Του Αργύρη Αργυριάδη *
Μετά από δέκα περίπου έτη οικονομικής κρίσης και αλλεπάλληλων μνημονίων (που όχι μόνον δεν τα «έσκισαν», όπως κομπορρημονούσαν οι πολιτικοί μας ταγοί, αλλά τα έκαναν και … εικόνισμα) θα περίμενε κανείς ότι η επιχειρηματικότητα στη χώρα θα ανθούσε. Προφανώς, τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώθηκαν – στηριζόμενα όμως στην υπερφορολόγηση και στην περικοπή των δημοσίων επενδύσεων που ουδόλως δύναται να διατηρηθούν για πολύ ακόμη, καθόσον η κόπωση των φορολογουμένων είναι εμφανής – αλλά το ίδιο ουδόλως μπορούμε να ισχυριστούμε για το επιχειρείν.
Η πρόσφατη, μάλιστα, έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, «Doing Business» για το 2019 αναδεικνύει μια σημαντική παράμετρο που αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας: τη Δικαιοσύνη, όπως αυτή απονέμεται στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση η χώρα μας, για το 2019, κατατάσσεται στην 132η θέση μεταξύ 190 χωρών λαμβάνοντας υπόψη το δείκτη αποτελεσματικής επίλυσης εμπορικών διαφορών (enforcing contracts). Ειδικότερα καταγράφεται ότι απαιτούνται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες για την εκδίκαση μιας υπόθεσης από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και για την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί, έναντι 582 ημερών στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ.
Ακόμη χειρότερες είναι οι «αποδόσεις» στο χρόνο ολοκλήρωσης των πτωχευτικών διαδικασιών (resolving insolvency) όπου ο μέσος χρόνος υπερβαίνει τα 3 ½ χρόνια έναντι 1,7 ετών στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ.
Επιπρόσθετα, το ποσοστό ανάκτησης από τους εξασφαλισμένους πιστωτές μέσω αναδιοργάνωσης, εκκαθάρισης ή πλειστηριασμού ανέρχεται μόλις στο 33,2% στην Ελλάδα έναντι 70,50% στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ.
Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε πέραν από την περιγραφή του προβλήματος; Προφανώς, τα ευχολόγια και οι αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την «επιτάχυνση» της Δικαιοσύνης δεν αρκούν καθόσον το σύστημα στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια.
Πρώτα πρώτα τα Δικαστήρια δεν αποτελούν πανάκεια, ιδίως στον τομέα των εμπορικών διαφορών. Άλλωστε, η ζώσα καθημερινότητα έχει αποδείξει ότι πολλές διαφορές – ιδίως οι ενδοεταιρικές διενέξεις – λύνονται στο πλαίσιο εξωδικαστικών διαπραγματεύσεων και όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων. Μάλιστα, όσο πιο γρήγορα επέλθει συμβιβασμός των αντιτιθέμενων απόψεων τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να διασωθεί μια επιχείρηση. Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες – εδώ και μερικά χρόνια και στη χώρα μας – παρέχεται η δυνατότητα να επιλυθούν διαφορές μέσω της διαμεσολάβησης.
Η τελευταία θα έπρεπε να αποτελεί υποχρεωτικό προστάδιο σε συγκεκριμένες διενέξεις (πχ ενδοεταιρικές διαφορές, αμφισβήτηση τραπεζικών χρεώσεων, αθέμιτες ανταγωνιστικές πρακτικές κλπ) με εξαίρεση τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Ήδη με το Ν. 4512/2018 προβλέπεται ότι οι διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων, όπως επίσης και οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις υπάγονται υποχρεωτικά σε διαμεσολάβηση πριν προσφύγουν οι ενδιαφερόμενοι στα δικαστήρια.
Ωστόσο, η εφαρμογή του ανωτέρω νόμου έχει ανασταλεί μέχρι τις 16.9.2019 μετά την απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις που αφορούν πρωτίστως τα «κόστη» της διαδικασίας (μολονότι ο ίδιος ο Άρειος Πάγος έχει κατ’ επανάληψη κρίνει συνταγματικά τα υψηλά παράβολα που καλούνται να πληρώσουν οι πολίτες για να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη).
Συνεπώς, η ίδια η ηγεσία της οργανωμένης δικαιοσύνης φαίνεται να προτιμά τη διατήρηση του υφιστάμενου status quo. Δηλαδή να γεμίζουν τα πινάκια των δικαστηρίων με υποθέσεις που θα μπορούσαν να φθάσουν ενώπιόν της μόνον εάν είχαν «ωριμάσει» και κάθε προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης είχε αποτύχει…
Δεύτερον ιδίως για τις εμπορικές υποθέσεις πρέπει άμεσα να συσταθούν ειδικά εμπορικά τμήματα (νέα «εμποροδικεία») σε όλα τα μεγάλα πρωτοδικεία της χώρας και στις περιοχές που εμφανίζουν εξωστρέφεια λόγω του τουρισμού (δηλαδή σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Λάρισα, Πάτρα, Ηράκλειο, Ρόδο και Χανιά). Στην ουσία με αυτόν τον τρόπο το 95% περίπου των υποθέσεων της χώρας που έχουν επιχειρηματικό αντικείμενο θα δικάζονταν κατά προτεραιότητα από συγκεκριμένους δικαστές.
Τους τελευταίους, μάλιστα, η πολιτεία οφείλει να τους μετεκπαιδεύει δίνοντάς τους κίνητρα τόσο για μεταπτυχιακές σπουδές όσο και επιβάλλοντας την παρακολούθηση προγραμμάτων συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης στη Σχολή Δικαστών. Το εμπορικό δίκαιο είναι ο πιο ζωντανός κλάδος του Δικαίου – καθόσον καλείται να καταγράψει και ρυθμίσει τις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις – και δεν είναι δυνατόν να αρκούμαστε στη φιλομάθεια και στον «ευπατριδισμό» των δικαστών που επιδιώκουν να φανούν αντάξιοι της αποστολής τους (που ευτυχώς είναι αρκετοί).
Τρίτον ειδικά για τον τομέα των πτωχευτικών διαδικασιών απαιτείται πλήρης συμμόρφωση με τα ευρωπαϊκά κελεύσματα και συστάσεις. Η διαδικασία στην Ελλάδα είναι “δικαστικοκεντρική” (είτε αναφερόμαστε στο πτωχευτικό δικαστήριο είτε στον εισηγητή πτωχεύσεων).
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (ακόμη και σε εκείνες του πρώην ανατολικού μπλοκ) η διαδικασία κινείται περισσότερο από οργανωμένες εταιρίες και κοινοπρακτικά σχήματα (συμμετέχουν δικηγόροι, λογιστές, ορκωτοί ελεγκτές, μεσίτες, σύμβουλοι επιχειρήσεων κλπ) που θεωρούνται «ειδικοί» στην αντιμετώπιση ζητημάτων αφερεγγυότητας (insolvency practitioners).
Ελέγχονται από συγκεκριμένους φορείς (είτε το πτωχευτικό δικαστήριο είτε από Εθνικές αρχές) αλλά η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει σε αυτούς και την ομάδα των πιστωτών. Στόχος μιας πτωχευτικής διαδικασίας δεν μπορεί να είναι μόνον ο πλειστηριασμός και η διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά η διάσωση της επιχειρηματικής οντότητας (όχι των μετόχων/εταίρων) ή τμημάτων αυτής, μέσω της πτωχευτικής εκκαθάρισης.
Έτσι διασφαλίζεται μεγαλύτερο πτωχευτικό μέρισμα για τους πιστωτές, διασώζονται θέσεις εργασίας και η διαδικασία διατηρεί αναπτυξιακό προσανατολισμό. Ειδάλλως δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από την αναγκαστική εκποίηση του αστικού δικαίου (ΚΠολΔ).
Ο τρόπος που είναι σήμερα οργανωμένη η Δικαιοσύνη σε ζητήματα επιχειρηματικότητας οδηγεί σε αδιέξοδα. Η 132η θέση μεταξύ 190 χωρών, ύστερα μάλιστα από μια οκταετία «μεταρρυθμίσεων» δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν.
Ούτε σε εμάς ούτε στους «μεσσίες – δανειστές» …