Έμπλεξαν τις… γραμμές τους ελληνική κυβέρνηση, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαίοι. Δεν πέρασαν λίγα 24ωρα από τις αισιόδοξες δηλώσεις περί επικείμενης συμφωνίας για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος μέχρι τις 11 Απριλίου και βγήκαν ξανά τα «μαχαίρια»: Ο γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκος Κουτεντάκης κατηγόρησε το ΔΝΤ για συμπεριφορά …Σαϊλοκ καταλογίζοντας στους εκπροσώπους του ότι προκαλούν καθυστερήσεις στη διαδικασία της αξιολόγησης.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιού, συνέδεσε ευθέως τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με την «ικανοποιητική ελάφρυνση του χρέους της χώρας» για να λάβει άμεση απάντηση από τον υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βολφκγκανγκ Σοϊμπλε: «δεν επείγει η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Προέχουν η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αλλά και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων». Έτσι, ενώ έχει ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup της 22ας Απριλίου –υποτίθεται ότι μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία θα πρέπει όχι μόνο να έχει επιτευχθεί συμφωνία με τους δανειστές αλλά να έχουν ψηφιστεί και όλα τα μέτρα από την ελληνική Βουλή- η διαπραγμάτευση αποκτά χαρακτηριστικά θρίλερ.
Εκτός από το περιεχόμενο και το ύψος των δημοσιονομικών μέτρων που θα πρέπει να συμφωνούν, ανοικτό παραμένει πλέον και το αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα συμμετάσχει τελικώς έμπρακτα –δηλαδή συνεισφέροντας κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των αναγκών της Ελλάδας μέχρι το 2018- στην 3η δανειακή σύμβαση. «Είναι ένα ζήτημα που αφορά το ΔΝΤ» τόνιζε χθες από την πλευρά του ο Γάλλος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή Στέλιου Κουλογλου: «Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι εταίρος στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ. Σε ότι αφορά τη συμμετοχή του σε ξεχωριστό πρόγραμμα για την Ελλάδα που θα συνεπάγεται αποκλειστική χρηματοδότηση, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά το ΔΝΤ» ήταν η ακριβής απάντηση του Γάλλου Επιτρόπου.
Η 2η μέσα σε λίγες ημέρες επίθεση προς το ΔΝΤ από κυβερνητικό στέλεχος –είχαν προηγηθεί την περασμένη Παρασκευή οι σκληρές δηλώσεις κύκλων του υπουργείου Οικονομικών που μιλούσαν ουσιαστικά για ανεύθυνη στάση του ΔΝΤ- αποδεικνύει ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες των διαβουλεύσεων έχουν προκύψει έντονες διαφωνίες τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το ΔΝΤ όσο και μεταξύ των «θεσμών». Οι χθεσινές δηλώσεις του γενικού γραμματέα δημοσιονομικής πολιτικής Φραγκίσκου Κουτεντάκη δείχνουν ότι οι διαφωνίες εκτείνονται πέρα από το ύψος του αφορολογήτου της κλίμακας φορολογίας μισθωτών-συνταξιούχων. Μεταξύ άλλων, ο κ. Κουτεντάκης είπε:
· Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ξέρει τι θέλει. Έχει φοβερές ιδεολογικές εμμονές.
· Τα νούμερα που βάζει στο τραπέζι το ΔΝΤ δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στηρίζονται στο ότι το 2015 έκλεισε με πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ όταν η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να «βλέπει» πλεόνασμα 0,2% του ΑΕΠ κατά την εκτέλεση του περυσινού προϋπολογισμού.
· Με ευθύνη του ΔΝΤ καθυστέρησε η διαπραγμάτευση κατά δύο εβδομάδες. Θέλουν να βρεθεί η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού.
· Τα τεχνικά κλιμάκια, έχουν προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση η οποία κρούει συνεχώς τον κώδωνα του κινδύνου για την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης προκειμένου να διαλυθεί η αβεβαιότητα, να καθυστερήσει για μερικές ημέρες η καταβολή των μισθών και των συντάξεων.
· Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή θέμα με τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους αλλά είναι αυτονόητο ότι αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.
Οι αναφορές του κ. Κουτεντάκη δείχνουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξακολουθεί να εγείρει θέμα για το ύψος των απαιτούμενων δημοσιονομικών μέτρων (εξ’ ου και η αναφορά στον εσφαλμένο υπολογισμό του περυσινού πρωτογενούς αποτελέσματος από την πλευρά του Ταμείου). Οι μέχρι τώρα πληροφορίες από τη διαπραγμάτευση, δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να τα «βρει» τουλάχιστον με τους Ευρωπαίους επιβάλλοντας μέτρα της τάξεως του 3% του ΑΕΠ ήτοι περίπου 5,5 δις. ευρώ. Και αν αυτό είναι το «μήνυμα» ΔΝΤ προς την ελληνική πλευρά (μη στοιχειοθετημένο και εκτός τόπου κατά τον κ. Κουτεντάκη) υπάρχει αντίστοιχο προς την πλευρά των Ευρωπαίων.
Αποστολέας αυτή τη φορά, ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιού:
«Το ΔΝΤ δεν θα λάβει μέρος χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα της Ελλάδας εκτός και εάν προηγηθεί ικανοποιητική ελάφρυνση του χρέους της χώρας» είπε καταθέτοντας στην Επιτροπή Οικονομικών της αμερικανικής Βουλής ο κ. Λιού. Ο ίδιος, αναγνώρισε ότι η Ελλάδα έχει εφαρμόσει σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων κατά τον τελευταίο χρόνο αλλά στο θέμα του χρέους υιοθέτησε πλήρως τη θέση του ΔΝΤ. Το αν οι Ευρωπαίοι θα αποδεχτούν το αίτημα του Ταμείου, είναι πέρα για πέρα ανοικτό κάτι που φρόντισε να ξεκαθαρίσει για μια ακόμη φορά ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble: «Η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι δυστυχώς μια συζήτηση για κάτι που δεν επείγει».
Ο κ. Schaeuble στάθηκε περισσότερο στα ανοικτά θέματα της διαπραγμάτευσης, μεταξύ των οποίων και στο ασφαλιστικό: «Αν, για τους λόγους που ξέρουμε, δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο χειρισμών στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση, τότε οι τρεις θεσμοί θα πρέπει μαζί με την ελληνική κυβέρνηση να βρουν κάτι άλλο αντ’αυτού», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός συμπληρώνοντας ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι πιο πιεστικά θέματα έναντι αυτό του χρέους. Από την πλευρά του ο. κ. Μοσκοβισί –στο πλαίσιο της απάντησής του σε σχετική ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο- τόνισε για το χρέος ότι η τυχόν ελάφρυνσή του θα αποτελέσει «απόφαση των χωρών πιστωτών της Ελλάδας» και ότι «σε κάθε περίπτωση θα εξαρτηθεί από την πλήρη εφαρμογή των όρων του προγράμματος από την ελληνική πλευρά».
Σύμφωνα με τον Μοσκοβισί, «η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), διενήργησε μία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μέσω της έγκαιρης και αποτελεσματικής εφαρμογής του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), του ενστερνισμού του εν λόγω προγράμματος από τις ελληνικές αρχές και των μέτρων που «θα υιοθετηθούν με βάση κατάλληλες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της αποδεδειγμένης δέσμευσης για πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές αρχές. Κάθε απόφαση σχετικά με τα εν λόγω μέτρα πρέπει να λαμβάνεται από τα κράτη μέλη, τα οποία είναι οι πιστωτές της ελληνικής κυβέρνησης.
Η Ευρωομάδα δήλωσε ότι είναι έτοιμη «να εξετάσει, εάν χρειαστεί, πιθανά πρόσθετα μέτρα (πιθανή παράταση περιόδων χάριτος και εξόφλησης), ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας παραμένουν σε βιώσιμο επίπεδο», αλλά ότι τα μέτρα αυτά «θα εξαρτηθούν από την πλήρη εφαρμογή των μέτρων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ και θα εξεταστούν μετά την πρώτη θετική ολοκλήρωση της αξιολόγησης [του προγράμματος». Τόνισε, επίσης, την αδυναμία ανάληψης απομειώσεων της ονομαστικής αξίας του επίσημου χρέους.
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού
Κυρίως σε συγκυριακούς λόγους οφείλεται η διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδα πολύ υψηλότερα του στόχου, ανέφερε χθες ο κ. Κουτεντάκης (σ.σ στο πρώτο δίμηνο, καταγράφηκε πλεόνασμα 3,038 δις. ευρώ έναντι στόχου 1,065 δις. ευρώ). Οι συγκυριακοί λόγοι είναι:
· Τα μη φορολογικά έσοδα (παράβολα, προμήθειες, μερίσματα, κλπ) είναι ιδιαίτερα αυξημένα κυρίως λόγω του υψηλότερου μερίσματος από την ΤτΕ κατά 325 εκατ. πάνω από την πρόβλεψη (775 εκατ. ευρώ αντί 450 εκατ. ευρώ).
· Η πληρωμή για την κάλυψη ελλείμματος του ΕΛΕΓΕΠ γίνεται σταδιακά ενώ η πρόβλεψη ήταν να γίνει εφάπαξ. Στο πρώτο δίμηνο είχαν προβλεφθεί 281 εκατ και πληρώσαμε μόνο 78, δηλαδή εξοικονομήσαμε 203 εκατ. που θα πληρωθούν τους επόμενους μήνες (8 δόσεις)
· Αποδόσεις στην ΕΕ (συνεισφορές στον κοινοτικό προϋπολογισμό) ζητήθηκαν 193 εκατ. λιγότερα από όσα είχαμε προβλέψει (386 αντί 579)
· Καταναλωτικές δαπάνες από μεταφορά πληρωμών του 2015, που δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, στο 2016. Οι σχετικά χρονοβόρες διαδικασίες της λογιστικής μεταφοράς περιόρισαν τις δαπάνες κατά 203 εκατ. κάτω από την πρόβλεψη.
· Λιγότερα αιτήματα επιχορηγήσεων στον κοινωνικό προϋπολογισμό (ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία και κοινωνική προστασία) κατά 122 εκατ. καθώς υπάρχουν αρκετά ταμειακά διαθέσιμα.