να μην ήταν 6-7 μονάδες αλλά θα είναι περίπου 3,5. Βρήκαν λοιπόν τον νικητή, αλλά όχι με την έκταση που εκτιμούσαν. Βρήκαν επίσης τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, κάτι που είναι πιο δύσκολο επειδή η λαϊκή ψήφος δεν αντιστοιχεί στις εκλεκτορικές ψήφους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι μιλάμε για 51 χώρες στις οποίες έπρεπε να δούμε ποιος θα έχει την πλειοψηφία. Στη συντριπτική πλειοψηφία προβλέφθηκε ο νικητής.»
Όμως, σε μια σειρά από κρίσιμες Πολιτείες οι δημοσκοπήσεις διαψεύσθηκαν. Και το χειρότερο; Δεν διαψεύσθηκαν, όπως όλα δείχνουν, μόνο λόγω κάποιου επιστημονική σφάλματος ή αστοχίας.
«Οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν στις πιο αμφίρροπες και κρίσιμες πολιτείες», λέει ο Άγγελος Σεριάτος. «Πολιτείες που θεωρούταν με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα ψήφιζαν δημοκρατικούς, κρίθηκαν στο νήμα, για λίγες μάλιστα χιλιάδες ψήφους και διαφορά 1-2%, είτε υπέρ του Μπάιντεν, όπως το Μίσιγκαν, το Ουινσκόσιν, η Νεβάδα ή η Τζόρτζια, είτε υπέρ του Τραμπ, όπως η Φλόριντα και η Βόρεια Καρολίνα.
»Στην Αϊόβα και το Οχάιο, που οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνονταν να είχαν οριακό προβάδισμα, τελικά επικράτησαν με 7-8 μονάδες. Εκεί απέτυχαν οι δημοσκοπήσεις. Στη Φλόριντα, σημειωτέον, πολλοί ισπανόφωνοι είναι υπερσυντηρητικοί κουβανοαμερικάνοι οι οποίοι, λόγω της αντίθεσής τους στο κουβανικό καθεστώς, στηρίζουν τους ρεπουμπλικάνους. Ψήφισαν 50-50 υπέρ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, ενώ στην υπόλοιποι χώρα η αναλογία είναι 65-70% υπέρ των Δημοκρατικών. Κινητοποιήθηκαν δε πολύ περισσότερο να πάνε να ψηφίσουν υπέρ του Τραμπ. Τέλος, ακόμα και σε αμφίρροπες πολιτείες, υπήρχε συστηματικά μεροληψία εναντίον του Τραμπ».
Είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο στην επιστήμη υπεισέρχεται η πολιτική εκτίμηση, για τους καλοπροαίρετους, η πολιτική σκοπιμότητα για κάποιους άλλους. Έτσι λοιπόν, όπως σημειώνει ο υπεύθυνος Πολιτικής Ανάλυσης της Prorata, υπήρξε «συστηματική μη συμπερίληψη εκλογέων των Ρεπουμπλικάνων στα δείγματα όλων των πολιτειών, όχι μόνο των αμφίρροπων. Απλώς αυτό φάνηκε εκεί όπου δεν ήταν βέβαιο το αποτέλεσμα. Στις πολιτείες που αυτό δεν φάνηκε, επειδή επικράτησαν οι Δημοκρατικοί, δεν ασχολήθηκε κανείς. Στη Νέα Υόρκη περιμέναμε ότι θα υπάρχει μια διαφορά ένα 75-25 υπέρ των Δημοκρατικών, η οποία εν τέλει ήταν 65-35. Εν τέλει μπορεί να μη μας ενδιαφέρει, αλλά πρόκειται για μια σημαντική διαφορά δέκα μονάδων.»
Πέραν της αλήθειας και του ψέματος: Μετα-αλήθειες, bots, fake accounts – και ένας αγρότης από τις μεσοδυτικές Πολιτείες
Η άνοδος στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ, το 2016, έφερε στην επιφάνεια ένα κοινωνικό ρεύμα και έναν τρόπο σκέψης που απαντάται στις περισσότερες χώρες του δυτικού, τουλάχιστον, κόσμου. Ένα ρεύμα που τείνει να συγχέει την αντιπάθεια, η οποία δεν μετατρέπεται απαραιτήτως σε πολιτική κινητοποίηση, προς τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ με την άρνηση της πολιτικής συνολικά την ίδια ώρα που κατ’ αυτόν τον τρόπο παίρνει πολιτική θέση, που μπερδεύεται ανάμεσα στη διαισθητική εναντίωση στη χρήση της τεχνολογίας για έλεγχο και πειθάρχηση και την επιθυμία του για ασφάλεια, που από την άρνηση της αργυρώνητης επιστήμης περνά στην άρνηση της επιστήμης συνολικά, που εν τέλει συγχέει αλήθεια, ψέμα, άποψη, δεδομένα, εικασίες και φόβους σε θέσεις τις οποίες υπερασπίζεται με πάθος τέτοιο που εν τέλει μοιάζουν να αποκτούν υπόσταση: σε αυτό που, εύστοχα κατά τη γνώμη μου, έχει περιγραφεί ως «μετά-αλήθεια».
Μπορούν τα κλασσικά επιστημονικά εργαλεία να αναμετρηθούν, ή εν προκειμένω να μετρήσουν, το ρεύμα της μετα-αλήθειας, ειδικά όταν αυτό συναντά τα κοινωνικά δίκτυα, τα διαδικτυακά ρομπότ (bots) που μπορούν ταχύτατα να διαμορφώσουν κλίμα μέσα σε αυτά, και τα ψεύτικα διαδικτυακά προφίλ; Μπορούν, πολύ περισσότερο να διαγνώσουν τη σύνδεση όλων αυτών των χαρακτηριστικών που φαίνονται να έρχονται από ένα (δυστοπικό) μέλλον με τον «παραδοσιακό» συντηρητισμό της, αμερικανικής εν προκειμένω, επαρχίας;
«Για τους ψηφοφόρους του Τραμπ, καθώς και για ψηφοφόρους κομμάτων ακροδεξιάς υφής σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, γνωρίζουμε ή μπορούμε να διατυπώσουν την ισχυρή υπόθεση ότι συχνά δεν συμπεριλαμβάνονται στις μετρήσεις των δημοσκοπήσεων για δύο λόγους», λέει ο Άγγελος Σεριάτος.
«Ο πρώτος είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι δεν είναι ότι ντρέπονται να πουν ότι θα ψηφίσουν Τραμπ, Χρυσή Αυγή, Λεπέν κοκ, αλλά γενικότερα αρνούνται να απαντήσουν σε πολιτικές έρευνες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καν η παρουσία τους σε αυτές, πόσο μάλλον η πρόθεση ψήφου. Ο λόγος των πολιτικών ελίτ των εν λόγω κομμάτων αντιτίθεται τόσο πολύ στις δημοσκοπήσεις και τα επιστημονικά εργαλεία, ώστε αποθάρρυναν τον κόσμο να απαντά σε αυτές. Για παράδειγμα, ένας αγρότης που έμενε σε μεσοδυτική πολιτεία της Αμερικής και τον έπαιρνε τηλέφωνο μια δημοσκοπική εταιρεία, ενδεχομένως να έκλεινα το τηλέφωνο λέγοντας “εγώ δεν απαντώ σε αυτούς τους καραγκιόζηδες”.
»Γνωρίζω ότι έχει γίνει μία μελέτη στην Αμερική η οποία δείχνει ότι μποτς και άλλα ρομποτικού τύπου προφίλς σε twitter και facebook, μέσω πλαστοποιημένων ταυτοπροσωπιών, δημιουργούσαν μια αρνητική εικόνα για τις δημοσκοπήσεις, λέγοντας πως «είναι ψεύτικες», »μην απαντάτε», ή αναπαρήγαγαν κλασσικά ακροδεξιά αφηγήματα, όπως ότι οι δημοσκοπήσεις «συντάσσονται με το στάτους κβο» που «δεν θέλει το έθνος μας να προοδεύσει» κλπ.
»Ο δεύτερος λόγος είναι οι λεγόμενοι “ντροπαλοί ψηφοφόροι”. Αυτοί πιστεύεται ότι ντρέπεται να πουν ποιον θα ψηφίσουν. Δεν απέχουν από τα δείγματα των δημοσκοπήσεων. Υπάρχουν, αλλά παρουσιάζονται είτε ως αναποφάσιστοι είτε, ακόμα χειρότερα, μας λένε ψέμματα ότι θα ψηφίσουν τον αντίπαλο, μπερδεύοντας το δείγμα. Συμπεριλαμβάνονται μεν, αλλά είτε δεν λένε τι θα ψηφίσουν είτε λένε ψέμματα, θεωρώντας δεδομένο ότι οι δημοσκοπήσεις τάσσονται με την πλευρά του στάτους κβο».