Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου.
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 49 χρόνια από την κρίση της Κοφίνου, μια κρίση όχι ιδιαίτερα γνωστή αλλά σημαντική, καθώς άλλαξε πολλά από τα δεδομένα του Κυπριακού, επηρεάζοντας -αν όχι καθορίζοντας- τις μετέπειτα εξελίξεις μέχρι την τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974. Παρά το «πέπλο σιωπής» που καλύπτει ακόμα τις επίσημες σχετικές πηγές, υπάρχουν αρκετά έγγραφα και μαρτυρίες που συνάδουν με την εκτίμηση αυτή.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή:
Η εκδήλωση της κρίσης
Μετά από αρκετά χρόνια στασιμότητας στις συγκρούσεις και στις διαπραγματεύσεις αναφορικά με την επίλυση του Κυπριακού, το Νοέμβριο του 1967 ξέσπασε νέα κρίση στο νησί. Το έδαφος είχε αρχίσει να προετοιμάζεται από τον Ιούλιο, όταν ο νέος διοικητής του τουρκικού θύλακα της Κοφίνου (Geçitkale) στα νοτιοδυτικά της Λάρνακας απαγόρευσε τις περιπολίες της κυπριακής αστυνομίας στο μεικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (Boğaziçi), παρά το γεγονός ότι αυτές πραγματοποιούνταν ανεμπόδιστα από το Δεκέμβριο του 1963. Παράλληλα, η τουρκική στρατιωτική διοίκηση προχώρησε στην οχύρωση θέσεων και εγκατέστησε πολυβολεία στην περιοχή, περιφρονώντας τις αντίθετες υποδείξεις αξιωματούχων της UNFICYP (ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ) όσο και των κυπριακών αρχών, απ’ όπου ένοπλοι πυροβολούσαν αυθαίρετα εναντίον οχημάτων που κινούνταν κατά μήκος της παρακείμενης κεντρικής επαρχιακής οδού Λευκωσίας-Λεμεσού.
Προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση, η UNFICYP ζήτησε από την κυπριακή κυβέρνηση να παρατείνει την αναστολή των περιπολιών, και το Σεπτέμβριο του 1967 προτάθηκε επανάληψη των περιπολιών με τη συνοδεία οχημάτων της UNFICYP. Η πρόταση προσέκρουσε σε άρνηση των Τούρκων, οι οποίοι ζητούσαν πλέον ανταλλάγματα για να άρουν τις αντιρρήσεις τους, όρο που με τη σειρά της απέρριψε η κυπριακή κυβέρνηση. Ενώπιον του αδιεξόδου, η Λευκωσία ζήτησε από τη στρατιωτική ηγεσία κάλυψη των αστυνομικών περιπόλων. Ο στρατηγός Γρίβας αρχικά αντιτάχθηκε στην ανάμιξη της Εθνικής Φρουράς, ενημερώνοντας σχετικά τόσο το ΓΕΕΘΑ όσο και το Υπουργείο Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου.[1] Η άρνησή του ωστόσο παρακάμφθηκε από τον τότε υπουργό Άμυνας της Ελλάδας, Γρηγόριο Σπαντιδάκη, ο οποίος ενέκρινε την κάλυψη των αστυνομικών περιπολιών από την Εθνική Φρουρά και μάλιστα όρισε ημερομηνία επανέναρξης των περιπολιών. Εν μέσω πυρετωδών συζητήσεων στα επιτελεία για τις ενδεχόμενες αντιδράσεις, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς κατάρτισε το Σχέδιο «Γρόνθος», το οποίο προέβλεπε ταχεία συντριβή της τουρκοκυπριακής αντίστασης, ώστε να μη δοθεί χρόνος στην τουρκική αεροπορία να επέμβει.
Κατόπιν τούτου, οι αστυνομικές περιπολίες επαναλήφθηκαν στις 14 Νοεμβρίου, χωρίς αρχικά να σημειωθεί αντίδραση από πλευράς των Τουρκοκυπρίων. Ωστόσο, όταν αυτές επαναλήφθηκαν για τέταρτη φορά, το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου, η περίπολος δέχθηκε πυρά έξω από τον Άγιο Θεόδωρο. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο ΓΕΕΦ και μπήκε σε εφαρμογή το Σχέδιο «Γρόνθος» για την εξάλειψη του θύλακα. Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς έδρασαν άμεσα, και μέσα σε μερικές ώρες οι δυνάμεις της όχι μόνο μπήκαν στον μεικτό Άγιο Θεόδωρο και κατέλαβαν τα πολυβολεία, αλλά εξουδετέρωσαν όλες τις εστίες αντίστασης ακόμη και στην Κοφίνου. Ως αποτέλεσμα, ο θύλακας καταλήφθηκε στο σύνολό του, και πιάστηκαν πολλοί Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι. Η επιχείρηση κράτησε από τις 2.35 μ.μ. έως τις 9 μ.μ. και στοίχισε στους Τούρκους 22 νεκρούς και 9 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και άμαχοι.
Το τουρκικό τελεσίγραφο
Η επιχείρηση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Άγκυρας, η οποία έστειλε διάβημα στην Αθήνα διαμαρτυρόμενη για τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, κατονομάζοντας ως υπεύθυνους τον στρατηγό Γρίβα και τις ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί. Η Τουρκία απείλησε να επέμβει «προς αποκατάσταση της ισορροπίας», ακόμη και αφού η Εθνική Φρουρά απέσυρε τις δυνάμεις της από τον θύλακα το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, ύστερα από σχετική εντολή του ΓΕΕΘΑ.[2] Στις 17 Νοεμβρίου, επανήλθε μάλιστα με νέο τελεσίγραφο προς την ελληνική κυβέρνηση, όπου ζητούσε: α) την αποχώρηση όλων των ελληνικών τμημάτων πέραν όσων προέβλεπε η Συνθήκη Εγγυήσεως, β) την ανάκληση του στρατηγού Γρίβα και των Ελλαδιτών αξιωματικών που στελέχωναν την Εθνική Φρουρά, γ) τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και δ) την καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των Τουρκοκυπρίων που σκοτώθηκαν.[3]
Ο αμερικανός πρόεδρος Johnson επενέβη για να αποτρέψει εμπλοκή των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο χωρών, και την ίδια κιόλας μέρα της εκδήλωσης των συγκρούσεων (15 Νοεμβρίου) ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα πίεσε τον Κόλλια να ανακαλέσει τον Γρίβα, τον οποίο το State Department θεωρούσε απειλή για την ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή. Λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό βαθμό εξάρτησης του στρατιωτικού καθεστώτος από την Ουάσιγκτον, οι πιέσεις αυτές απέδωσαν άμεσα και οι περιπολίες διακόπηκαν, ενώ στις 20 Νοεμβρίου ο Γρίβας ανακλήθηκε στην Αθήνα με το πρόσχημα διαβουλεύσεων. Οι Τούρκοι ωστόσο εξακολουθούσαν να μην είναι ικανοποιημένοι, και άρχισαν να μετακινούν μονάδες, δηλώνοντας σε όλους τους τόνους ότι ετοιμάζονται για επέμβαση. Ως αποτέλεσμα, η Αθήνα αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους υπό την πίεση απαιτήσεων που εκλαμβάνονταν ως τελεσίγραφο, ακόμη και αν δεν αναφερόταν συγκεκριμένη ημερομηνία στο σχετικό διάβημα.
Η αμερικανική στάση
Ενώπιον της κρίσιμης αυτής κατάστασης, ο αμερικανός πρόεδρος έστειλε ως ειδικό απεσταλμένο στην περιοχή τον πρώην υφυπουργό Άμυνας Cyrus Vance, με αποστολή να αποτρέψει την εκδήλωση ελληνοτουρκικού πολέμου. Ο Vance κινήθηκε το διάστημα 23-29 Νοεμβρίου μεταξύ Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας, επιχειρώντας να βρει μια φόρμουλα διαφορετική από την πολιτικά «άκομψη» παρέμβαση του 1964 (επιστολή Johnson προς İnönü). Στη διαμόρφωση της αμερικανικής στάσης συνέτεινε η θεώρηση πως μια λύση με βάση την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο δεν ήταν μόνο βραχυπρόθεσμα θετική, αλλά απομάκρυνε την πιθανότητα εμπλοκής και στο μέλλον, καθώς θα ήταν δύσκολο για την Ελλάδα να επιμείνει σε ακραίες (πολιτικά) θέσεις και προκλητικές (στρατιωτικά) κινήσεις αν δε διέθετε σημαντικές δυνάμεις στο νησί.[4] Ένα άλλο πρόσθετο στοιχείο που αποτελούσε ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με τις αρχές του ’60, ήταν ότι ο έλεγχος που μπορούσε να ασκήσει το νεοπαγές δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα το καθιστούσε περισσότερο δεκτικό σε πιέσεις από ότι το κοινοβουλευτικό, και έτσι η Αθήνα μπορούσε να υποκύψει σε πιέσεις ευκολότερα απ’ ότι η Άγκυρα,[5] διαπίστωση που φαίνεται να συμμερίζονταν οι αμερικανοί.
Το σημαντικότερο πρόβλημα όμως ήταν το να διατηρηθούν τα προσχήματα, καθώς οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να πιέζουν δημόσια και ωμά για την άμεση αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Μετά από εντατικές διαβουλεύσεις, η συμφωνία που τελικά προέκυψε στις 29 Νοεμβρίου προνοούσε ότι όλες οι πρόσθετες δυνάμεις που έδρευαν στην Κύπρο -σε σχέση με αυτές που προέβλεπε η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960- θα αποχωρούσαν από το νησί μέσα σε διάστημα σαράντα πέντε ημερών.[6] Προκειμένου να μη φανεί ότι η Ελλάδα υπέκυπτε στις απαιτήσεις της Τουρκίας, τα σημεία της συμφωνίας θα περιλαμβανόταν σε έκκληση που θα απηύθυνε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, ώστε να δοθεί η εντύπωση ότι η αποδοχή και εφαρμογή τους ήταν ανταπόκριση σε αυτή την έκκληση.[7] Προκειμένου να ικανοποιηθεί μερικώς και η ελληνική πλευρά, στο σχέδιο περιλήφθηκε πρόνοια με βάση την οποία θα επαναβεβαιωνόταν η ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ εκτός από τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσε και μικρός αριθμός τουρκικών δυνάμεων.[8]
Η στάση της Λευκωσίας
Παρότι η συμφωνία αφορούσε άμεσα την ασφάλεια του νησιού, η κυπριακή κυβέρνηση δεν έφερε ένσταση στην αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας, δηλώνοντας ότι η σχετική απόφαση ανήκε αποκλειστικά στην ελληνική κυβέρνηση. Ήταν προφανές ότι ο Μακάριος κινούνταν με πολιτικά κριτήρια και έβλεπε ευνοϊκά την απομάκρυνση της μεραρχίας, καθώς έτσι θα έβγαινε ισχυρότερος από την κρίση και θα επιβεβαίωνε την απόλυτη κυριαρχία του στο νησί, απομακρύνοντας τον Γρίβα και τους περισσότερους Ελλαδίτες αξιωματικούς, τους οποίους θεωρούσε -εύλογα, όπως αποδείχθηκε αργότερα- απειλή για την εξουσία του. Από την άλλη, και παρότι πλέον εξέλιπε ο σημαντικότερος παράγοντας αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας, η κυπριακή ηγεσία δεν έκανε τίποτα για να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά, ενώ αντιθέτως διέσπασε τις δυνάμεις της συγκροτώντας νέο Επικουρικό Σώμα για την προσωπική προστασία του Μακαρίου και ενισχύοντας περαιτέρω την Αστυνομία με σύγχρονο οπλισμό.[9] Ήταν προφανές ότι η Λευκωσία δεν εμπιστευόταν την Αθήνα, της οποίας η θέση αποδυναμωνόταν επίσημα με τις ευλογίες της Λευκωσίας, ενώ οι όροι του Κυπριακού μεταβάλλονταν δραστικά και ολοένα και πιο απροκάλυπτα υπέρ της Άγκυρας.
Η τελική συμφωνία
Η κρίση έληξε στις 4 Δεκεμβρίου 1967, με την αποδοχή της έκκλησης του Γενικού Γραμματέα από τις κυβερνήσεις Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου. Βάσει αυτής, και παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις, η μεραρχία αποχώρησε εντός του ορισθέντος χρονοδιαγράμματος. Η τουρκική πλευρά έκανε εμφανή την παρουσία της σε αυτές τις περιστάσεις, καθώς τουρκικά αεροσκάφη πετούσαν χαμηλά πάνω από τα αποχωρούντα τμήματα στο λιμάνι της Αμμοχώστου, ενώ παράλληλα Κύπριοι ανθενωτικοί πανηγύριζαν δημόσια για την εξέλιξη αυτή.[10] Στον απόηχο των γεγονότων αυτών, όσο και της ίδιας της συμφωνίας, υπήρξε σημαντικός αντίκτυπος σε Αθήνα και Λευκωσία. Στην Ελλάδα, η υποχώρηση της στρατιωτικής κυβέρνησης και η απόσυρση της μεραρχίας δυσαρέστησε σημαντική μερίδα αξιωματικών χαμηλού και μέσου βαθμού, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η υποχώρηση ήταν αναίτια ή ακόμη και «προδοτική», καθώς εκτιμούσαν ότι με τα σχέδια και τις στρατιωτικές δυνατότητες που διέθετε η Ελλάδα εκείνη την περίοδο μια τουρκική επέμβαση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί επιτυχώς.
Αντιθέτως, η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας υπονόμευσε σοβαρά την αμυντική ικανότητα της Κύπρου, χωρίς να εξασφαλίσει καμία ουσιαστική δέσμευση σεβασμού της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητάς της. Στα μάτια των Τούρκων, η τακτική αυτή έδειχνε ότι η Ελλάδα δεν είχε τη θέληση ή την ικανότητα να υπερασπίσει τη νήσο, την οποία άφηνε προκλητικά ακάλυπτη.[11] Ήταν εμφανές ότι το στρατιωτικό καθεστώς προέκρινε τη δική του σωτηρία από την ασφάλεια της Κύπρου, καθώς η περεταίρω όξυνση της αντιπαράθεσης και η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου -πόσο μάλλον μια ήττα σε αυτόν- θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανατροπή του.[12] Ως προς τις επιπτώσεις μεσοπρόθεσμα, μια τουρκική απόβαση στην Κύπρο είχε πια πολλές περισσότερες πιθανότητες να πετύχει, άρα και να πραγματοποιηθεί. Μόνη προϋπόθεση ήταν η ύπαρξη κάποιας αφορμής, η οποία δε θα αργούσε παρά μερικά χρόνια.[13]
Βιβλιογραφία
- Δεκλερής Μιχάλης, Κυπριακό: Η τελευταία ευκαιρία, 1972-1974, Ι. Σιδέρης, 2003.
- Δρουσιώτης Μακάριος, Η πρώτη διχοτόμηση: Κύπρος 1963-1964, Αλφάδι, Λευκωσία, 2005.
- Θεοδωρόπουλος Βύρων, Οι Τούρκοι και Εμείς, Τύπος, Β’ έκδοση, 1988.
- Κουφουδάκης Βαγγέλης, «Κυπριακό-Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1960-1986» στο συλλογικό Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, Γνώση, 1991.
- Κρανιδιώτης Γιάννος, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984.
- Λάμπρου Κ. Γιάννης, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
- Μπήτος Γ. Ιωάννης, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες (β’ έκδοση), Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1998.
- Οζκιούρ Α. Όζντεμιρ, Η Κύπρος στη ζωή μου, μετάφραση Γιάννη Λάμψα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000.
- Παπαδόπουλος Λεωνίδας, Το Κυπριακό Ζήτημα, Κείμενα 1959-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.
- Ριζάς Σωτήρης, Ένωση Διχοτόμηση Ανεξαρτησία, 1963-1967, Βιβλιόραμα, 2000.
- Τζερμιάς Ν. Παύλος, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Libro, 2001.
- Τσουμάνης Αριστείδης, Ιστορία της ΕΛΔΥΚ, Μαλούντα, 2000.
Σημειώσεις
[1] Όπως εξήγησε στο Συμβούλιο Άμυνας στις 31 Οκτωβρίου 1967, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα αντιδρούσαν βίαια στην επανάληψη των περιπολιών, με πιθανό αποτέλεσμα την κλιμάκωση της κρίσης, ή ακόμη και στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Παρά την εκτίμηση αυτή, αποφασίστηκε ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στους Τούρκους να δημιουργήσουν τετελεσμένα στην περιοχή, και το μόνο ανοικτό ζήτημα που έμενε να συζητηθεί ήταν η ανάληψη της ευθύνης από την πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας ή της Κύπρου.
[2] Η άμεση σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων και η αποχώρηση τους από το θύλακα επέτεινε τις υποψίες και τα σενάρια συνομωσίας που ήθελαν τον Παπαδόπουλο να αναζητά πρόφαση για να αποσύρει τη μεραρχία από την Κύπρο, ενώ άλλοι συνδέουν την κίνηση με το αντιπραξικόπημα του βασιλιά που σημειώθηκε λίγο αργότερα. Π. Τζερμιάς, σελ. 657.
[3] Στις 18 Νοεμβρίου ο Süleyman Demirel έστειλε μήνυμα στον Κιουτσούκ, διαβεβαιώνοντάς τον πως «οι εισβολείς θα τιμωρηθούν αυστηρά», ενώ την ίδια μέρα έγινε γνωστό στο διεθνή τύπο πως η τουρκική Εθνοσυνέλευση είχε εξουσιοδοτήσει την κυβέρνηση να επέμβει στην Κύπρο όταν θα το έκρινε αναγκαίο. Ο. Οζκιούρ, Η Κύπρος στη ζωή μου, σελ. 97.
[4] Συνεπαγωγικά, μια τέτοια εξέλιξη θα καθιστούσε Αθήνα και Λευκωσία πιο διαλλακτικές, και άρα πιο εφικτή τη λύση άμεσα, ακόμη και αν αυτή βρισκόταν εγγύτερα στα συμφέροντα της Τουρκίας. Ήταν προφανές ότι το ανθρωπιστικό και «λειτουργικό» κόστος που ίσως προκαλούσε η όποια διευθέτηση δεν ενοχλούσε την Ουάσιγκτον, αρκεί να μην δημιουργούσε νέα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των νατοϊκών συμμάχων της εφεξής.
[5] Δυστυχώς δεν ίσχυε το ίδιο και για τις περιόδους που οι στρατιωτικοί αναλάμβαναν την εξουσία στην Τουρκία (’60, ’71, και ’80), καθώς το εκεί στρατιωτικό κατεστημένο είχε πάγια πολιτική, και η στρατιωτική διακυβέρνηση κρατούσε κατά κανόνα λίγο, διότι προτιμούσαν να αποφύγουν την φθορά και ευνοούσαν -με τους δικούς τους όρους φυσικά- τη μετάβαση σε πολιτική κυβέρνηση μετά από δύο ή τρία χρόνια.
[6] Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των «πρόσθετων δυνάμεων» αποτελούσε η ελληνική μεραρχία (επίσης γνωστή ως ΕΛΔΥΚ/Μ), που μεταφέρθηκε στην Κύπρο με απόφαση της κυβέρνησης Γ.Παπανδρέου τον Αύγουστο του 1964. Κατά την πλήρη ανάπτυξή της, η μεραρχία αποτελείτο από ένα πλήρες στρατηγείο, δυο πλήρη συντάγματα πεζικού, μια τακτική διοίκηση πεζικού τριών ταγμάτων (από 4 λόχους έκαστο), δυο μοίρες καταδρομών, μια ίλη μέσων αρμάτων Μ47 και μια ίλη ελαφρών αρμάτων Μ24, ένα λόχο αντιαρματικών και στοιχεία ελαφρού αντιαεροπορικού πυροβολικού (παρότι υποστηριζόταν και από το πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς). Ι. Μπήτος, σελ. 98.
[7] Μεταξύ άλλων, το Σχέδιο Vance αναφερόταν στην ανάγκη «οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας να λάβουν άμεσα μέτρα για την απομάκρυνση οποιασδήποτε απειλής στρέφεται ενάντια στη δική τους ασφάλεια και την ασφάλεια της Κύπρου και, σαν πρώτο βήμα, να αποσύρουν το ταχύτερο δυνατό όλες τις ένοπλες δυνάμεις τους πέρα από την Τουρκική και Ελληνική Δύναμη Κύπρου». Επιπλέον, «σε ανταπόκριση στην έκκληση του Γενικού Γραμματέα», θα έπρεπε «να διευρυνθεί και βελτιωθεί η εντολή της UNFICYP, με τρόπο που θα περιλαμβάνει την εποπτεία του αφοπλισμού όλων των δυνάμεων που συγκροτήθηκαν στην Κύπρο μετά το 1963». Λ. Παπαδόπουλος, σελ. 274.
[8] Η πρόνοια αυτή δεν είχε πρακτικό αντίκρισμα, αλλά περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, καθώς τα τουρκικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Κύπρο ήταν περισσότερα μεν από όσα προέβλεπε η Συνθήκη Εγγυήσεως (650 άνδρες), ήταν όμως περιορισμένα κυρίως στο στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ στο Κιόνελι, ενώ μερικές ακόμη εκατοντάδες Τούρκοι αξιωματικοί στελέχωναν τα τουρκοκυπριακά ένοπλα τμήματα στους θύλακες. Γ. Λάμπρου, σελ. 193.
[9] Ι. Μπήτος, σελ. 164.
[10] Ι. Μπήτος, σελ. 164-5.
[11] Β. Κουφουδάκης, σελ. 229.
[12] Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης θα ανάγκαζε τους στρατηγούς να μεταφέρουν μονάδες πολύτιμες για την διατήρηση του καθεστώτος στη Βόρεια Ελλάδα, και ιδίως στον Έβρο και τα νησιά, προς αποτροπή της τουρκικής απειλής. Έτσι η Αττική θα αποδυναμωνόταν από δυνάμεις, εξέλιξη που θα καθιστούσε το καθεστώς ευάλωτο και θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή του. Έχει πολλάκις αναφερθεί, ακόμη και από αξιωματούχους της διοίκησης Johnson, πως «αν υπήρχε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην Αθήνα, η επίλυση της κρίσης δεν θα ήταν καθόλου εύκολη». Γ. Λάμπρου, σελ. 197.
[13] Καθ’ όλη τη δεκαετία του ’60, τα αποβατικά σενάρια στην Κύπρο ήταν αγαπημένο θέμα για τους αξιωματικούς στη Σχολή Πολέμου της Άγκυρας. Ιδιαίτερα όμως από το 1967, οι σχεδιασμοί και οι προετοιμασίες εντατικοποιήθηκαν και αναπροσαρμόστηκαν πολλές φορές, έτσι ώστε οι τουρκικές δυνάμεις να είναι έτοιμες μέχρις ότου βρεθεί η κατάλληλη αφορμή.