Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Το 1997 εξέδωσα το βιβλίο μου «Παραβολικά ποιήματα». Τα πιο πολλα θέματα για να γράψω τα υπερεκατό ποιήματά μου, τα πήρα από την κοινωνία. Έχω όμως και από μύθους του Αισώπου και από διάφορα περιστατικά.
Εδώ θα αναφέρω δύο από τα τραγουδάκια μου αυτά και θα εξηγήσω από ποια ερεθίσματα τα εμπνεύσθηκα.
Α) Το 1949 υπηρετούσα στην Καστοριά. Ο φίλος μου Γ. Ορφανίδης μου είπε ότι, όταν συναντήθηκε στο δρόμο με πεντάμορφο κοριτσόπουλο εκφράζοντας το θαυμασμό του στην ομορφιά που έβλεπε, της είπε: «Γλύκισμα είσαι κοπέλα μου. ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;» Μα αυτή του είπε: «Ο πατέρας μου είναι σαμαράς». Έμμεσα του είπε ότι του ταιριάζει σαμάρι.
Β) Εκεί που είναι τώρα το Πάρκο Ειρήνης και Φιλίας, ήτανε στρατόπεδο. Η πύλη του ήτανε από την γωνία του, απέναντι από το ρολόι. Όταν υπηρετούσε εκεί ως λοχίας ένας συγγενής μου, μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό. (Ήτανε αμέσως μετά την απελευθέρωση)
Δύο – τρία φανταράκια εκαταστρώσανε ένα σχέδιο, μα περιμένανε να το εφαρμόσουνε άμα θα βλέπανε πως θα περάσει κανένα ωραίο κοριτσάκι. Εδέσανε σε ένα ψαλιδάκι μια κλωστίτσα άσπρη και όταν είδανε από κάποια απόσταση ότι θα περνούσε ένα ωραίο κοριτσάκι, επροσποιήθηκε ότι θα περνούσε απέναντι ένα φανταράκι και έριξε το ψαλιδάκι εκεί που υπολόγιζε ότι θα περάσει η κοπελάρα. Τότε ελάχιστη κίνηση υπήρχε από αυτοκίνητα και οι πεζοί δεν προτιμούσανε τα πεζοδρόμια.
Όταν το κοριτσάκι είδα στο δρόμο το ψαλιδάκι και έσκυψε για να το πιάσει, το φανταράκι ετράβηξε την κλωστή. Εγέλασε το κοριτσάκι, εγέλασαν και τα φανταράκια. Ήτανε ένα νόστιμο και έξυπνο αστείο ανάμεσα σε ετερόφυλα άγνωστα νέα παιδιά.
Αυτά τα μικρά περιστατικά είχανε μείνει για μισό αιώνα παραπεταμένα στη μνήμη μου μα τελικά τα έκανα ποιήματα.
Ο μπαμπάς ήταν σαμαράς
Μια κοπέλα μαυρομάτα
λουδουδάκι τρυφερό
συναντήθηκε στη στράτα
με λεβέντη νεαρό
Και της λέει «δεν αμφιβάλλω,
(λίγο φλερτ, λίγο αστείο)
ο μπαμπάς σου δίχως άλλο
έχει ζαχαροπλαστείο!
Τόσα κάλλη που ο Πλάστης
έδωσε στα μάγουλά σου!
Σίγουρα ζαχαροπλάστης
πρέπει να ‘ναι ο μπαμπάς σου
Η κοπέλα κοκκινίζει
έξυπνη ήταν και σεμνούλα
και στον νεαρό γυρίζει
και του λέει σε μια στιγμούλα
«Ο μπαμπάς μου παλικάρι
είναι εμένα σαμαράς
κι αν χρειάζεσαι σαμάρι
έχει το μετά χαράς»
Το ψαλιδάκι ως δόλωμα
Το ωραίο κοριτσάκι το περίμεναν στην πύλη
ένα νέο φανταράκι κι άλλοι δυό δικοί του φίλοι
Είδανε το κοριτσάκι όταν ήτανε μακρυά
ρίξανε ένα ψαλιδάκι πιο μπροστά απ’ τη σκοπιά
εις το δρόμο της κοπέλας ρίξανε το ψαλιδάκι
τρόπος για να πούνε «έλα» στ’ όμορφο κοπελιδάκι
Έδεσαν στο ψαλιδάκι μια πολύ λεπτή κλωστούλα
η παγιδα ήταν στημένη, μόνο για την ομορφούλα
Είδε το το ψαλιδάκι κι όταν σκύβει να το πάρει
ετραβήξαν την κλωστούλα προς την πύλη οι φαντάροι
Δεν το πιάσαν το λαυράκι, δεν εσήμωσε το ψάρι
γέλασε το κοριτσάκι, γέλασαν και οι φαντάροι
Και ένα ανέκδοτο τραγουδάκι μου
Το γρεδάκι που αγαπούσε τα φρούτα
Μια γιαγιάκα ζαρωμένη ογδοήντα δυό χρονώ
είχε πάντα στην καρδιά της ένα πόθο ζωντανό
Δεν κατάφερε να άρει, έναν άντρα στον καιρό της
μα να βρει το παληκάρι είναι πάντα τ’ όνειρό της
Μια φορά την ερωτήσαν να τους πει αυτή τι θέλει
τι αυτή θα προτιμούσε, άντρα θα ‘θελε ή μέλι
Την απάντηση την πήραν, σταθερά με δύο λόγια
δεν μπορεί να φάει μέλι, γιατί αυτή δεν έχει δόντια
Δεν μπορεί να φάει μέλι η γιαγιάκα η φαφούτα
ε, λοιπόν τον άντρα θέλει γιατί αγαπά τα φρούτα