Του Δρ. Μιχάλη Σκολιανού *
Κάθε φορά που καλείται από την πολιτική εξουσία η συνδρομή της επιστήμης για την αντιμετώπιση διαφόρων κρίσεων θα πρέπει η επιστημονική κοινότητα να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση
Όταν η επιστήμη συντάσσεται στο πλευρό της πολιτικής τότε είναι πολύ πιο εύκολο να επιβληθούν οποιασδήποτε υφής μέτρα ακόμα και μέτρα τα οποία για το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς θεωρούνται και είναι ακραία, με την έννοια ότι αντιτίθενται στις κοινωνικές νόρμες και κοινά αποδεκτές αξίες πάνω στις οποίες δομείται σε μια σχέση δυναμική και πορεύεται η κοινωνία.
Αυτό συμβαίνει διότι όταν τα πολιτικά μέτρα και αποφάσεις λαμβάνουν την επιστημονική έγκριση και περιβάλλονται με το επίχρισμα της επιστημονικής εγκυρότητας τότε αυτομάτως αποκτούν μια αντικειμενική αναγκαιότητα στη συλλογική συνείδηση όσο ακραία, σκληρά ή πρωτοφανή και αν είναι. Ειδικά αν τα μέτρα αυτά σχετίζονται με μια ευθεία, άμεση και απτή απειλή που είναι σε θέση, έστω και προοπτικά, να πλήξει την καρδιά της κοινωνικής λειτουργίας, δηλαδή, την κοινωνική συνοχή, τότε αυτά τα μέτρα ανάγονται στο σύνολο της κοινωνικής βάσης σαν μια αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη επιβίωσης και διαβίωσης.
Μάλιστα, ακριβώς επειδή αυτά τα μέτρα έχουν την εγκυρότητα της επιστημονικής κοινότητας, όσο επαχθή και επώδυνα και αν είναι για το κοινωνικό σύνολο, η υιοθέτηση και συμμόρφωση σε αυτά γίνεται με απαράμιλλο ζήλο και προσήλωση και όποιο μέλος ή μερίδα του κοινωνικού συνόλου τολμήσει όχι να παρεκκλίνει από τη συμμόρφωση σε αυτά, αλλά απλά να διατυπώσει μια επιφύλαξη ή έστω μια αμφιβολία τότε απομονώνεται και περιθωριοποιείται από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Τα μέτρα χάρη ή εξαιτίας της επιστημονική τους εγκυρότητας ανάγονται σε μια μοναδική, αδιαμφισβήτητη αλήθεια και οποιαδήποτε άλλη φωνή αμφισβήτησης αυτής της αλήθειας καταπνίγεται εν τη γενέσει της.
Τα μέτρα, δηλαδή, ή οι πολιτικές αποφάσεις ξεπερνούν στη συλλογική συνείδηση αυτό που είναι δηλαδή μέτρα και άλλοτε σταδιακά, άλλοτε απότομα, ανάλογα με τις συνθήκες και το ευρύτερο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς, γίνονται κομμάτι αναπόσπαστο του συλλογικού φαντασιακού. Αποκτούν δηλαδή μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση που ενοικεί στη σφαίρα του συλλογικού – κοινωνικού φαντασιακού. Και ο,τιδήποτε ή οποιοσδήποτε τολμήσει να αμφισβητήσει έστω και αμυδρά, πόσο μάλλον να διαταράξει αυτή την αφοσίωση στα όρια της πίστης σε αυτό το αφήγημα εξοβελίζεται αυθωρεί.
Σε αυτές δηλαδή, τις περιπτώσεις, που υπάρχει σύζευξη πολιτικής εξουσίας και επιστήμης, παρατηρείται πυκνά συχνά το εξής παράδοξο: μέτρα τα οποία έχουν επιστημονικό περίβλημα ως νομιμοποίηση να αποκτούν λόγω της επιστημονικής τους νομιμοποίησης μια μεταφυσική – ιδεαλιστική διάσταση στη συλλογική συνείδηση.
Και ακριβώς λόγω της μεταφυσικής-ιδεαλιστικής διάστασης τους αποκτούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, σχεδόν καθολική αποδοχή και οποιαδήποτε κριτική στάση κατακεραυνώνεται και εξοβελίζεται ως υποβολιμαία.
Με αυτόν τον τρόπο όμως ενσκήπτει ο κίνδυνος της εργαλοποίησης της επιστήμης από την πολιτική εξουσία για τη συναίνεση της κοινωνικής βάσης σε εφαρμογή μέτρων που αλλιώς θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη ως αδύνατη χωρίς την πολύτιμη συνδρομή της. Έτσι η επιστήμη κάθε φορά που καλείται να συνδράμει στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου, όπως τώρα μιας υγειονομικής κρίσης, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος έστω και άθελα της να εκπέσει σε ένα εργαλείο ή αλλιώς σε έναν μηχανισμό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας.
Για αυτό κάθε φορά που καλείται από την πολιτική εξουσία η συνδρομή της επιστήμης για την αντιμετώπιση διαφόρων κρίσεων θα πρέπει η επιστημονική κοινότητα να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση για να μην βρεθεί έστω και ακούσια να εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς από αυτούς που πραγματικά πρέπει να εξυπηρετεί και το συλλογικό κοινωνικό υποκείμενο να διατηρεί την αυτόνομη κρίση του, στο μέτρο του εφικτού κάθε φορά, για να μην βρεθεί ή ακριβέστερα θέσει τον εαυτό του σε μια κατάσταση αυτοκαταστολής.