Το είδα με τα μάτια μου! Και αγανάκτησα, γέμισα οργή, βλέποντας την απόγνωση του συντοπίτη μου.
Ήταν νέος, γύρω στα 45. Δούλευε σε εταιρεία που έχει κλείσει. Επομένως άνεργος. Με γυναίκα και παιδιά γύρω στην ηλικία των δέκα χρονών. Ήταν τέλος του μήνα και προσπαθούσε από το μηχάνημα να πάρει χρήματα. Ίσως κάποιο μικρό επίδομα. Ίσως κάποια μηνιαία βοήθεια!
Το μηχάνημα δεν έβγαζε τίποτα!
Ο άνθρωπος χλώμιασε. Στεκόμουν δίπλα του για να πάρω τη σύνταξη και πόνεσε η ψυχή μου με τις εκφράσεις του προσώπου του. νόμιζε πως πάταγε λάθος τα κουμπιά. Τα χέρια του τρέμανε. Ιδρώτας έτρεχε απ’ το πρόσωπό του. και ας έβρεχε. Δεν μπορεί μονολογούσε με τρόμο. Δεν μπορεί…
Η γυναίκα του δίπλα των κοίταζε υπό γωνίαν. Ίσως δεν είχε δουλέψει ποτέ της. Ίσως δεν καταλάβαινε! Ίσως περίμενε ο άντρας να τους συντηρεί και ας κόψει το λαιμό του. Ο άντρας, συνέχιζε να χτυπά τα κουμπιά, μέχρι που σταμάτησε. Έφυγε τρεκλίζοντας και μονολογώντας: Δεν μπορεί, δεν μπορεί να μου τα κατάσχουν έτσι!
Κλέφτες, απατεώνες, ληστές!
Δημιουργήσατε την κρίση για να ληστέψετε τις ζωές μας. Απ’ τα δανεικά που έπαιρνε ο Σημίτης απ’ τις Γερμανικές τράπεζες μέχρι σήμερα. Και ας η παρακαταθήκη ήταν: «Ποτέ μην προβείτε σε εξωτερικό δανεισμό (εννοούσε τις τράπεζες του εξωτερικού).
Θα μας πάρουν την χώρα!
Μας τα πήραν και μας!
Β.Κ.