Επιμέλεια έκδοσης: Βάντα Ιωαννίδου
….. Στα Μικρασιατικά υψίπεδα, στο δρόμο προς την Άγκυρα οι διψασμένοι και πεινασμένοι στρατιώτες έφευγαν σχεδόν από το πραγματικό. Ο τόπος εδώ δεν ανήκε στη Μεσόγειο που είχαν γνωρίσει. Εδώ, ήταν Ασία πλέον, η Ασία με τις ερήμους, τις ατελείωτες στέπες, τα λίγα ποτάμια, τους νομάδες κατοίκους, τις εύθραυστες ισορροπίες της ζωής, τη δίψα, τον καύσωνα, το κρύο της νύχτας. Ήταν ένας ολότελα ξένος τόπος, σκληρός και αφιλόξενος. Το χειρότερο μέρος, για να πεθάνει κανείς. Η φωτογράφηση στις πηγές του Σαγγάριου έδινε ίσως αίσθηση ανάλογη με εκείνη των παλιών εξερευνητών που πλησίαζαν τις πηγές του Νείλου.
Κι όμως, εδώ οι φαντάροι είχαν έρθει ακριβώς για να πεθάνουν. Οι καταυλισμοί που έστηναν έμοιαζαν πόλεις στο πουθενά, τα πεδία των μαχών αποτυπώνονταν απ’ τους διάσπαρτους σταυρούς που φύτρωναν εδώ και εκεί. Ο Αρχιστράτηγος δεν εντυπωσίαζε σε αυτό το χάος – έριχνε να είναι το ίδιο μόνος, το ίδιο χαμένος όπως οι απλοί στρατιώτες.
Μετά από χιλιάδες νεκρούς, ακόμα περισσότερους τραυματίες και σακατεμένους, μετά από μύρια όσα βάσανα και πόνο η Στρατιά είδε πέρα μακριά τον ήλιο της Άγκυρας να δύει.
Και άρχισε πάλι η υποχώρηση. Αυτή τη φορά δεν την είπαν έτσι. «Επιθετική επιστροφή» την ονόμασαν. Δεν είχαν καμία αξία οι λέξεις. Επρόκειτο για ήττα στρατιωτική και τελεσίδικη, ήττα πολιτική. Μετά από τον τραγικό Αύγουστο του 1921 η τύχη της Μικράς Ασίας όπως και η αντίστοιχη μεγάλου μέρους των κατοίκων της, είχε σφραγιστεί.
Στο μεταξύ στο Αφιόν Καραχισάρ η ζωή συνεχιζόταν. Τα απρόοπτα δεν ήταν ακόμα τραγικά. Μια πυρκαγιά, συνηθισμένη ιστορία τις τότε πόλεις με τα ξύλινα σπίτια ήταν το συμβάν που αναστάτωσε τους κατοίκους. Τα τοπία εξάλλου παρέμεναν αναλλοίωτα, η καθημερινή ζωή επίσης αυτή που αντίκριζε ο Κυρμιζάκης από το καφασωτό του παράθυρο, το παζάρι, τους θορυβώδεις και αεικίνητους μικροπωλητές, τους στενούς δρόμους.
Αυτό θα ήταν το σκηνικό στη φάση της αναμονής του τραγικού τέλους.
Γ.Μ.
Από το λεύκωμα του Δημήτρη Κυρμιζάκη «Φωτογραφικό οδοιπορικό Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922»
Επιλογή κειμένου φωτογραφιών
Άννα
Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη