Του Πάνου Παπαδόπουλου
Με την Κούβα του Κάστρο συνηθίζουμε να διαπράττουμε ένα θεμελιώδες σφάλμα. Τη συγκρίνουμε με τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, εντελώς έξω από το γεωγραφικό και ιστορικό της πλαίσιο. Δεν τη συγκρίνουμε ούτε με το Μεξικό, ούτε με την Ονδούρα, ούτε φυσικά με την Κολομβία…
Ηταν πια νύχτα όταν μετά από 12 ώρες σε αεροπλάνο της Air France έφθασα στο αεροδρόμιο της Αβάνας. Ηταν Φεβρουάριος του 2008, αλλά έκανε ζέστη. Λογικό. Ημουν στους τροπικούς. Ο ιμάντας για την παραλαβή των αποσκευών άρχισε να γρυλίζει ενθουσιασμένος. Υστερα από 45 λεπτά δεν είχε βγει ούτε μία βαλίτσα. Στην ώρα, πίστευες πια ότι θα έβγαζες το ταξίδι στην Κούβα με όσα φορούσες. Το μυστήριο λύθηκε έπειτα από μια βόλτα στο γεμάτο μυρωδιές πούρου και ιδρώτα terminal: Οι εκατοντάδες βαλίτσες της πτήσης είχαν στοιβαχτεί σε μια γωνιά, είχαν σχηματίσει έναν μικρό λόφο που τον κοιτούσαν τρεις υπάλληλοι. Δεν ερευνούσαν το περιεχόμενό τους, απλώς τις κοιτούσαν. Στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο η γραφειοκρατία για κάθε λύση είχε έτοιμο και ένα πρόβλημα και το καταλάβαινες με τη μία. Ο ιμάντας άλλωστε συνέχιζε να γρυλίζει ενθουσιασμένος. Και άδειος.
Στην Αβάνα έφτανες προκατειλημμένος. Αν είχες μεγαλώσει σε αριστερό περιβάλλον ονειρευόσουν έναν σοσιαλιστικό παράδεισο, να τη φέρεις στους αμερικανούς ιμπεριαλιστές, συμμετέχοντας στην μπολιβαριανή επανάσταση με το τουριστικό σου συνάλλαγμα. Αλλά προηγουμένως ήξερες, σε είχαν ενημερώσει ότι υπάρχει κίνδυνος για εκτεταμένες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω σοβαρών ελλείψεων στο πετρέλαιο και φυσικά ανεξέλεγκτη πορνεία – ένας ζοφερός παράδεισος. Αλλωστε ο Κάστρο ήταν ένας δικτάτορας, ένας αποσυνάγωγος του δημοκρατικού κόσμου μας, στο είχαν επαναλάβει και αυτό αμέτρητες φορές.
Οντως για το αναγνωστικό της δυτικής δημοκρατίας ο Φιντέλ ήταν ένας αυταρχικός δικτάτορας. Πήρε την εξουσία με τα όπλα, αποφάσιζε, διέταζε και δεν έκανε ποτέ του εκλογές. Φυλάκιζε τους αντιφρονούντες και καταπίεζε ακόμα και αυτούς που από βαθιά ανθρώπινη ανάγκη ήθελαν απλώς να ταξιδέψουν πέρα από την υδάτινη απομόνωση της Κούβας – «το νησί ήταν για δεκαετίες μια μεγάλη φυλακή», λένε και έχουν δίκιο. Για ελευθεροτυπία ούτε λόγος. «Αν ο Ναπολέων είχε μια εφημερίδα όπως η Granma, οι Γάλλοι δεν θα είχαν μάθει ποτέ για την πανωλεθρία στο Βατερλό» λένε και πάλι έχουν δίκιο.
Με την Κούβα του Κάστρο συνηθίζουμε να διαπράττουμε μια θεμελιώδη αδικία. Τη συγκρίνουμε με τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, εντελώς έξω από το γεωγραφικό και ιστορικό της πλαίσιο. Δεν τη συγκρίνουμε ούτε με το Μεξικό, ούτε με την Ονδούρα, ούτε φυσικά με την Κολομβία.
Ναι, στην Κούβα του Κάστρο υπήρχαν και υπάρχουν δεκάδες «κρατούμενοι γνώμης», κάτι που δεν δικαιολογείται με τίποτα, ακόμα και αν πιστέψει κανείς την ως έναν βαθμό βάσιμη προπαγάνδα για τις οργανώσεις αντικαστρικών που εκπαιδεύονται σε στρατόπεδα στη Φλόριντα. Οπως δεν δικαιολογείται και η ύπαρξη της θανατικής ποινής -που βέβαια υπάρχει και στις ΗΠΑ, αλλά αυτό μας αρέσει να το ξεχνάμε.
Οπως ξεχνάμε ότι στις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας για την Κούβα του Κάστρο δεν έχουν καταγραφεί ποτέ περιπτώσεις σωματικών βασανιστηρίων, «εξαφανίσεων», πολιτικών δολοφονιών ή βίαιης καταστολής διαδηλώσεων από τις κρατικές δυνάμεις.
Ας συγκρίνουμε λοιπόν την Κούβα του Κάστρο με τις γειτονικές της χώρες, που κατά την ευρωπαϊκή γραμμή ανάλυσης θεωρούνται χώρες «δημοκρατικές»: τη Γουατεμάλα, τη Δομινικανή Δημοκρατία, την Ονδούρα, την Κολομβία όπου δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, δήμαρχοι, γερουσιαστές ακόμα και ιερείς «εξαφανίζονται» ή δολοφονούνται συστηματικά και χωρίς να υπάρξει καμία τιμωρία – και φυσικά χωρίς να υπάρξει καμία έκρηξη ευαισθησίας από τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης.
Απέναντι από την Κούβα, στη μεγάλη και σπουδαία «δημοκρατία» του Μεξικού οι απαγωγές είναι κάτι σαν εθνικό σπορ. Η Σιουδάδ ντε Χουάρες, στα σύνορα με τις ΗΠΑ, αποκαλείται «πόλη των νεκρών γυναικών». Ενας ακατανόητος μιθριδατισμός απέναντι στη μεξικανική εγκληματικότητα μας κάνει να αγνοούμε ότι αμέτρητες γυναίκες δολοφονούνται καθημερινά για να πουληθούν τα όργανά τους σε παράνομες κλινικές μεταμόσχευσης. Αλλά τα δημοκρατικά αντανακλαστικά μας ενεργοποιούνται αυτόματα όταν κάποιος υποστηρίξει ότι στην Κούβα του Κάστρο -και παρά την εξοντωτική τιμωρία της μικρής αυτής χώρας από τις ΗΠΑ- έχουν καταγραφεί εντυπωσιακά επιτεύγματα που θα ζήλευαν και ευρωπαϊκές δημοκρατίες: χειραφέτηση της γυναίκας, εξάλειψη του αναλφαβητισμού, κατάργηση του ρατσισμού, δραστική μείωση της παιδικής θνησιμότητας, εντυπωσιακά άλματα στον τομέα της υγείας, της ιατρικής έρευνας, του αθλητισμού.
Εζησα για δέκα μέρες στην Κούβα το 2008. Ναι, ήξερα ότι θα φύγω και δεν περνούσα άσχημα με ένα ακόμα μοχίτο και τους Trio Titanes να μου τραγουδούν το «Comandante Che Guevara» στο αίθριο του Nacional όπου κάποτε άραζε ο Χέμινγουεϊ και ο Τσόρτσιλ.
Αλλά στην Αβάνα είδα παιδιά χαρούμενα με τις καφέ ποδιές τους να γυρίζουν από τα σχολεία τους που ήταν ολοήμερα ώστε οι γονείς να μπορούν να δουλεύουν. Είδα κόσμο υπερήφανο για αυτό το μπρα ντε φερ με τους Αμερικανούς. Είδα βέβαια και νέους προβληματισμένους, να θέλουν να ταξιδέψουν και να μην μπορούν. Αλλά όλα αλλάζουν και άλλωστε δεν βλέπεις και πολλούς να μπορούν να ξεφύγουν από την αναπόδραστη μιζέρια άλλων χωρών της περιοχής. Είδα και πόρνες. Οχι περισσότερες ή περισσότερο επιθετικές από αυτές που το 2008 πουλούσαν το προϊόν τους στην Ελλάδα της ευμάρειας των δανεικών.
Ετυχε να μείνω στην Αβάνα τις μέρες που ο Ραούλ πήρε επισήμως την εξουσία από τον Φιντέλ. Δεν καταλάβαμε τίποτα. Απλώς κάπου – κάπου έβλεπες συνθήματα «Viva Fidel y Raul», που ζητούσαν από τους Κουβανούς να δοξάζουν πλέον και τον αδελφό του ηγέτη, που θα τους πήγαινε σε μια νέα εποχή.
Ναι ο Φιντέλ κάθησε πολύ στην εξουσία. Η χώρα του είχε γίνει το θερμοκήπιο μιας γραφειοκρατίας που σκοπός της ήταν απλώς να διαιωνίζεται. Ο ίδιος ήταν ένα ψυχροπολεμικό απομεινάρι που ως τέτοιο έμοιαζε να μην έχει πια κανέναν λόγο δημόσιας παρουσίας. Ηταν ένας ηγέτης μιας ξεπερασμένης φάσης της Ιστορίας, όπως είπαν κάποιοι. Αλλά το παράδειγμα της Κούβας υπήρξε επί δεκαετίες – και ακόμα και σήμερα – ένα σύμβολο για εκατομμύρια ανθρώπους και πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Είναι το παράδειγμα της λιγότερο άδικης χώρας της Λατινικής Αμερικής, μιας χώρας που όπως έγραψε ο ιστορικός Εντουάρντο Γκαλεάνο, «αρνήθηκε να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο Υποτέλειας». Και υπό αυτό το πρίσμα ο Φιντέλ δεν ήταν καν ξεπερασμένος…