Όταν περπατάει, οι άκρες των μαλλιών της, γαργαλάνε τις γάμπες της. «Τώρα έχω κουρευτεί» λέει χαϊδεύοντας την πλούσια καστανοκόκκινη κόμη της. Στα χωριά της Κρήτης όπου μετακόμισε για ένα χρόνο από το Αρκάνσας, οι ντόπιοι την περνούσαν για ξωτικό. Η Ελίζαμπεθ Λάνιους, που δηλώνει «Αμερικανίδα στην καταγωγή, Κρητικιά στην ψυχή» έχει ύψος 1.82 και μια κόμη που θα ζήλευε και η Βερενίκη. Έχει κι η ίδια άλλωστε ένα τάμα: Κάθε φορά που κουρεύεται δωρίζει τα μαλλιά της σε έναν σύλλογο που κατασκευάζει περούκες για παιδιά με καρκίνο.
«Μου πήρε περίπου 15 χρόνια για να μακρύνουν τα μαλλιά μου από τους καρπούς μέχρι τους αστραγάλους» λέει η 35χρονη Ελίζαμπεθ. Είναι ποιήτρια και συγγραφέας και εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σχολείο του Αρκάνσας,. Μετακόμισε από την Αμερική στα Χανιά, πέρσι το καλοκαίρι, λόγω της δουλειάς του συζύγου της- είναι μηχανικός αεροσκαφών. «Μέναμε στο Ακρωτήρι, έξω από τα Χανιά, ανάμεσα στο Σταυρό και στα Χωραφάκια» λέει αναπολώντας τη ζωή που πρόσφατα άφησε πίσω. Μου θυμίζει τη Ραπουνζέλ- όταν σοβαρεύει μοιάζει με τη Λαίδη Λίλιθ του Ροσέτι.
«Όταν ήμουν μικρή, έμοιαζα περισσότερο με ασχημούλικο αγοράκι παρά με χαριτωμένο κοριτσάκι. Καθώς μεγάλωνα, έκανα έναν σιωπηλό όρκο: δε θα έκοβα ποτέ ξανά τα μαλλιά μου κοντά» λέει η Ελίζαμπεθ και μου διηγείται την ιστορία αυτής της ολόμαλλης μπέρτας που ριζώνει στο κεφάλι της και σκεπάζει πάνω από τα ⅔ του σώματός της. Ξεκίνησε από ένα παιδικό απωθημένο.
«Παλιά, η μητέρα μου, μού έκοβε τα μαλλιά πολύ κοντά, α λα γκαρσόν. Δεν είχαμε χρήματα τότε, ντυνόμασταν μόνο με secondhand ρούχα που μας έδιναν άλλα παιδιά -αγόρια και κορίτσια – όταν μεγάλωναν και πια δεν τους έμπαιναν. Ήμουν, λοιπόν, ένα κοριτσάκι με αγορίστικα μαλλιά και ρούχα. Σήμερα τα μαλλιά μου φτάνουν μέχρι τη μέση της γάμπας μου- έχω ύψος 1.82. Όταν ξεπερνούν τα γόνατα, συνήθως κουρεύομαι. Είναι ώρα τώρα. Για να κρατάω υγιείς τις άκρες, τις κόβω συχνά. Όταν πηγαίνω για κούρεμα κόβω περίπου 35 εκατοστά. Ότι φεύγει το δωρίζω. Είμαι μέλος της οργάνωσης “LocksforLove” που φτιάχνει περούκες από ανθρώπινα μαλλιά και τα δίνει σε παιδιά που έχουν καρκίνο και έχουν χάσει τα μαλλιά τους από τις χημειοθεραπείες» λέει η ίδια.
Συζητάμε για μάσκες, λούσιμο και σαμπουάν, της λέω ότι ειδικά το καλοκαίρι λούζομαι κάθε μέρα, «αποκλείεται» σχολιάζει σοκαρισμένη- δε λούζεται πάνω από μια φορά την εβδομάδα και δε χρησιμοποιεί προϊόντα styling, παρά μόνο ένα φυσικό σαμπουάν με περισσότερα αιθέρια έλαια και βότανα από χημικά.
Αγνό παρθένο μαλλί. Χωρίς περμανάντ, μακριά από σεσουάρ, βαφές και σίδερο για μπούκλες. «Μπορεί να βλάψουν τα μαλλιά, να τα κάνουν ξηρά και εύθραυστα.Τα μαλλιά μου είναι εντελώς φυσικά. Δεν έχει μπει ποτέ τίποτα πάνω τους» λέει με υπερηφάνεια. «Δυστυχώς έχω λίγα γκρίζα κι έχουν ήδη φτάσει στα γόνατα». Μου περιγράφει τα χτενίσματα που κάνει, την μακριά κοτσίδα που πλέκει και πώς τα στριφογυρίζει σε ένα μεγάλο κουλούρι, για να μην μπερδεύονται, όταν έχει πολύ αέρα. Πέρσι τον χειμώνα, στην Κρήτη, ήταν το μόνιμο χτένισμά της, λόγω των ανέμων.
Εκεί ξεκίνησε όπως λέει, να εξερευνά σαν τουρίστρια τις ομορφιές, να απολαμβάνει τον ήλιο, τη φύση και την τοπική κουζίνα. «Αλλά έχω την καρδιά του ποιητή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήμουν μόνο τουρίστρια» συμπληρώνει η ίδια και η κουβέντα γυρίζει στο μυθιστόρημα με θέμα τη ζωή στην Κρήτη που τη μάγεψε.
«Πριν τρεις μήνες τελείωσε ο χρόνος παραμονής μας στο νησί. Είμαι πίσω στο Αρκάνσας, με την οικογένεια και τους φίλους. Όμως δεν είμαι ολόκληρη εδώ. Έχω αφήσει ένα μέρος του εαυτού μου πίσω, να περπατάει στις αμμουδερές παραλίες το ηλιοβασίλεμα, να χαζεύει τους κάμπους και τα αγριολούλουδα, να εξερευνά τα αρχαία, να γνέφει στον Νίκο τον βοσκό που οδηγεί τα πρόβατά του δίπλα στο σπίτι μας, να μαζεύει φρέσκα βότανα στη βουνοπλαγιά, να επισκέπτεται μικρά χωριά στα βουνά, όπου η φιλοξενία είναι δυνατή όσο η προφορά και να γλεντάει στις ταβέρνες, σε τραπέζι με αρνί, γεμιστά, ντολμαδάκια και τσικουδιά. Τα σκέφτομαι και έχω τη γεύση της μυζήθρας και της ελιάς στο στόμα. Ξεκίνησα ως τουρίστας και το ταξίδι τελείωσε με έρωτα. Ερωτεύτηκα την ψυχή της Κρήτης»
Την περασμένη χρονιά, βοήθησε ως ανεξάρτητη σύμβουλος Αγγλικών, τα παιδιά της Σούδας, κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές. «Κάθε μέρα εκεί, μπήκε σαν πολύτιμο δώρο στην καρδιά μου. Κάθε εμπειρία έγινε ανάμνηση που ήθελα να αιχμαλωτίσω για πάντα. Το τελευταίο 6μηνο που έμεινα στην Κρήτη, ξεκίνησα να γράφω ένα μυθιστόρημα για το νησί, διεισδύοντας στην ομορφιά των ανθρώπων, της κουλτούρας και της ιστορίας- ώστε να μεταφέρω στους άλλους το πνεύμα του νησιού. Πέρασα πολύ χρόνο ερευνώντας την ιστορία και ένα μεγάλο κομμάτι της έρευνας μένει ακόμα ανολοκλήρωτο. Εχω γράψει περίπου 100 σελίδες και συνεχίζω…» λέει και δηλώνει γοητευμένη από το πνεύμα και την ομορφιά των ανθρώπων, τον πολιτισμικό πλούτο, το βάθος της ιστορίας και τη φύση της ελληνικής γλώσσας.
«Αυτό το χρόνο θα τελειώσω το μυθιστόρημά μου. Θα πω σε όλους την ιστορία των Κρητικών. Θα φροντίσω ο εκδότης μου να προσλάβει μεταφραστή, έτσι ώστε να μπορέσουν οι Έλληνες -οι φίλοι μου εδώ και όσοι συνάντησα στο δρόμο μου αλλά και οι άνθρωποι που κάνουν το νησί αυτό που είναι – να γίνουν μέρος μιας κρητικής, λογοτεχνικής γιορτής».