Το ύψος της μηνιαίας καταβολής ενοικίου για την πρώτη κατοικία “ροκανίζει” αρκετά το μηνιαίο εισόδημα των πολιτών, οι οποίοι δαπανούν πλέον ενίοτε και πάνω από το 50% των μηνιαίων εσόδων τους για την εξασφάλιση στέγης. Η Κρήτη συγκαταλέγεται στις ακριβότερες περιοχές πανελλαδικά, καθώς πολλοί ιδιοκτήτες επιλέγουν τη βραχυχρόνια μίσθωση λόγω της αθρόας προσέλευσης τουριστών στο νησί.
Από το 2018 μέχρι και το 2023 παρουσιάζεται συσσωρευτικά μία αύξηση στα ενοίκια των κατοικιών, που ξεπερνά το 50%. Ειδικότερα, το 2018 παρατηρείται άνοδος των τιμών σε σχέση με το 2017 κατά 8,4%. Το 2019 η ανοδική πορεία συνεχίζεται, με το ποσοστό να φτάνει στο 10%. Την περίοδο της πανδημίας, δηλαδή από το 2020 μέχρι και το 2022, δε σημειώθηκε καμία μείωση. Απεναντίας, το 2020 οι αυξήσεις αγγίζουν το 6,7%, το 2021 το 7% και το 2022 το 10%.
Στη μετά-COVID εποχή, το “ράλι” των ανατιμήσεων συνεχίζεται. Έτσι, το 2023 καταγράφεται νέα άνοδος της τάξεως του 10%. Τέλος, στα ίδια επίπεδα θα κινηθούν οι αυξήσεις και το 2024, όπως επιβεβαιώνει ο πρόεδρος των ιδιοκτητών ακινήτων νομού Ηρακλείου Κώστας Αράπογλου.
Η Κρήτη βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα των ελληνικών περιφερειών με τα ακριβότερα ενοίκια. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην επιλογή αρκετών ιδιοκτητών του νησιού να επενδύσουν στη βραχυχρόνια μίσθωση.
Όπως υποστηρίζει ο κ. Αράπογλου, «η βραχυχρόνια μίσθωση έχει επηρεάσει αρνητικά τις αυξήσεις σε επίπεδο Κρήτης».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο αντιπεριφερειάρχης Κρήτης για θέματα κοινωνικής πολιτικής και αλληλεγγύης Στέλιος Βοργιάς, ο οποίος δήλωσε ότι «στην Κρήτη οι τιμές των ενοικίων ποικίλλουν. Ο τουρισμός είναι ένας σημαντικός παράγοντας που οδηγεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης, όπως στο Ρέθυμνο, που συγκεντρώνει ένα μεγάλο μέρος τουριστών που επισκέπτονται κάθε χρόνο το νησί, παρατηρείται το φαινόμενο οι ιδιοκτήτες να νοικιάζουν τα σπίτια τους σε φοιτητές για τη χειμερινή περίοδο και το καλοκαίρι να τα μετατρέπουν σε τουριστικά καταλύματα».
Ενδεικτικά, παρουσιάζουμε ορισμένες τιμές για το πού βρίσκονται σήμερα τα ενοίκια στην Κρήτη: Για μία γκαρσονιέρα οι τιμές κινούνται μεταξύ 250 και 550 ευρώ τον μήνα, για ένα δυάρι από 400-600 ευρώ τον μήνα, για ένα τριάρι από 600-900 ευρώ και για ένα τεσσάρι από 700-1.000 ευρώ τον μήνα.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα υψηλά ενοίκια με μια σειρά μέτρων. Μέτρα αυτής της φιλοσοφίας είναι η φορολόγηση των εισοδημάτων που προέρχονται από τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων και προγράμματα που προσπαθούν να δώσουν λύση στο στεγαστικό πρόβλημα, όπως το πρόγραμμα “Σπίτι μου”.
Ο κ. Αράπογλου πιστεύει ότι όλα αυτά τα μέτρα κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και θα βοηθήσουν προκειμένου να συγκρατηθούν οι τιμές των ενοικίων και οι ιδιοκτήτες να στραφούν ξανά προς τη μακροχρόνια μίσθωση.
Κι άλλες παρεμβάσεις
Εντούτοις, χρειάζονται και άλλες κυβερνητικές παρεμβάσεις, γι’ αυτό προτείνει ορισμένες λύσεις για τη δυναμική καταπολέμηση του φαινομένου. Τέτοιες είναι η μείωση της φορολογίας των εισοδημάτων που προέρχονται από τη μίσθωση ακινήτων και η μείωση στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων.
«Τα μέτρα που έχει πάρει μέχρι τώρα η κυβέρνηση βοηθούν στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος και στη μείωση των τιμών. Συγκεκριμένα, από το πρόγραμμα “Σπίτι μου” ευνοήθηκαν τριακόσιες οικογένειες από την Κρήτη. Όμως χρειάζονται κι άλλες παρεμβάσεις. Μία λύση είναι η μείωση στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Τα υψηλά επιτόκια είναι αρνητικός παράγοντας και δεν επιτρέπουν στις οικογένειες να χτίσουν. Μία άλλη λύση είναι η μείωση στη φορολογία των εισοδημάτων που προέρχονται από τη μίσθωση ακινήτων. Σήμερα, η κυβέρνηση φορολογεί τα εισοδήματα έως 12.000 ευρώ κατά 15%, από 12.000-35.000 κατά 35% και από 35.000 ευρώ και άνω κατά 45%».
Ο κ. Βοργιάς, από τη δική του πλευρά, χαρακτηρίζει τα μέτρα της κυβέρνησης ανεπαρκή και προτείνει να ακολουθηθεί το παράδειγμα άλλων μεσογειακών χωρών, όπως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που έχουν λάβει πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος.
«Τα μέτρα της κυβέρνησης είναι εντελώς ανεπαρκή. Σε άλλες μεσογειακές χώρες το φαινόμενο έχει αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά. Λαμπρά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας», σημείωσε.
Απαιτούνται δυναμικές ενέργειες
Πάντως, όλοι όσοι ασχολούνται με το ζήτημα συμφωνούν ότι απαιτούνται δυναμικές ενέργειες και πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση, καθώς τα υψηλά ενοίκια έχουν αναδειχθεί σε μείζον πρόβλημα για τους πολίτες, οι οποίοι πλέον αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις βασικές τους ανάγκες. Το κόστος για την καταβολή ενοικίου ανέρχεται πλέον στο 50% του μηνιαίου εισοδήματος, με τους πολίτες να εκφράζουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για τα φαινόμενα αισχροκέρδειας που παρατηρούνται σε μία μερίδα των ιδιοκτητών.
Οι αυξήσεις στους μισθούς είναι αρκετές μικρές για να δώσουν “ανάσα” στους Έλληνες, οι οποίοι δεν έχουν μόνο να σκεφτούν το ενοίκιο του σπιτιού τους, αλλά και τις εξωφρενικές τιμές στα βασικά προϊόντα διαβίωσης, που κάθε βδομάδα μεταβάλλονται, ακολουθώντας ανοδική πορεία. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξαγγελίες της κυβέρνησης, οι μισθοί σε βάθος τετραετίας θα κινηθούν: Ο μέσος μισθός θα ξεπεράσει το 25% μέσα στην τετραετία 2023-2027 (στα 1.500 από 1.170 ευρώ) και ο κατώτατος μισθός θα φτάσει στα 950 ευρώ εντός της τετραετίας. Ωστόσο όσον αφορά στον μέσο μισθό, αυτός δεν εξαρτάται από τις κυβερνητικές εξαγγελίες, αφού η αγορά εργασίας είναι “ελεύθερη” να διαμορφώνει το ύψος των μισθών όπως επιθυμούν οι επιχειρηματίες.
Αλλά ακόμη κι αν συμβούν αυτά, είναι “σταγόνα στον ωκεανό”, με τους συνδικαλιστές να υποστηρίζουν ότι εισοδήματα των πολιτών είναι δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τις απαιτήσεις των καιρών. Ο Στέλιος Βοργιάς κάνει λόγο για μισθούς πεινάς, με τη μέση οικογένεια να ασφυκτιά.
«Η μέση οικογένεια πιέζεται αρκετά. Οι μισθοί πείνας δεν μπορούν να δώσουν λύση στις συνεχόμενες αυξήσεις των τιμών», τόνισε.
Η ελληνική κοινωνία περιμένει τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης, με την ελπίδα να είναι περισσότερο στοχευμένες και να φέρουν μεγαλύτερη ανακούφιση στην πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων, που δοκιμάζονται σκληρά.