Γράφει ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης
Στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν ταυτιστεί με τα ναζιστικά εγκλήματα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά αυτή η «σύγχρονη καινοτόμoς εφεύρεση»(!), είχε ένα ήδη βεβαρυμένο με μαζικά εγκλήματα παρελθόν ως μέθοδος στυγνής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων και εθνοκάθαρσης.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εγκαινίασε ήδη το 1885 ο Βέλγος βασιλιάς Λεοπόλδος ο Β’, ιδρυτής του «Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό». Η κτηνώδης εκμετάλλευση των ιθαγενών, ο ακρωτηριασμός χιλιάδων ανθρώπων, επειδή δεν έπιαναν τις απάνθρωπες νόρμες παραγωγής των αποικιοκρατών, κατέληξε στην εξόντωση 10 εκ. ανθρώπων.
Οι Ισπανοί έστησαν στην Κούβα το 1896 τα campos de concentraciones για να καταστείλουν την εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού.
Το 1898, οι ΗΠΑ κατέλαβαν τις υπό ισπανική κατοχή Φιλιππίνες και προχώρησαν στον εγκλεισμό χιλιάδων άμαχων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Περίπου 200.000 άνθρωποι πέθαναν από τη χολέρα και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Στο πλαίσιο των αποικιακών ανταγωνισμών για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ν. Αφρικής, οι Βρετανοί αποικιοκράτες, εφαρμόζοντας την τακτική της «καμένης γης» εναντίον των απόγονων των πρώτων Ολλανδών αποίκων, έκτισαν 45 στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους αιχμάλωτους Μπόερς. Πάνω από 26.000 άνθρωποι γυναίκες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτά τα πρώτα «κέντρα φιλοξενίας». Χιλιάδες Νοτιοαφρικανοί που ζούσαν στις περιοχές των Μπόερς εξοντώθηκαν σε 64 στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Konzentrationslager) στην προσπάθειά τους να αποικίσουν τη ΝΔ Αφρική, εξοντώνοντας πάνω από 100.000 ανθρώπους από το 1904-1907, στην πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα, κατά τον ΟΗΕ.
Οι Γερμανοί μετέδωσαν την «τεχνογνωσία» τους και στους Οθωμανούς συμμάχους τους. Υπό την καθοδήγηση του Γερμανού αξιωματικού Λίμαν φον Σάντερς, σχηματίστηκαν τα Αμελέ Ταμπουρού (τάγματα καταναγκαστικής εργασίας), που χρησιμοποίησαν και οι Νεότουρκοι ως μέθοδο εθνοκάθαρσης εναντίον των Εβραίων, των Ελλήνων και των Αρμενίων.
«Με άλλα λόγια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεννιούνται όχι από το τακτικό δίκαιο (και ασφαλώς σε καμία περίπτωση, όπως ίσως κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει, δεν γεννιούνται από έναν μετασχηματισμό και μια εξέλιξη του σωφρονιστικού δικαίου), αλλά από την κατάσταση εξαίρεσης και από τον στρατιωτικό νόμο… Είναι γνωστό πως η δικαιική βάση του εγκλεισμού στα (γερμανικά) στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν το κοινό δίκαιο, αλλά η Schutzhaft («προληπτική φύλαξη»), ένα πρωσικής προέλευσης προληπτικό αστυνομικό μέτρο, που επέτρεπε να ‘τίθενται υπό φύλαξη’ άτομα, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε επιλήψιμης διαγωγής, αποκλειστικά και μόνο για να αποτραπεί ένας κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους…
Δεν πρέπει να λησμονούμε πως τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης επί γερμανικού εδάφους δεν ήταν έργο του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, οι οποίες όχι μόνο το 1923, μετά την κήρυξη της κατάστασης εξαίρεσης, έκλεισαν σε στρατόπεδα βάσει της Schutzhaft χιλιάδες στρατευμένους κομμουνιστές, αλλά δημιούργησαν και στο Κότμπους-Ζήλοβ ένα Konzentrationslager für Ausländer που φιλοξενούσε, ως επί το πλείστον, Εβραίους πρόσφυγες των ανατολικών χωρών, και το οποίο μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για Εβραίους του 20ού αιώνα (αν και, προφανώς, δεν επρόκειτο για στρατόπεδο εξολόθρευσης). (Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Homo sacer: κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή).
Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης: «Ο πρόεδρος του Ράιχ δύναται, όταν η δημόσια ασφάλεια και η τάξη διαταράσσονται σοβαρώς ή απειλούνται, να λάβει τις αναγκαίες αποφάσεις για την αποκατάσταση της δημόσιας ασφάλειας, εν ανάγκη με τη βοήθεια των ενόπλων δυνάμεων. Προς τούτο δύναται να αναστείλει προσωρινώς (ausser Kraft setzen) τα θεμελιώδη δικαιώματα που εμπεριέχονται στα άρθρα 114, 115, 117, 118, 123, 124 και 153».
Από το 1919 μέχρι το 1924, οι κυβερνήσεις της Βαϊμάρης κήρυξαν επανειλημμένως την κατάσταση εξαίρεσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις διήρκεσε μέχρι και 5 μήνες (για παράδειγμα, από τον Σεπτέμβριο του 1923 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1924). Όταν οι ναζί κατέλαβαν την εξουσία και, στις 28 Φεβρουαρίου 1933, εξέδωσαν το Verordnung zum Schutz von Volk und Staat το οποίο ανέστελλε επ’ αόριστον τα άρθρα του συντάγματος που αφορούσαν την προσωπική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης και του συναθροίζεσθαι, το απαραβίαστο της οικογενειακής εστίας και το απόρρητο της αλληλογραφίας και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, υπ’ αυτή την έννοια, δεν ακολουθούσαν παρά μια πρακτική η οποία είχε παγιωθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Εντούτοις, υπήρχε μια σημαντική καινοτομία. Το κείμενο του διατάγματος που, από νομική άποψη θεμελιωνόταν στο άρθρο 48 του έως και τότε ισχύοντος συντάγματος και ισοδυναμούσε με κήρυξη κατάστασης εξαίρεσης δεν περιείχε σε κανένα σημείο την έκφραση κατάσταση εξαίρεσης. Το διάταγμα έμεινε σε ισχύ μέχρι το τέλος του Τρίτου Ράιχ, το οποίο, υπό αυτήν την έννοια, πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως μια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου που διήρκεσε 12 χρόνια». Έτσι η κατάσταση εξαίρεσης γίνεται κανόνας.
Η ναζιστική Γερμανία μετέτρεψε την «καινοτόμο ιδέα» σε πραγματική επιστήμη βιομηχανικής εξόντωσης των Εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων, των ανάπηρων, των κομμουνιστών, των αναρχικών κι άλλων κοινωνικών και πολιτικών αντιπάλων του ναζισμού. Μέσα σε λίγες μέρες οι δυνάμεις καταστολής συνέλαβαν 20.000 χιλιάδες κομμουνιστές που τους διασκόρπισαν σε δεκάδες στρατόπεδα, ειδικά τμήματα στις κρατικές φυλακές, κέντρα κράτησης και σε διάσπαρτα κέντρα βασανιστηρίων μέσα σε υπόγεια ή εγκαταλειμμένα εργοστάσια.
Το Νταχάου ήταν «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους» (Χίμλερ), υπό τη δικαιοδοσία της Γκεστάπο, ενώ δεν άργησαν τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Από το 1941, στο πλαίσιο της «Τελικής Λύσης», οι Ναζί κατασκευάζουν σε κατεχόμενες χώρες στρατόπεδα εξόντωσης, όπως αυτά του Μπέλζεκ, του Σομπιμπόρ, της Τρεμπλίνκα και του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Εκατομμύρια Εβραίοι δολοφονήθηκαν σ’ αυτά τα στρατόπεδα, με την επίσπευση της «Τελικής Λύσης» μετά τη διάσκεψη της Βάνζεε στις 20/1/1942.
Στο τελευταίο στάδιο του πολέμου εμφανίζονται γύρω από μεγάλα στρατόπεδα, όπως το Νταχάου, δεκάδες υπο-στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας για να εξασφαλίσουν τη λειτουργία της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Ενώ το Ράιχ καταρρέει και οι συμμαχικοί στρατοί προελαύνουν, τεράστια πλήθη κρατουμένων «εκκενώνονται» από τα στρατόπεδα για να οδηγηθούν στην καρδιά της Γερμανίας, στις λεγόμενες πορείες θανάτου. Περίπου το ένα τρίτο των κρατουμένων που «εκκενώνονται» χάνουν τη ζωή τους, δολοφονούνται, στις πορείες θανάτου στις αρχές του 1945. Οι πορείες αυτές επιφέρουν επίσης υπερπληθυσμό και ακραία επιδείνωση των συνθηκών που επικρατούν εκεί σε άλλα στρατόπεδα όπως το Μπέργκεν Μπέλσεν. Πείνα, τύφος και εξασθένιση οδηγούν στο θάνατο 28.000 ανθρώπους μέσα σε έναν μόνο μήνα, τον Μάρτιο του 1945, λίγο καιρό πριν από την απελευθέρωση του Μπέργκεν Μπέλσεν από τους Βρετανούς.
“Eστω και διά ολίγα λεπτά ευρέθησαν ελεύθεροι”
«Στις 7 Οκτωβρίου του 1944, ημέρα Σάββατο, οι Γερμανοί επιχείρησαν να απομακρύνουν επιπλέον 200 άνδρες (Έλληνες και Ούγγρους) που είχαν ήδη επιλεγεί για εξόντωση. Ήταν περίπου 14.30 το μεσημέρι, όταν μια ομάδα των Ες-Ες έφτασε με ονομαστικούς καταλόγους για τη δεύτερη διαλογή […] Όταν άρχισαν να εκφωνούν τα ονόματα των Ελλήνων, κανείς δεν απάντησε. Σε κάποια στιγμή μια φωνή (πιθανόν του Ιωσήφ Βαρούχ) στα ελληνικά: ‘θα γίνει ή όχι το ντου που λέγαμε;’ Αμέσως όρμησαν στους Γερμανούς φρουρούς, τους αφόπλισαν και οχυρώθηκαν μέσα στο κρεματόριο ΙΙΙ με τα λίγα όπλα που διέθεταν, αναμένοντας από τους συντρόφους τους να κινηθούν. Δυστυχώς, αν και μυημένοι στο σχέδιο της εξέγερσης, οι άνδρες στα άλλα κρεματόρια δεν κινήθηκαν [..]. Μέσα σε ελάχιστη ώρα, ισχυρές δυνάμεις της φρουράς με πολυβόλα και σκυλιά περικύκλωσαν την περιοχή και ξεκίνησε μια ηρωική αλλά απελπιστικά άνιση μάχη. […]
Από τους 300 Έλληνες Εβραίους που πήραν μέρος στην εξέγερση επέζησαν μόνο οι 26, ανάμεσά τους ο Σαλονικιός πυγμάχος Σολομών Αρούχ, που η μαρτυρία του ενέπνευσε τη συγκλονιστική ταινία του Ρόμπερτ Γιανγκ «ο θρίαμβος της θέλησης»-απάντηση στο χιτλερικό φιλμ της Ρίφενσταλ «η δύναμη της θέλησης». Αλλά και το αριστουργηματικό φίλμ του Λάζλο Νέμες “ο γιος του Σαούλ”.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χάιντς Κούνιο, ανάμεσά στους εξεγερμένους ήταν και Εβραιοπούλες από τη Θεσσαλονίκη που δούλευαν στο εργοστάσιο πυρομαχικών ΟΥΝΙΟΝ και έκρυβαν εκρηκτική ύλη στο στρίφωμα του κεφαλόδεσμού τους.- Οι περισσότεροι έπεσαν ηρωικά κάτω από τη βροχή σφαιρών, ενώ οι υπόλοιποι που παραδόθηκαν εκτελέστηκαν επί τόπου, όπως ο Μωύς Ααρών, ο Ιακώβ (Βίκο) Μπρούδο, ο Ισαάκ Βαρούχ (ανήκαν στο κρεματόριο IV) και ο Σαμ Καράσσο..Όσοι Έλληνες Εβραίοι από τα άλλα κρεματόρια και το γειτονικό Kanada παρακολουθούσαν τα γεγονότα, ανήμποροι να αντιδράσουν, θυμούνται πως μέσα στους κρότους και τα ουρλιαχτά ακουγόταν ο ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Μπορεί η εξέγερση εκείνη να απέτυχε αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει μαρτυρία του διασωθέντος Μαρσέλ Νατζαρή: “Eστω και διά ολίγα λεπτά ευρέθησαν ελεύθεροι”»*.
Η εξέγερση του Μπούχενβαλντ
Στις 11 Απριλίου τιμάται η Διεθνής Ημέρα απελευθέρωσης των κρατουμένων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αυτή η μέρα καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη μνήμη για τη διεθνιστική εξέγερση των κρατουμένων του Μπούχενβαλντ το 1945.
Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο έδαφος της Γερμανίας. Από το 1937 μέσα από το Μπούχενβαλντ πέρασαν 239 χιλ. κρατούμενοι. Πέθαναν ή σκοτώθηκαν 56 χιλ. άτομα 18 εθνικοτήτων. Τον Απρίλιο του 1945 στο στρατόπεδο ξέσπασε εξέγερση.
Οι κρατούμενοι αφόπλισαν και έπιασαν αιχμάλωτους πολλούς στρατιώτες των SS και της φρουράς. Η Διεθνής Επιτροπή των ανταρτών έλεγχε το στρατόπεδο λίγες ημέρες πριν την άφιξη των αμερικανικών στρατιωτικών μονάδων στις 11 Απριλίου. Θα άξιζε να διαβάσει κανείς τις εξαιρετικές μαρτυρίες που περιέχονται στα βιβλία του Χόρχε Σεμπρούν, από τους εξεγερμένους του Μπούχενβαλντ, ιδιαίτερα στο στοχαστικό Γραφή ή ζωή.
Αλλά και οι σύμμαχοι του αντιφασιστικού μπλοκ χρησιμοποίησαν την «καινοτόμο ιδέα», με διαφορετικές βέβαια επιδιώξεις. Στις ΗΠΑ, μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, ο πρόεδρος Ρούσβελτ διέταξε να ιδρυθούν στρατόπεδα συγκέντρωσης για 120.000 ιαπωνικής καταγωγής πολίτες των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα στην ΕΣΣΔ λειτουργούσαν τα γνωστά γκούλαγκ, που χρησιμοποιήθηκαν για την «αναμόρφωση» των θυμάτων του σταλινικού καθεστώτος και για καταναγκαστική εργασία.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και τα «οικεία κακά». Δεκάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης έστησαν οι νικητές του Εμφυλίου για να τσακίσουν τον «εσωτερικό εχθρό». Το κολαστήριο της Μακρονήσου αναγορεύθηκε από τους «πεφωτισμένους» της Δεξιάς Κ. Τσάτσο και Π. Κανελλόπουλο σε «αναρρωτήριο ψυχών», «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», «εθνική κολυμβήθρα», «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας», «Νέος Παρθενών».
Η χούντα, ως άξιος κληρονόμος της «εθνικής αναβάπτισης», έκλεισε «προληπτικώς» 4.500 περίπου υποψήφιους αντιπάλους της στη Γιούρα και τη Λέρο.
Η επιστήμη και η τεχνική των σωματικών και ψυχο-πνευματικών βασανιστηρίων έφτασε στο απόγειό της στη ναυτική βάση των Η.Π.Α. στο Γκουαντάναμο της Κούβας. «Στο Γκουαντάναμο, γράφει ο Αγκάμπεν, η γυμνή ζωή αγγίζει τη μέγιστη απροσδιοριστία της. Οι κρατούμενοι έχουν εκπέσει πλέον από την ανθρώπινη κατάσταση, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανθρώπου και ζώου…
…Το στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι μόνο ο τόπος όπου συντελέστηκε η πιο απόλυτη conditio inhumana (απάνθρωπη κατάσταση) που εμφανίστηκε ποτέ πάνω στη γη: σε τελική ανάλυση, αυτό είναι που μετρά τόσο για τα θύματα όσο και για τους μεταγενέστερους». (Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Homo sacer: κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή).
Η απάνθρωπη κατάσταση βρικολακιάζει σήμερα στα κατ’ ευφημισμόν «κέντρα φιλοξενίας» των μεταναστών.
Πόσες άραγε «εξηγήσεις» χρειάζονται για να γίνει αντιληπτό το «το απόλυτο κακό-το απόλυτο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας»; Οπως παραδέχεται στο επίμετρο, που συνοδεύει το βιβλιαράκι της Γαλλίδας ιστορικού Ανέτ Βιβιορκά, διευθύντριας ερευνών στο γαλλικό CNRS, πρωτοδημοσιευμένο στη Γαλλία το 1999, το «Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» (μετ. Κ. Δευτεραίου, εκδ. Πόλις), η Θεσσαλονικιά συνάδελφός της, Ρίκα Μπενβενίστε, «νιώθω απέχθεια για την παιδαγωγική του πόνου και είμαι καχύποπτη απέναντι στις ταυτίσεις με τα θύματα… Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Ομως δεν ξέρω κάτι καλύτερο».
Όπως σωστά έχει διαπιστώσει ο ιστορικός Γ.Κόκκινος (Η σκουριά και το πυρ. Προσεγγίζοντας τη σχέση ιστορίας, τραύματος και μνήμης, Gutenberg, Αθήνα 2012 και Το Ολοκαύτωμα – Η διαχείριση της τραυματικής εμπειρίας – Θύτες και θύματα, Gutenberg, Αθήνα 2015)- η μνήμη της βιομηχανοποιημένης εξόντωσης από τον ναζισμό εξελίχθηκε συχνά -σε ένα γενικευμένο πνεύμα συλλογικής αυτο-ενοχοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών αποδεσμευμένο από το ιδεολογικό και πολιτικό του πλαίσιο. Όπως επισήμανε ο Α.Λιάκος («Η πολιτική της μνήμης», Το Βήμα, 22/5/2005) αυτή ακριβώς η κουλτούρα της συλλογικής ενοχής και συγνώμης καταλήγει συχνά να λειτουργεί ως εργαλείο άσκησης πολιτικής που τελικά δεν επιτρέπει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες να αντιμετωπίζουν ριζικά τις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου. Αγνοώντας, όπως τονίζει ο Λ.Τρότσκι, ότι «ο γερμανικός φασισμός, όπως και ο ιταλικός, αναρριχήθηκε στην εξουσία πατώντας πάνω στις πλάτες των μικροαστών, που χρησιμοποιήθηκαν σαν πολιορκητικός κριός ενάντια στις εργατικές οργανώσεις και τους θεσμούς της δημοκρατίας. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία κάθε άλλο παρά κυβέρνηση των μικροαστών μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, είναι η πιο ανελέητη δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου… Ο Μουσολίνι είχε δίκιο: οι μεσαίες τάξεις είναι ανίκανες για μια ανεξάρτητη πολιτική. Στις περιόδους κρίσης, καλούνται να τραβήξουν μέχρι παραλογισμού τις πολιτικές της μιας απ’ τις δυο βασικές τάξεις. Ο φασισμός κατάφερε να τις θέσει στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Συνθήματα όπως η κρατικοποίηση των τραστ ή η αφαίρεση των αμύθητων περιουσιών που αποκτήθηκαν με άδικο τρόπο, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων την επομένη της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Οι συζητήσεις για την «γερμανική ιδιομορφία» χρειάστηκαν μόνο για να στηρίξουν έναν καπιταλιστικό – αστυνομικό συγκεντρωτισμό. Κάθε επιτυχία της εξωτερικής ή της εσωτερικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού, δεν θα σημαίνει παρά την ακόμα πιο πλήρη συντριβή του μικροαστού απ’ τον κεφαλαιοκράτη…
Οι πυρές στις οποίες καίγεται η ανίερη μαρξιστική φιλολογία φωτίζουν με τον καλύτερο τρόπο την ταξική φύση του Εθνικοσοσιαλισμού. Όσο οι Ναζί δρούσαν σαν κόμμα και όχι σαν κρατική εξουσία, ήταν σχεδόν αδύνατο να βρουν διόδους προς την εργατική τάξη. Από την άλλη μεριά, το μεγάλο κεφάλαιο, ακόμα και το τμήμα του που χρηματοδοτούσε τον Χίτλερ, δεν θεωρούσε αυτό το κόμμα πραγματικά δικό του. Η εθνική «αναγέννηση» στηρίχτηκε ολοκληρωτικά στις ενδιάμεσες τάξεις, που αποτελούν το πιο καθυστερημένο κομμάτι της κοινωνίας, το βαρύ της απόβαρο. Η πολιτική τέχνη συνίστατο μόνο στο να καταφέρουν να συνενώσουν τους διασπαρμένους μικροαστούς, μέσω μιας κοινής εχθρότητας προς το προλεταριάτο. Τι έπρεπε να γίνει για να καλυτερέψουν τα πράγματα; Πρώτ’ απ’ όλα, να συντριβούν όσοι βρισκόντουσαν από κάτω. Ανίσχυροι μπροστά στο μεγάλο κεφάλαιο, οι μικροαστοί έλπιζαν να ξανακερδίσουν τη χαμένη τους αξιοπρέπεια μέσ’ απ’ την καταστροφή των εργατών». (Λ. Τρότσκι, τί είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;)
Η αναμέτρηση κατά συνέπεια όλων μας με την μνήμη της φρίκης πρέπει να είναι συνεχής χωρίς να είναι ενοχική. «Γιατί ο δήμιος χτυπάει πάντα δυό φορές, τη δεύτερη με τη λήθη» (Ελί Βεζέλ).
Σημειώσεις:
• Απόσπασμα από το βιβλίο της Φωτεινής Τομαή, προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, “Ελληνες στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου”, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2009.
• Ο δημοσιογράφος Σπύρος Κουζινόπουλος έχει αφιερώσει ένα ολιγοσέλιδο υποκεφάλαιο στο βιβλίο του “Υπόθεση ΑλόιςΜπρούνερ”, εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2005 και ορισμένα στοιχεία για τους Εβραίους κρατούμενους Sonderkommando υπάρχουν στο βιβλίο του Σλόμο Βενέτσια με τίτλο “Sonderkommando”, εκδόσεις Πατάκη, 2008.
Μηταφίδης Τριαντάφυλλος, 17-12-2015, ΚΕΝΤΡΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ομιλία στην εκδήλωση “Θεσσαλονίκη πόλη μαρτυρική, πόλη της αντίστασης”