Του Άρη Χατζηστεφάνου
Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε κυβερνητικό αξιωματούχο στον πλανήτη ποιες αναμένει να είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας από την πανδημία του κορονοϊού, πιθανότατα θα σχηματίσει το γράμμα V του λατινικού αλφαβήτου.
Αναμένουμε, θα σου εξηγήσει, μια ραγδαία πτώση της οικονομικής δραστηριότητας την οποία θα ακολουθήσει μια εξίσου ραγδαία επαναφορά στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο κορονοϊός δηλαδή θα αφήσει μια… ουλή στο δέρμα της οικονομίας, χωρίς, όμως, περαιτέρω επιπτώσεις.
Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, βέβαια, η συγκεκριμένη πρόβλεψη ίσως αποδειχθεί ευσεβής πόθος, καθώς η «φούσκα» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος ανέμενε ακριβώς ένα τέτοιο περιστατικό για να φέρει στην επιφάνεια τις δομικές αδυναμίες της παγκόσμιας οικονομίας.
Δυστυχώς στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Θα λέγαμε υπαρξιακό.
Ο πρώτος μύθος που καταρρέει είναι η πεποίθηση αρκετών ότι ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει την «βαριά βιομηχανία», η οποία θα συμπεριφέρεται σαν τις πραγματικές βιομηχανίες των αναπτυγμένων χωρών. Η συγκεκριμένη θεωρία χρησιμοποιούνταν για χρόνια από συντηρητικές, αλλά και «αριστερές» κυβερνήσεις που ήθελαν, έτσι, να αποκρύψουν τα τρομακτικά επίπεδα αποβιομηχάνισης που ακολούθησαν την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα στην ευρωζώνη.
Το σημαντικότερο πρόβλημα της συγκεκριμένης «βιομηχανίας» είναι ότι μπορεί να καταρρεύσει αυτοστιγμή σε περιόδους μιας πανδημίας, όπως η σημερινή, αλλά και σε περιόδους γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων (στις οποίες η Ελλάδα εμπλέκεται όλο και συχνότερα λόγω της συνεργασίας της με καθεστώτα όπως αυτό της Αιγύπτου και του Ισραήλ και της ενεργού εμπλοκής της στα ενεργειακά παιχνίδια της περιοχής).
Αν ξαναδιαβάσει κανείς, υπό αυτό το πρίσμα, τους πίνακες του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) για τον ελληνικό τουρισμό (2018) συνειδητοποιεί ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονταν σαν προτερήματα του κλάδου αποτελούν θανάσιμες παγίδες για την οικονομία σε περιόδους κρίσης.
Συνολική συμμετοχή στο ΑΕΠ | 30,9% |
Συνολική Απασχόληση | 988.600 |
Εποχικότητα | Το 54,8% των αφίξεων αλλοδαπών Ιούλιο – Αύγουστο – Σεπτέμβριο |
Συγκέντρωση Προσφοράς | Το 70% των ξενοδοχειακών κλινών σε 4 περιοχές της Ελλάδας |
Σχεδόν το ένα τρίτο της παραγωγής, λοιπόν, στηρίζεται σε έναν μόνο κλάδο, ο οποίος λειτουργεί ουσιαστικά για τρεις μήνες, ενώ σε τέσσερις περιοχές της χώρας, αποκτά χαρακτηριστικά «μονοκαλιέργειας».
Από μια ενδεχόμενη κατάρρευση του τουρισμού, όμως, θα πληγούν πλέον και αρκετά νοικοκυριά, τα οποία χρησιμοποιούσαν πλατφόρμες, όπως η Airbnb, για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους (όταν πλέον είχε στερεύσει η οικονομική στήριξη από την οικογένεια που γνωρίζαμε στα χρόνια πριν από τα μνημόνια).
Οι επιπτώσεις στον τουρισμό, από το εσωτερικό και το εξωτερικό είναι, ήδη, εμφανείς, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η αγορά έχει μηδενικές ή και αρνητικές κρατήσεις για τον Απρίλιο και την περίοδο του Πάσχα, ενώ τραγική αναμένεται και η εικόνα των κρατήσεων για το καλοκαίρι (οι οποίες εν πολλοίς θα γίνονταν αυτή την περίοδο).
Ο τουρισμός είναι όμως μόνο μια από τις «εξαρτήσεις» της ελληνικής οικονομίας. Η λεγόμενη «τριτογενοποίηση» της παραγωγής, δηλαδή η στροφή προς την παροχή υπηρεσιών και η υπερδιόγκωση ορισμένων κλάδων, όπως του επισιτισμού, μπορεί να μετατραπούν, από τη μια στιγμή στην άλλη, σε παγίδες για την εθνική οικονομία.
Για χρόνια μας μάθαιναν ότι το να ξεφυτρώνουν παντού εστιατόρια, καφέ και τυροπιτάδικα είναι ένδειξη ανάπτυξης. «Ο Έλληνας τρώει καλά» ήταν η κλασική επωδός. Ακόμη, βέβαια, και πρωτοετείς φοιτητές Οικονομικών θα μπορούσαν να εξηγήσουν ότι αυτό που πραγματικά συνέβαινε ήταν, πως η διαλυμένη οικονομία στρεφόταν σε προϊόντα με χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης (αυτά δηλαδή που δεν μπορεί να περιορίσει ένα νοικοκυριό). Τα πολλά εστιατόρια, λοιπόν, όπως και το γεγονός ότι αυξάνονταν το ποσοστό των χρημάτων που δαπανούσε ο Έλληνας αναλογικά με το εισόδημά του για φαγητό, ήταν ένδειξη φτώχειας και όχι ανάπτυξης.
Η κατάσταση στους κλάδου του τουρισμού και του επισιτισμού επιδεινώνεται για εκατομμύρια εργαζόμενους λόγω της πλήρους διάλυσης του εργασιακού δικαίου που επιτεύχθηκε μέσα σε μια δεκαετία. Ήδη, εργαζόμενοι σε ξενοδοχεία και εστιατόρια νησιών καταγγέλλουν ότι οι εργοδότες μεταφέρουν σε αυτούς το κόστος του κορονοϊού, επιβάλλοντας άδειες άνευ αποδοχών και άλλα εξοντωτικά μέτρα.
Όπως εξηγούσε προ ημερών ο Κώστας Λαπαβίτσας, της σχολής SOAS του πανεπιστημίου του Λονδίνου η εικόνα της ελληνικής οικονομίας ήταν επιεικώς αποκαρδιωτική, πολύ πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού:
«Η ελληνική οικονομία είναι εξαιρετικά αδύναμη, με πολύ φτωχούς ρυθμούς ανάπτυξης (μόλις 1,9% για το 2019), χαμηλότατες επενδύσεις, περιορισμένη κατανάλωση, χαμηλή παραγωγικότητα, αρνητική καθαρή αποταμίευση και ροπή προς έλλειμμα στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Το χρέος της είναι μεγαλύτερο από ποτέ (356 δις, ή 185% του ΑΕΠ)».
Στα χρόνια των μνημονίων, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύτηκαν τη σχετική μείωση της ανεργίας και τα έσοδα που προσέφερε ο τουρισμός, για να κρύψουν κάτω από το χαλί την πραγματική διάλυση των παραγωγικών δυνάμεων που προκαλούσε η αποπληρωμή του χρέους και ο τερματισμός των δημοσίων επενδύσεων. Κυβερνήσεις που είχαν συνδέσει την ύπαρξή τους με την παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ (δηλαδή όλες), απέκρυπταν, συνειδητά, την αποδιάρθρωση της πραγματικής οικονομίας.
Ακόμη, λοιπόν, και αν η παγκόσμια οικονομία καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση του κορονοϊού, ακολουθώντας το μοντέλο V, η πανδημία θα πρέπει να σημάνει συναγερμό στην Ελλάδα για τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.