Ιδιαίτερη αίσθηση και πλήθος ερωτηματικών έχουν προκαλέσει οι ειδήσεις των τελευταίων ωρών, που αφορούν ελέγχους των αρχών σε πρόσωπα της τρέχουσας επικαιρότητας.
Η περίπτωση του Κώστα Ανεστίδη
Αρχικά, διέρρευσε η πληροφορία πως ο «γαλάζιος» αγροτοσυνδικαλιστής, Κώστας Ανεστίδης, ελέγχεται από την Οικονομική Αστυνομία (το λεγόμενο «ελληνικό FBI») για επιδοτήσεις ύψους 122.765,04 ευρώ που έλαβε στο παρελθόν. Το γεγονός ότι ο έλεγχος αυτός δεν είχε γνωστοποιηθεί τόσο καιρό και «διαρρέει» ξαφνικά τώρα, που τα αγροτικά μπλόκα έχουν φουντώσει, γεννά ερωτήματα για τη χρονική συγκυρία.
Αγροτοσυνδικαλιστές που ερευνούν το θέμα, συνδέουν τη διαρροή με το γεγονός ότι το Μαξίμου είχε προσεγγίσει τον κ. Ανεστίδη για να μεσολαβήσει ώστε να «σπάσει» το μπλόκο στα Μάλγαρα, προσπάθεια που τελικά απέβη άκαρπη.
Ο ίδιος ο 72χρονος ορυζοπαραγωγός δηλώνει αθώος, αρνείται τις κατηγορίες και δεσμεύεται να προσκομίσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αποδεικνύουν τη νομιμότητα της δραστηριότητάς του.
Ο έλεγχος στην Μαρία Καρυστιανού
Την ίδια ημέρα, έγινε γνωστό ότι η ΑΑΔΕ ξεκίνησε οικονομικό έλεγχο στον Σύλλογο Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών. Η Μαρία Καρυστιανού, με ανάρτησή της, ξεκαθάρισε πως «όλα είναι καθαρά και διάφανα», ωστόσο κατήγγειλε τη σκοπιμότητα της κίνησης. Τόνισε πως η ΑΑΔΕ επέλεξε να προτεραιοποιήσει τον έλεγχο στον Σύλλογο —λίγο μετά την εκδήλωση πρόθεσης δημιουργίας κόμματος— την ώρα που φάκελοι με απώλειες δισεκατομμυρίων για το Δημόσιο παραμένουν «θαμμένοι» στα συρτάρια.
Για να καταλήξει θέτωντας το ερώτημα:
«Πόσοι έλεγχοι χωρίς ευρήματα κατέληξαν σε ανυπόστατα, τεράστια πρόστιμα σε βάρος όσων τόλμησαν να ορθώσουν τη φωνή τους κατά του συστήματος;».
Το πολιτικό ερώτημα
Η σύμπτωση των δύο αυτών γεγονότων αναζωπυρώνει τη συζήτηση για την ανεξαρτησία των Αρχών στη χώρα. Το κοινό στοιχείο των δύο υποθέσεων –η ενεργοποίηση ελεγκτικών μηχανισμών απέναντι σε ομάδες ή πρόσωπα που εκείνη τη στιγμή ασκούν πίεση στην κεντρική εξουσία– γεννά εύλογα ερωτήματα στην κοινή γνώμη.
Πολιτικοί παρατηρητές θέτουν πλέον ανοιχτά το ζήτημα εάν η κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα χρησιμοποιούν τις κρατικές υπηρεσίες και τις Ανεξάρτητες Αρχές όχι ως θεματοφύλακες της νομιμότητας, αλλά ως μοχλούς πίεσης για την εξυπηρέτηση τρεχουσών πολιτικών αναγκών και την κάμψη των αντιδράσεων.



