Του Μιχάλη Πάγκαλου
Το μικρό βιβλίο Ανίερη Συγκυβέρνηση (εκ. Πόλις, 2011) του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι μια σύντομη αλλά περιεκτική διάλεξη που ο συγγραφέας έδωσε στο αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η ημερομηνία της διάλεξης είναι σημαδιακή, 16 Νοεμβρίου 2011, την ημέρα που η νέα κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, με 255 ψήφους υπέρ. Έτσι λοιπόν 37 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση και παραμονή του εορτασμού της 38ης επετείου του Πολυτεχνείου, ορκίστηκε κυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών μέσα στη «γενική σιωπή και ανακούφιση»: «δεν μπορώ, λέει ο συγγραφέας, να φανταστώ πιο άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης! Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς συγκυβερνά με τον παλαιό Γραμματέα της Νεολαίας της ΕΠΕΝ (το κόμμα του Παπαδόπουλου) και πρόεδρο επίσης του λεπενικού Ελληνικού Μετώπου!» (σ. 33).
Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ; Κατά τον συγγραφέα, η ελληνική κρίση αναλύεται σε δύο πτυχές ή αιτίες: μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η εξωτερική σχετίζεται με τα τεράστια προβλήματα που πηγάζουν από την «παγκόσμια συστημική κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού» και της «άγριας νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», υπό την αιγίδα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία πιστεύει στην ορθολογικότητα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών, δηλαδή τον «μεγαλύτερο μύθο που υπάρχει», (σ. 13). Τα προβλήματα αυτά γίνονται μάλιστα ακόμη πιο δυσεπίλυτα δεδομένης της παγκοσμιοποίησης που «έχει καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη, σχεδόν αδύνατη, τη λήψη μέτρων προστασίας των εθνικών οικονομιών» (σ. 12). Η παγκοσμιοποίηση καταργεί εν τοις πράγμασι τις δικλείδες προστασίες του έθνους κράτους και παραδίδει τους οικονομικά ασθενέστερους βορρά στην αδηφαγία των αγορών.
Δικαίως, ο συγγραφέας θεωρεί τους 900.000 ανέργους «θρυαλλίδα» τοποθετημένη στα θεμέλια της κοινωνίας: «άνεργοι παντού, στις πόλεις και τα χωριά, άνεργοι που όλο αβγαταίνουν» (σ. 36). Αλλά και από τους εργαζόμενους, λίγοι είναι όσοι απολαμβάνουν εργασιακή ασφάλεια. Η υποαπασχόληση, η αστάθεια, η αβεβαιότητα, οι ελαστικές συμβάσεις εργασίας καταστρέφουν κάτι πολύ σημαντικό, δηλαδή την ίδια την έννοια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας αλλά και του κοινωνικού ρόλου του εργαζόμενου:
η εργασία έχει γίνει απλώς αγώνας επιβίωσης […] Ο άνθρωπος όμως για τον οποίο η εργασία του είναι μόνο σκληρός αγώνας επιβίωσης γίνεται έρμαιο, έρμαιο της ανάγκης, μεταβάλλεται σε φρικτό ατομιστή, που αντιμετωπίζει τους άλλους ως εχθρούς». (σ. 15).
Αν όμως η κρίση της οικονομίας συνδέεται με τη συνολική συστημική κρίση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και αυτό αποτελεί την εξωτερική αιτία, τότε ποια είναι η εσωτερική; Ο συγγραφέας το λέει απερίφραστα: το φαινόμενο ή ακόμα ο «ψυχισμός» της ανομίας, η ενδημική, δηλαδή, παθολογία μιας κοινωνίας που παράγει απαίδευτα, αγενή, ανεύθυνα και ανομικά άτομα είναι κατά τον Ζουμπουλάκη το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η ανομία αυτή, βρίσκει γόνιμο έδαφος να φυτρώσει και να αναπτυχθεί στον νοσηρό ατομικισμό του Έλληνα που είναι διαρκώς θυμωμένος — πάει να πει: φταίνε πάντα οι άλλοι– και αυτοθυματοποιούμενος, ατομικά και συλλογικά (σ. 23).
Προκειμένου να εικονογραφήσει με ένα παράδειγμα την έκταση του φαινομένου της ανομίας, ο επί χρόνια υπηρετήσας ως φιλόλογος Ζουμπουλάκης επικαλείται τις εθιμοτυπικές πια κάθε χρόνο στη χώρα μας καταλήψεις των σχολείων. Στο σημείο αυτό εντοπίζει και τις βαριές ευθύνες της Αριστεράς που συχνά ανέχεται ή ακόμη και επικροτεί τις καταλήψεις. Με τις καταλήψεις οι μαθητές μαθαίνουν πράγματι κάτι σημαντικό, λέει ειρωνικά ο συγγραφέας, δηλαδή ότι όποια παρανομία κι αν διαπράξουν, θα βρουν συμπαραστάτες στα συνδικάτα [όπως, αίφνης, στην ανεύθυνη στάση της ηγεσίας της ΟΛΜΕ στα επεισόδια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου], στα κόμματα, στα ΜΜΕ και εν πάση περιπτώσει δεν πρόκειται να τιμωρηθούν ποτέ. Το μάθημα αυτό θα το εφαρμόσουν ευθύς μόλις μπουν στο πανεπιστήμιο, όπου θα συνεχίσουν τον αγώνα με την ίδια «μορφή πάλης», την οποία μάλιστα θα διευρύνουν με εντοιχισμούς καθηγητών και πρυτάνεων (σ. 23).
Εν μέσω όλων αυτών των παθολογικών φαινομένων που μαρτυρούν την οικονομική, ηθική και πνευματική κρίση της κοινωνίας, φτάσαμε και στη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στη διακυβέρνηση της χώρας, συμμετοχή που, κατά τον συγγραφέα, αποτελεί το κύριο γνώρισμα της νέας κυβέρνησης. Πολλοί την υποβαθμίζουν. Οι πολιτικοί και οι πανεπιστημιακοί του εκσυγχρονιστικού ιδίως μπλοκ, οι ίδιοι που δεν χάνουν την ευκαιρία να ξιφουλκήσουν εναντίον και του πιο ασήμαντου φαινομένου «ανορθολογισμού», όταν προέρχεται από άλλους χώρους (όπως, λόγου χάρη, από το χώρο της Εκκλησίας) δείχνουν εδώ να έχουν χάσει τη φωνή τους.
Το ΛΑΟΣ εκμεταλλεύτηκε τον κενό χώρο που του έδωσαν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις –και η Αριστερά– και εμφανίστηκε ως η δύναμη που εκπροσωπεί τη λογική και τη σύνεση! Η συμμετοχή της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση δεν αποτελεί δευτερεύον αλλά είναι το μείζον ζήτημα επειδή συνιστά παραβίαση ενός «ιδρυτικού κανόνα» της δημοκρατίας μας, «παραβίαση που αργά η γρήγορα πληρώνεις» (σ. 35). Αν, όπως μας έμαθε ο Καστοριάδης, η δημοκρατία δεν είναι μόνο «απόψεις» αλλά επίσης και αξίες και ήθη και πρακτικές και στάσεις ζωής, τότε οι δικές τους «αξίες» είναι μισαλλόδοξες, εθνικιστικές, ξενόφοβες και αντισημιτικές. Ο Ζουμπουλάκης το βλέπει και το καταδικάζει:
η δική μας κοινή λογική και σύνεση λέει άλλα, λέει ότι δεν συνεργαζόμαστε ΠΟΤΕ με ρατσιστές, αντισημίτες, φιλοχουντικούς, φιλοχιτλερικούς, με όσους μισούν τους μετανάστες, τους Τούρκους, τους ομοφυλόφιλους και, περισσότερο από όλους, τους Εβραίους, που θεωρούν το Άουσβιτς μύθο, που δέχονται τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών ως γνήσια και αληθινά (σ. 29).
Εκμεταλλευόμενη τα οξύτατα προβλήματα που δημιουργεί η κρίση, όπως η ανεργία και το μεταναστευτικό, η ακροδεξιά απειλεί να επιβάλλει σήμερα την ατζέντα της, επιβάλλοντας μια «λεπενοποίηση» της πολιτικής ζωής. Το πρόβλημα στο οποίο οφείλουν να απαντήσουν οι αριστερές και κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις, αν θέλουν να σταθούν υπεύθυνα απέναντι στο λαό, δεν είναι τίποτα λιγότερο από την επανίδρυση του διαλυμένου ελληνικού κράτους, με την οικοδόμηση ενός δημοκρατικού κράτους ευνομίας αλλά και δικαιοσύνης. Ο εύκολος και ανεύθυνος λαϊκισμός και η μηδενιστική απαξίωση των θεσμών πρέπει αμέσως να σταματήσει. Τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα οφείλουν να διαπαιδαγωγούν τους πολίτες στην ευθύνη και η ευθύνη γεννιέται εκεί που το άτομο υπερβαίνει τον εαυτό του, τις άμεσες επιθυμίες και τα περιχαρακωμένα ατομικά του συμφέροντα, για να ενταχθεί σε μια παράδοση: στην κοινότητά της, στα βιβλία της, στα έντυπά της, στις αξίες της. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, και το μόνο μέλλον που μπορεί να έχει η Αριστερά: είτε η ένταξη στην Αριστερά θα εγγράφεται σε μια ηθική και πολιτική παράδοση αξιών (ή αρετών), δημοκρατίας, αδελφοσύνης, δικαιοσύνης και θα σημαίνει την ανάληψη μιας ευθύνης για τον κόσμο, είτε η επίκληση της Αριστεράς θα είναι, όπως σήμερα, απλώς μια ρητορική συχνά ανομικών ατομικών διεκδικήσεων που υπονομεύει το ίδιο το βαθύτερο ιδανικό της αριστερής στάσης ζωής, δηλαδή την αφιέρωση στους άλλους, που φτάνει ως τη θυσία, και την ευθύνη για τον κόσμο. Αλλά, έτσι, ως ανυπόληπτη σκιά του εαυτού της και συγχρόνως ως μη διαθέτουσα ρεαλιστική πρόταση για την κοινωνία, η Αριστερά, αργά η γρήγορα, θα σβήσει από τον πολιτικό χάρτη.
* Άρθρο του Μιχάλη Πάγκαλου για τα Ενθέματα. O κ. Πάγκαλος είναι φιλόλογος και διδάσκει φιλοσοφία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.