Του Άρη Χατζηστεφάνου
Σιωπηλά και χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες η Αργεντινή έκανε προ ημερών μια κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ματ τις σχέσεις της με τους διεθνείς δανειστές της.
Ανακοίνωσε ότι ζητά τριετή περίοδο χάριτος, μείωση του κεφαλαίου κατά 5,4% και περικοπή του επιτοκίου κατά 62%, δηλαδή από το εξωφρενικό 7% στο πολύ ρεαλιστικό, για τα σημερινά επίπεδα, 2,3% (το οποίο αντιστοιχεί σε 38 δισεκατομμύρια δολάρια). Αν και η κυβέρνηση του Μπουένος Αϊρες «έντυσε» τα αιτήματά της με κόσμιες εκφράσεις περί της «ανάγκης συνεργασίας και διαλόγου» με τους δανειστές, στην πραγματικότητα προχώρησε σε μια μονομερή κίνηση μεγάλου κουρέματος του χρέους. Ουσιαστικά κήρυξε για άλλη μια φορά τον πόλεμο σε όσους κερδοσκοπούσαν με το δημόσιο χρέος της.
Όταν όμως οι βασικοί συνομιλητές της, δηλαδή μεγάλα αμερικανικά επενδυτικά ταμεία όπως η BlackRock, η Fidelity και η T Rowe, απέρριψαν την πρόταση, η Αργεντινή ακούμπησε επιδεικτικά το «όπλο» της στο τραπέζι απειλώντας με στάση πληρωμών στο εξωτερικό δημόσιο χρέος, ύψους 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Δεν μπορούμε να δεχθούμε μια συμφωνία η οποία θα στηρίζεται σε αυταπάτες και ειδυλλιακά σενάρια» εξήγησε ο υπουργός Οικονομικών, Μαρτίν Γκουζμάν, μιλώντας στους Financial Times και συμπλήρωσε «δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να δαπανούμε το 20% των εσόδων του κράτους σε αποπληρωμή χρεών, όπως μας ζητούν ορισμένοι δανειστές. Είναι απλώς ανέφικτο».
Την απόφαση της Αργεντινής στηρίζουν με ανοιχτή επιστολή τους, που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη, ορισμένα από τα ιερά τέρατα της επιστήμης των Οικονομικών, τα οποία μάλιστα προέρχονται από εντελώς διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις. Ανάμεσα στους δεκάδες οικονομολόγους από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια του κόσμου, ξεχωρίζουν οι νομπελίστες Τζόζεφ Στίγκλιτζ και Έντμουντ Φελπς, ο Τζέφρι Σακς του πανεπιστημίου Κολούμπια, ο Ντάνι Ρόντρικ του Χάρβαρντ, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Κένεθ Ρογκόφ, ο Τομάς Πικετί, ο Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, η Μαριάνα Ματσουκάτο, αλλά και δύο Έλληνες, ο Λεωνίδας Βατικιώτης και ο Ανδρέας Αντωνιάδης, από το πανεπιστήμιο του Σάσεξ.
Στο κείμενο που συνυπογράφουν, επισημαίνουν ότι η πρόταση της Αργεντινής είναι μονόδρομος εάν θέλουμε να «αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της πανδημίας και να θέσουμε την οικονομία σε βιώσιμη τροχιά». «Μόνο μια οικονομία που μεγεθύνεται βιώσιμα μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της δεσμεύσεις διαχρονικά» συνεχίζουν οι διεθνούς φήμης οικονομολόγοι.
Η κίνηση της Αργεντινής, που έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία στις διεθνείς χρηματαγορές, είναι αποτέλεσμα πολύμηνης και μεθοδικής εργασίας που πραγματοποιούνταν κεκλεισμένων των θυρών. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, στατιστικοί, τραπεζίτες, ειδικοί της αγοράς ομολόγων, και άλλοι επιστήμονες εξέταζαν κάθε πιθανό σενάριο, συγκέντρωναν λεπτομέρειες από την εμπειρία άλλων χωρών, ενώ παράλληλα οικοδομούσαν μια στιβαρή συμμαχία ξένων ειδικών, οι οποίοι την κρίσιμη στιγμή θα στήριζαν τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Προφανώς, για την Αργεντινή, η αθέτηση πληρωμών δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Σε αντίθεση, μάλιστα, με ότι διαδίδουν συνήθως τα αμερικανικά (και πολύ πιο έντονα τα ελληνικά) μέσα ενημέρωσης, όσο πιο επιθετική ήταν η στάση της χώρας απέναντι στους ξένους δανειστές της τόσο πιο ευεργετικά ήταν τα αποτελέσματα για τον πληθυσμό. Η μεγάλη στάση πληρωμών, που ακολούθησε την οικονομική κατάρρευση των αρχών του 2000 προσέφερε στη χώρα μια δεκαετία με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Αντίθετα, η συνδιαλλαγή με ξένα κερδοσκοπικά ταμεία, την οποία επεδίωξαν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν στην εξουσία το προεδρικό ζεύγος των Κίρχνερ, επανέφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Η έκβαση της μάχης, η οποία ουσιαστικά ξεκινά αυτή την Παρασκευή, όταν λήγει η προθεσμία που έχει δώσει το Μπουένος Αϊρες για την αποδοχή της πρότασής του, θα μπορούσε να κρίνει και το μέλλον της Ελλάδας. Η χώρα μας, που αναμένει την μεγαλύτερη οικονομική καθίζηση από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού θα κληθεί για άλλη μια φορά να αποφασίσει εάν θέτει ως προτεραιότητα τα συμφέροντα των δανειστών της ή την επιβίωση του πληθυσμού της. Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, από το 2010 μέχρι σήμερα, επέλεξαν το πρώτο.