«Δυο αστέρια ακόμα ταξιδεύουνε απάνω από βουνό και πέλαο για να σμίξουνε σε λίγο, σ’ ένα μόνο Αστέρι αιώνιο, Μυστικό!»
Γράφει η Ροδάνθη Κουμή
Η Άννα Σικελιανού (Αθήνα 1904 – 26 Μαΐου 2006) ήταν η δεύτερη σύζυγος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Η Άννα Καμπανάρη, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, παντρεύτηκε τον Άγγελο Σικελιανό στις 17 Ιουνίου του 1940. Ο πρώτος της γάμος ήταν με το γιατρό Γιώργο Καραμάνη, ιδρυτή του πρώτου σανατόριου στην Ελλάδα. Το 1938 γνώρισε το Σικελιανό και έπειτα από ανταλλαγή ερωτικών επιστολών, παντρεύτηκαν. Ένας έρωτας που άφησε ιστορία.Ένας έρωτας που μόνο εύκολος δεν ήταν.
Σε αυτό το άρθρο μου δεν θα γράψω για τον Σικελιανό, καθώς ο Σικελιανός είναι ένας ποιητής που πέρασε στην ιστορία και λίγο πολύ σε όλους (που τον έχουν διαβάσει)έχει αφήσει το στίγμα του.
Σε αυτό το άρθρο θα μιλήσω για την Άννα…
Την Άννα του Αγγέλου.
Την Άννα που ερωτεύτηκε στα πενηντατρία του χρόνια και έμελε να ζήση μαζί της δεκατρία χρόνια, ίσαμε το θάνατο του.
Ας τα πάρουμε από την αρχή:
Το 1938 το ζεύγος Καραμάνη γνωρίζει τον Άγγελο Σικελιανό.
Η Άννα θα πει για αυτήν την γνωριμία: «Το ύφος της γλώσσας του με διαπέρασε και συνεννοήθηκα μαζί του τόσο φυσικά, όπως το παιδί που έμαθε να κολυμπά και για χρόνια στερήθηκε τη θάλασσα, μα μόλις άκουσε τη βουή του πελάγου ξαναρίχτηκε στο γνώριμό του στοιχείο».
Ο Σικελιανός γνωρίζει την δυσκολία που θα αντιμετωπίσει μαζί της. Είναι παντρεμένη και αφοσιωμένη σε αυτό που κάνει μαζί με το σύζυγο στο σανατόριο. Όμως ο έρωτας του Σικελιανού για εκείνην θα την ξενυχτήσει νύκτες. Θα την σκοτώνει τις ημέρες. Είναι δύσκολες εποχές εκείνες για τις γυναίκες που θέλουν να τολμήσουν να ζήσουν το μεγάλο έρωτα, πόσο μάλλον για τις παντρεμένες γυναίκες.
Ο Σικελιανός επιμένει.
Η Άννα εξομολογείται: «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο, 10 Απριλίου 1938, ημέρα Κυριακή. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι. Στα γράμματά μου μόνο θ’ αρχίσει να μεταχειρίζεται τον ενικό. Θέλει να βρει ένα σπιτάκι στο Πήλιο κοντά στο δικό μου, όπου κατοικούσα παντρεμένη εδώ και κάμποσα χρόνια. Την Τρίτη φεύγει για την Αθήνα. Τον συνόδεψα ως το τρένο και τότε εγώ τον φίλησα για πρώτη φορά. Όταν γύρισα στο σπίτι μου, αναρωτήθηκα πότε είχα γνωριστεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δέκα μέρες πριν, δέκα χρόνια, δέκα αιώνες; Όσο και να γύριζα πίσω, δεν έβρισκα το στίγμα αυτής της αντάμωσης. Τότε ο χωρισμός αλάφιασε την ψυχή μου. Η ομορφιά της παρουσίας του, το τρυφερό και έντονο κοίταγμά του, το γλυκό και αυστηρό ήθος και ύφος και στις παραμικρές κινήσεις δεν πρέπει ουδέ στιγμή ν’ απολείπουν απ’ τα μάτια μου».
Ο Άγγελος της γράφει από την Αθήνα καθημερινά στο Πήλιο όπου βρίσκεται εκείνη..
Παραβλέπει το γεγονός ότι είναι παντρεμένη.
Η Άννα θυμάται:
«Η αλληλογραφία άρχισε στις 14.4.1938, μετά το πρώτο μας ταξίδι στο Βόλο και συνεχίστηκε ως τον Ιούνιο, που ήρθε κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα σπιτάκι κάτω από τη δημοσιά όπου βρισκότανε το Πρεβαντόριό μου, που είχα κτίσει δυο χρόνια πριν, συνεπαρμένη απ’ την αγάπη μου για παιδιά, και όπου κατοικούσα μόνιμα.
Τον Ιούνιο (του 1938) άρχισε μια καινούρια σειρά από τρυφερά σημειώματα κι ερωτικά γράμματα, κι ας βλεπόμαστε κάθε νύχτα ως τις πέντε το πρωί…
Τα γράμματα από τις 6 ως τις 10 Αυγούστου του 1938 είναι από την Αθήνα, όπου πήγε για λίγες μέρες. Αυτά τα γράμματα είναι σαν Χαιρετισμοί και μόνο σ’ ένα απ’ αυτά ξεστομίζει για το παιδί που θέλει από μένα… Από δω κι εμπρός θα είναι η καθημερινή προσευχή του μαζί με την αγωνία του για το μεγάλο μας δρόμο και προορισμό, πότε θα νικηθούν τα εμπόδια που μας τριγυρνάνε και πώς θα πραγματοποιηθεί το δικό μου ξερίζωμα από την πρωτύτερη ζωή μου. Ο θάνατος του πατέρα μου σ’ αυτό το καλοκαίρι, μια αρρώστια που μ’ έφερε στο χείλος του τάφου κι η σωματική αδυναμία μου που ακολούθησε, όλα φοβίζουνε τον Άγγελο για το μεγάλο μας ξεκίνημα»
Το μεγάλο ξεκίνημα της Άννας, θα είναι η απόφαση που θα πάρει.
Να μείνει με τον σύζυγο της και ένα σίγουρο μέλλον ή να ακολουθήσει τον ποιητή Σικελιανό;
Θα φύγει ,θα πάει να τον βρει στην Αθήνα όμως θα ξαναγυρίσει πίσω στο Πήλιο δίπλα στον άντρα της .Οι ενοχές και οι προτροπές από φίλες, καθώς η ίδια θυμάται τον εαυτό της ευάλωτο εκείνη την εποχή ,θα τη κάνουν να πισωγυρίσει στην απόφαση της.
Ο ποιητής της γράφει, καθημερινά, την στηρίζει, όμως νιώθει ότι την χάνει και χάνεται και ο ίδιος. Τα γράμματα του είναι σπαρακτικά:
«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ” αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας».
Η καρδιά της Άννας είναι ήδη δοσμένη στον Άγγελο της. Η καρδιά της ανήκει σε εκείνον και το ξέρει.
Δεν μπορεί να ζήσει μακριά του. Πονάει, υποφέρει, νιώθει διαλυμένη και παίρνει την απόφαση να αφήσει οριστικά τον άντρα της.
Τίποτε δεν ήταν εύκολο
Τίποτε δεν ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα. Άφηνε μια σίγουρη ζωή ,για ένα άγνωστο κόσμο πάθους και έρωτα με τον ποιητή.
Από εκείνη μαθαίνουμε:
«Έφτασα στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου του 1939 με το τρένο πάλι. Ο Άγγελος με περιμένει και μόλις με βλέπει σκύβει και μου φιλεί τα γόνατα και με κρατάει, τρέμοντας για κάθε μου βήμα, για κάθε μου κίνηση. Για λίγες μέρες θα μείνομε στην Αθήνα, στο σπίτι της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου 23, όπου μου έχει ετοιμάσει ένα ωραίο δωμάτιο με πολλά λουλούδια κι ένα παλιό εικονισματάκι της Παναγιάς με το Χριστό…
Θα φύγομε να ζήσομε στο σπιτάκι της Σαλαμίνας που είχε νοικιάσει… Είναι ένα γλυκύτατο ερημικό σπιτάκι πάνω στη θάλασσα, κτισμένο από ’να καλόγερο, ένα ισόγειο δωμάτιο μ’ ένα κουζινάκι κι ένα άλλο από πάνω, με μια χαριτωμένη σκάλα, κι ένα λιακωτό που το μεταχειριζόμαστε για μπάνιο.
Μόνη μας συντροφιά το τζάκι ως τη βαθιά νύχτα, η θάλασσα, ο αέρας. Στο σπιτάκι της Σαλαμίνας πήρα ανάσα… Ο Άγγελος, ένας άγγελος, φωλιάζει το χέρι του μες στο δικό μου και περνάει μαζί μου τη Στενή Πύλη με υπομονή και τρυφεράδα. Στο σούρουπο ξεμυτίζομε για λίγα βήματα μες στο δάσος ή περιμένομε ν’ ανηφορίσει το φεγγάρι για να τ’ απαντήσομε με το βαρκάκι καταμεσής της θάλασσας»
Η Άννα θα ακολουθήσει τον Άγγελο και θα ζήσει μαζί του δεκατρία χρόνια ίσαμε τον θάνατο του. Ο Σικελιανός προδίδεται από την καρδιά του το 1951.
Η Άννα θα συνεχίσει φτωχά την ζωή της. Μοναδικό της όπλο για να ζήσει εκείνα τα χρόνια θα είναι ο αργαλειός που της έμαθε η πρώτη γυναικά του Σικελιανού, Εύα Πάλμερ.
Συντροφιά με τα ποιήματα του Αγγέλου και τον αργαλειό της θα φύγει για την γειτονιά των αθανάτων το 2006.
Αυτή ήταν μια παντρεμένη γυναίκα που τόλμησε παρά τις αντίξοες συνθήκες της εποχής εκείνης, να ζήσει το μεγάλο έρωτα.
Θα γράψει στην αυτοβιογραφία της:
«Η ζωή, που μου χάρισε έναν Άγγελο, μου ζήτησε απαράδεκτη πληρωμή όταν έπρεπε να καταθέσω πως ο Γιώργος μού φερνότανε άπρεπα. Πίστευα πως δεν θα μιλούσα ποτέ γι’ αυτόν παρά για την καλοσύνη του, την ευγένειά του, την τιμιότητά του, τις γλυκές φροντίδες του και για το φαρμάκι που άθελά μας τον ποτίσαμε. Αλλά όχι, ένας γάμος δεν λύεται με παινάδια, πρέπει να μπεις στο ψέμα, στις δικολαβίες, για να πάρεις το συχωροχάρτι, κι ο Έρωτας κι ο Πόνος μπλέχτηκαν τότε σε μια ρίζα αξεχώριστη».