Όσο οι Βρυξέλλες «δουλεύουν» την ιδέα του κοινού ευρωπαϊκού στρατού, κάτι που γίνεται εδώ και πολύ καιρό, φαίνεται ότι η Γερμανία αποφάσισε να ξεκινήσει την προσπάθεια. Όσο πιο αθόρυβα γίνεται, όσο πιο έμπιστα γίνεται και κυρίως με την ίδια επικεφαλής. Εννοείται φυσικά εις γνώσην του ΝΑΤΟ και με την αμέριστη ενθάρρυνσή του, υπό τον όρο φυσικά να μην αμφισβητηθεί ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία παραμένει στην κορυφή της πυραμίδας στρατιωτικής κυριαρίχας.
Η απόφαση και οι κινήσεις αυτές έρχονται σε μια χρονική συγκυρία που δεν μπορεί παρά να γεννά ερωτηματικά και κυρίως ανησυχία καθώς ολοένα περισσότερο μεγάλες δυνάμεις «λύνουν τις διαφορές» τους και διευθετούν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό τους με τα όπλα και κατά κύριο λόγο δια αντιπροσώπων σε μια σειρά αιμοσταγών μετώπων που έχουν ανοίξει ανά τον κόσμο. Η δημιουργία ενός «υπερστρατού» υπό γερμανική διοίκηση εντός της Ευρώπης είναι μια προοπτική διόλου αισιόδοξη, δεδομένης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και εντός της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με δημοσίευμα του Foreign Policy, (που αναπαράχθηκε προ ημερών και από την ελληνική έκδοση της Huffington Post) η Γερμανία μαζί με την Τσεχία και τη Ρουμανία ανακοίνωσαν την ενσωμάτωση – συντονισμό των ενόπλων δυνάμεών τους. Μέσα στους επόμενους μήνες, θα ενσωματωθούν στον γερμανικό στρατό μία ταξιαρχία από την Τσεχία και μία από τη Ρουμανία. Η 81η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία θα ενταχθεί στη Μεραρχία Δυνάμεων Ταχείας Αντίδρασης της Bundeswehr, ενώ η 4η Ταξιαρχία Ταχείας Ανάπτυξης της Τσεχίας, που έχει ήδη υπηρετήσει στο Αφγανιστάν και το Κόσοβο και θεωρείται ως η αιχμή του δόρατος του τσεχικού στρατού θα ενταχθεί στη γερμανική 10η Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Με αυτόν τον τρόπο, ακολουθούν στα βήματα δύο ολλανδικών ταξιαρχιών, μία από τις οποίες έχει ήδη ενταχθεί στη Μεραρχία Δυνάμεων Ταχείας Αντίδρασης, και άλλη μία που έχει ενσωματωθεί στην 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία του γερμανικού στρατού.
Κατά τον Κάρλο Μασάλα, καθηγητή διεθνούς πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Bundeswehr, που μίλησε στο Foreign Policy, η κίνηση αυτή δείχνει την αποφασιστικότητα της Γερμανίας να προχωρήσει στην «ευρωπαϊκή στρατιωτική ενσωμάτωση – ενοποίηση» ακόμη και αν δεν είναι έτοιμες γι αυτό όλες οι ευρωπαϊκές χώρες.
Η ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού προκαλεί ακόμη διαφωνίες μεταξύ των χωρών – μελών της ΕΕ, ως προς τη δομή και το χαρακτήρα του δεδομένου ότι οι στρατοί της κάθε χώρας θα πρέπει να παραχωρήσουν δικαιώματα σε μια κεντρική διοίκηση, η οποία, προφανώς όπως και στο οικονομικό πεδίο, θα ελέγχεται, κατά κύριο λόγο από τις ισχυρότερες δυνάμεις της ΕΕ, δημιουργώντας έναν υπεραστρατό υπόλογο σε λίγους και εκτός του ελέγχου των ξεχωριστών κρατών.
Τον Μάρτιο, όπως θυμίζει το δημοσίευμα, η ΕΕ δημιούργησε ένα κοινό αρχηγείο, το οποίο όμως έχει την ευθύνη μόνο για εκπαιδευτικές αποστολές στη Σομαλία, το Μάλι και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και διαθέτει περιορισμένο προσωπικό. Έχουν σχεδιαστεί επίσης και άλλα πολυεθνικά μοντέλα, όπως το Nordic Battle Group (δύναμη ταχείας αντίδρασης 2.400 στρατιωτικών από τις χώρες της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας) και η βρετανική Joint Expeditionary Force, ένα «μίνι ΝΑΤΟ» τα μέλη της οποίας περιλαμβάνουν τις χώρες της Βαλτικής, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Ωστόσο, ελλείψει περιπτώσεων που υπαγορεύουν κινητοποίησή τους, αυτά είναι σαν να μην υπάρχουν.
Η Γερμανία, παρακάμπτοντας τις διαφωνίες, μεθοδικά προωθεί κάτι πολύ πιο βολικό για την ίδια: Όπως σημειώνει το Foreign Policy, υπό την «άχρωμη ταμπέλα» του Framework Nations Concept, εργάζεται για τη δημιουργία ενός δικτύου ευρωπαϊκών «μίνι-στρατών» υπό την ηγεσία της Bundeswehr. «Η πρωτοβουλία προέκυψε λόγω της αδυναμίας της Bundeswehr» λέει η Τζουστίνα Γκοτκόβσκα, αναλύτρια θεμάτων ασφαλείας Βόρειας Ευρώπης στο πολωνικό Κέντρο Ανατολικών Μελετών (think tank): «Οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν πως η Bundeswehr πρέπει να καλύψει κενά στις χερσαίες δυνάμεις της…για να αποκτήσει πολιτική και στρατιωτική επιρροή στο ΝΑΤΟ».
Με τη βοήθεια (και με μισθό) ξένων οπλιτών
Το δημοσίευμα της Huffington Post θυμίζει και την προ μηνών πρόταση της Γερμανίδας υπουργού Άμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να ενταχθούν στον γερμανικό στρατό επαγγελματίες οπλίτες από άλλα κράτη της ΕΕ. Όπως είχε αναφέρει σχετικά τον περασμένο Αύγουστο η Deutsche Welle (σε δημοσίευμα με τίτλο «Έλληνες οπλίτες στον γερμανικό στρατό;»), σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο του γερμανικού υπουργείου Άμυνας, την οποία ενέκρινε η κυβέρνηση Μέρκελ στα μέσα Ιουλίου, το «άνοιγμα» των ενόπλων δυνάμεων για πολίτες, άνδρες και γυναίκες, από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ «όχι μόνο θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση του προσωπικού της Bundeswehr, αλλά θα αποτελούσε και ένα ισχυρό μήνυμα ευρωπαϊκής προοπτικής».
Η βοήθεια μικρότερων εταίρων/ συμμάχων ίσως να είναι η καλύτερη ευκαιρία της Γερμανίας να αυξήσει τον όγκο των ενόπλων δυνάμεών της γρήγορα- και «μίνι στρατοί» υπό τη διοίκησή της ίσως να αποτελούν την πιο ρεαλιστική επιλογή. Mε τον τρόπο αυτό η Γερμανία μοιάζει να θέλει γρήγορα και φτηνά να αποκτήσει στρατιωτική υπεροχή και λόγο καθώς η κατάσταση του γερμανικού στρατού δεν κρίνεται και τόσο ικανοποιητική: Το 1989, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας δαπανούσε το 2,7% του ΑΕΠ στην άμυνα, ωστόσο μέχρι το 2000 το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 1,4%, όπου και παρέμεινε για χρόνια. Μεταξύ του 2013 και του 2016 το ποσοστό αυτό ήταν στο 1,2%, μακριά από το 2% που ορίζει το ΝΑΤΟ. Σε αναφορά στη Bundestag (τη γερμανική Βουλή) το 2014 οι γενικοί επιθεωρητές παρουσίασαν μια πολύ κακή εικόνα: Τα περισσότερα ελικόπτερα του πολεμικού ναυτικού δεν λειτουργούσαν, ενώ από τα 64 του στρατού μόνο τα 18 ήταν κατάλληλα για χρήση.
Επίσης, αν και η Bundeswehr του Ψυχρού Πολέμου είχε 370.000 στρατιώτες, το περασμένο καλοκαίρι είχε μόλις 176.015. Έκτοτε, αυτοί έχουν αυξηθεί στους 178.000, ενώ πέρυσι οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 4,2%- ενώ φέτος θα αυξηθούν κατά 8%.
Πάντως, οι συμμετέχοντες στο πολυεθνικού δικτύου «μίνι-στρατών», εμφανίζονται ευχαριστημένοι: η Γερμανία για τους προαναφερόμενους λόγους, Ρουμανία και Τσεχία γιατί οι ένοπλες δυνάμεις τους θα φτάσουν το επίπεδο εκπαίδευσης των γερμανικών, ενώ η Ολλανδία ανέκτησε τμήμα της τεθωρακισμένης ισχύος της (η Ολλανδία πούλησε τα τελευταία της τεθωρακισμένα το 2011, αλλά οι δυνάμεις της 43ης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας, που έχει εν μέρει τη βάση της στη γερμανική πόλη του Όλντενμπουργκ, χρησιμοποιούν γερμανικά τεθωρακισμένα- και θα μπορούσαν να το κάνουν και στο πλαίσιο κινητοποίησής τους με τον υπόλοιπο ολλανδικό στρατό).
Το τέλος της ενοχικής περιόδου
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το γερμανικό Σύνταγμα περιόρισε αυστηρά τις στρατιωτικές δραστηριότητες μόνο στον τομέα της άμυνας. Επί χρόνια η δράση της Γερμανίας εξαντλούνταν στη διπλωματία και στην οικονομική συνεισφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις των συμμάχων της. Στη γερμανική κοινή γνώμη κυριάρχησε το ενοχικό σύνδρομο. Οι πολίτες ήταν εξαιρετικά δύσπιστοι σε ό,τι είχε να κάνει με τον στρατό, ο οποίος έκανε όσο μπορούσε πιο διακριτική την παρουσία του. Οποιαδήποτε υπόνοια εμπλοκής σε επιχειρήσεις εκτός συνόρων προκαλούσε αμηχανία και νευρικότητα. Κάθε φορά που προέκυπτε τέτοιο θέμα υπήρχαν έντονες και μακρές διαφωνίες στο Κοινοβούλιο. Τα πράγματα όμως πλέον έχουν αλλάξει σημαντικά με ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών να τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του στρατού.
Σύμφωνα με μια καταγραφή από παλιότερο άρθρο στο Ποντίκι:
- Η πρώτη φορά, μεταπολεμικά, που έστειλε στρατιωτική δύναμη στο εξωτερικό, ήταν το 1992, στην Καμπότζη, με ομάδα στρατιωτικών γιατρών.
- Το 1995 η Γερμανία διχάστηκε για πρώτη φορά για το αν θα έπρεπε να εμπλακεί ή όχι στον εν εξελίξει πόλεμο στη Βοσνία. Η κοινή γνώμη ήταν στην πλειονότητά της αρνητική. Οι συζητήσεις είχαν ως κεντρικό σύνθημα «όχι άλλος πόλεμος, όχι άλλο Άουσβιτς». Τελικά η Γερμανία συνεισέφερε στο ΝΑΤΟ με στρατεύματα που προσέφεραν υλικοτεχνικές και ιατρικές υπηρεσίες, ονομάζοντας την επιχείρηση «ανθρωπιστική αποστολή».
- Το 1999 η Γερμανία έπρεπε να αποφασίσει αν θα έστελνε στρατό στο Κόσοβο, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Δικαιολόγησε πάλι την αποστολή ως «ανθρωπιστική», όμως αρκετοί Γερμανοί θεώρησαν ότι η παροχή χερσαίων στρατευμάτων και αεροσκαφών υπερέβαινε τα όρια. Ιδιαίτερο σημειολογικό ρόλο έπαιξε τότε και ο συνειρμός ότι επρόκειτο για μια περιοχή όπου δρούσε κάποτε η Βέρμαχτ.
Έκτοτε ήταν όλο και πιο δύσκολο για τη Γερμανία να αρνείται στο ΝΑΤΟ τη συμμετοχή της σε κοινές επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, οι αντιδράσεις από τους πολίτες ήταν ολοένα λιγότερες.
Το 2001 το Βερολίνο έστειλε 1.200 στρατιώτες στο Αφγανιστάν. Από το 1992 έως σήμερα η Γερμανία συμμετείχε ενεργά σε πάνω από 60 επιχειρήσεις εκτός συνόρων, συνεισφέροντας με στρατό και στρατιωτικό εξοπλισμό σε αποστολές του ΝΑΤΟ και των Ηνωμένων Εθνών σε Αφρική, Ασία και Ευρώπη.
Στις 4.12.15 η γερμανική βουλή αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία (75%) να στείλει 1.200 στρατιώτες στις δυνάμεις που μάχονται το ISIS. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη στρατιωτική γερμανική αποστολή εκτός συνόρων μέχρι σήμερα..