Του π. Στυλιανού Θεοδωρογλάκη
Η αγιότητα συνυπάρχει με την αμαρτία. Εν προοδεύουν ταυτόχρονα. Όσο προοδεύει η μια τόσο συρρικνώνεται η άλλη.
Αν στο ίδιο πρόσωπο αυξάνει η αμαρτία είναι προφανές ότι λιγοστεύει η αγιότητα.
Η ευθύνη του χριστιανού και μάλιστα του ορθόδοξου είναι να αυξάνει και να προοδεύει στην αγιότητα γιατί με αυτόν τον τρόπο ελαφρώνει από το βάρος της αμαρτίας, του κακού και του δαιμονικού.
Η αύξηση του αγιασμού εξαρτάται από το πόσο πειστικά λειτουργούμε στο πρόσωπο μας και την ύπαρξή μας την αγάπη του Θεού
Η αγάπη του Θεού είναι σαν το εκχιονιστικό μηχάνημα που περνάει πάνω από τους χιονισμένους δρόμους και παραμερίζει με τις φτερούγες του το χιόνι στις άκρες του δρόμου και κάνει τους δρόμους προσβάσιμους.
Το ίδιο και η αγάπη του Θεού περνάει από πάνω μας και από μέσα μας και με αυτό το πέρασμά της απομακρύνει την αμαρτία, καθαρίζει την ύπαρξή μας και ζούμε στο πρόσωπό μας τον αγιασμό και τη χάρη του Θεού.
Το δύσκολο για μας είναι όχι να βρούμε την αγάπη του Θεού, αλλά να την διαχειριστούμε με απόλυτη πιστότητα σαν αυτό που είναι, η ίδια η αγάπη του Θεού, καθόσον ο Θεός αγάπη εστί.
Αν καταφέρουμε και μάθουμε αυτή την τέχνη να χρησιμοποιούμε το Θεό προς σωτηρία ημών των ιδίων και των άλλων που συμβιώνουν μαζί μας, τότε ότι και να κάνουμε δεν το αγγίζει η αμαρτία, είναι άγιο, είναι ευλογημένο γιατί η αγάπη του Θεού «πάντα στέγει, πάντα υπομένει και ουδέποτε εκπίπτει».
Ο άνθρωπος έχει αυτό το προνόμιο να τιθασεύει την αμαρτία με την αγάπη του Θεού και να μπορεί εν αγάπη να κάνει ότι θέλει χωρίς να αμαρτάνει.
Αγαπώ, σημαίνει ότι μπορώ να κάνω ότι θέλω αν η αγάπη μου λειτουργεί αυθεντικά και πεντακάθαρα όπως εκπορεύεται από το Θεό και φτάνει ως εμάς.
«Εάν αγάπη έχετε εν αλλήλοις εμοί μαθηταί εσταί», «και την αγάπη την εμοί δίδωμιν υμίν».
Ακόμα και εάν κάτι που κάνουμε μπορεί να εκτιμάται ως κακό με την αγάπη του Θεού ξεπλύνεται, καθαίρεται, λαμπρύνεται και αγιάζεται.
Αυτό συμβαίνει γιατί η αγάπη δεν είναι κάτι που το έχει ο Θεός και το δίνει, αλλά αγάπη είναι αυτό που είναι ο ίδιος ο Θεός.
Ο Θεός λοιπόν δεν μας δίνει αγάπη, δίδεται ο ίδιος σε εμάς ως «προσφέρων και προσφερόμενος».
Δηλαδή όταν λέμε ότι έχουμε αγάπη εννοούμε ότι έχουμε στο χέρι μας, στο μανίκι μας τον ίδιο το Θεό και εμείς κάνουμε αυτό που θέλει ο Θεός «γεννηθήτω το θέλημά σου».
Άρα η αμαρτία, μακριά από εμάς. Γιατί ο Θεός γεμώζει και πληρώνει τη ζωή μας και το Θεό δεν τον αγγίζει η αμαρτία, «είναι ο μόνος αναμάρτητος», και καθόσον συνέχει την ύπαρξή μας, δεν μπορούμε εμείς να μετέχουμε στο κακό και να πράττουμε αμαρτητικά γιατί μαζί με το Θεό αποκτούμε και εμείς τις δικές του ιδιότητες.
Άγιος ο Θεός, άγιοι και εμείς. Αναμάρτητος ο Θεός, αναμάρτητοι και εμείς. Αυτό δεν το λέμε αυθαίρετα, το λέει ο ίδιος ο Θεός «γίνεσθαι άγιοι ότι εγώ άγιος ειμί».
Όσο βαθύτερα προσεγγίζουμε το θείο και όσο περισσότερο αποδεχόμαστε την παρέμβαση του Θεού στη ζωή μας, τόσο περισσότερο γινόμαστε αυτό που είναι ο Θεός.
Αγάπη ο Θεός, αγάπη και ο άνθρωπος. Ίδιοι Θεοί, κατά χάρη Θεού και εμείς οι άνθρωποι.
Δεν ζητούμε από το Θεό να κάνει μια παρέμβαση στη ζωή μας ή στο πρόσωπο μας εμβαλοματική, να βάλει δηλαδή ένα μπάλωμα στο κατασκεσκισμένο από την αμαρτία ανάστημά μας, αλλά να ανακαινίσει, να δημιουργήσει ξανά το πρόσωπο και την ύπαρξή μας και να παραμείνει μόνιμα μαζί μας «μεθ’ ημών ο Θεός» είναι το νέο ζητούμενο.
Η συγκατοίκηση, η συνύπαρξη και η συμπόρευσή μας τον Θεό δεν βρίσκονται στα ανέφικτα, είναι δυνατά να γίνουν, όταν εμείς το αποφασίσουμε να αποδεκτούμε στη ζωή μας αυτή την θεϊκή παρέμβαση, αυτό το ευλογημένο λυτρωτικό κάλεσμα. Ο Χριστός λέει, θέλεις να γίνεις τέλειος; Έλα μαζί μου. είναι ψεύτικο το κάλεσμα του Χριστού; Φυσικά και όχι. Είναι αληθινό, αυθεντικό, γνήσιο, γλυκύτατο, σαγηνευτικό και ανήκει στην δική μας απόφαση να υπακούσουμε και να ακολουθήσουμε και είναι δική μας ευθύνη να οσφρανθούμε το θεϊκό άρωμα και να ακούσουμε αυτό το θεϊκό κάλεσμα.
Στόχος μας στην καρδιά και στο λόγο, στο πρόσπο και στην ύπαρξή μας είναι «το αγιασθήτω το όνομά σου».
«Των αγίων ο χορός εύρε πηγήν ζωής». Τους αφήνουμε αυτούς, με γεια τους και χαρά τους, και χαρά μας. Εμείς που βρισκόμαστε; «Και θύραν παραδείσου, εύρον καγώ».
Αυτό αποζητούμε ως στόχο και όραμα και αυτό έχουμε ως προσδοκία.
«Και με τσ’ αγγέλους έκανα και με τσ’ αρχαγγέλους και με τον άγιο αστράτηγο φιλιάν μεγάλην είχα».
Είναι ο αιώνιος πόθος του ανθρώπου να ζει μαζί με τους αγίους.
Η συμμετοχή μας στις εορτές και τα πανυγήρια των Αγίων μας φέρνουν πιο κοντά σ’ αυτούς, άλλο που δε θέλουμε. Το ίδιο συμβαίνει με την ονομαστική μας εορτή καθώς και με τη συμμετοχή μας στα μυστήρια της εκκλησίας, κυρίως στο βάπτισμα και τη θεία ευχαριστία.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν ότι ο άνθρωπος φύσει ορέγεται του οιδέναι στην ορθόδοξη παράδοσή μας ο άνθρωπος φύσει ορέγεται της αγιότητας.
Το παραπάνω τραγούδι και άλλα παρόμοια, η προσπάθειά μας να βρισκόμαστε μαζί με τους Αγίους σε κάθε περίσταση βγάζουν τα εσώψυχα υπαρκτά μας αισθήματα για τη βαθειά επιθυμία μας να φτάξουμε την αγιότητα και το αγισαμό του μόνου αγιάζοντος Χριστού.
Δεν πρόκειται για λόγο κολακευτικό, πρόκειται για ψυχικό αναστεναγμό ζωής και κοινωνίας, αισιοδοξία και ελπίδας για τον ουρανό, για τη ζωή των Αγίων, για το κονάκι του Θεού.
Είτε το λέμε, είτε δεν το λέμε, είτε το ομολογούμε είτε το αποσιωπούμε ή και εάν ακόμα το αρνούμαστε και το διαβάλλουμε ,στο βάθος το ποθούμε και διακαώς επιθυμούμε να το ζήσουμε, να το χαρούμε όχι προσωρινά αλλά αιώνια και διαχρονικά.
Το μάτι μας πέφτει προς την θύραν του παραδείσου.
Προς τα εκεί σκοπεύουμε και προς τα εκεί σημαδεύουμε το όραμά μας.
Είναι η πόρτα των αγίων, του αγιασμού και της χάρης.
Είναι το αιώνιο ζητούμενο και επιποθούμενο.