Με μια συγκινητική ανάρτηση αλλά και άκρως περιγραφική της πραγματικότητας που βιώνουν πολλές οικογένειες με καρκινοπαθείς η δημοσιογράφος Φραγκίσκα Μεγαλούδη, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου, αναφέρεται στη μάχη με τον καρκίνο που έδωσαν οι γονεις της. Συμπεραίνει ότι για την Παγκόσμια Μέρα καρκίνου πρέπει να ζητήσουμε “καλύτερη δημόσια υγεία προσβασιμη σε όλους, γιατί μόνο αυτό έχει σημασία. Τίποτα άλλο.”
Διαβάστε την ανάρτηση:
Καπου στις αρχές του 2016. Ο μπαμπάς μετά απο 40 χρόνια δουλειάς στις οικοδομές, ζούσε με τη μαμά στο σπίτι, με πετσοκομένη σύνταξη, λογαριασμούς που για να τους πληρώσουν μείωναν απο το φαγητό και σε ένα σπίτι που το πετρέλαιο του χειμώνα ήταν το μεγαλύτερο αγχος. Τότε μας επισκέφθηκε για πρώτη φορά ο καρκίνος.
Μια εξέταση ρουτίνας αποκάλυψε έναν καρκίνο του προστάτη. Η βιοψία που έγινε σε ιδιωτικό κέντρο (επειδή στο νοσοκομείο μας είπαν ότι είχε αναμονή 15 μήνες..), αποκάλυψε πολύ προχωρημένο στάδιο.
Τότε είδαμε ακόμα μια φορά την απληστία και την παλανθρωπιά κάποιων επαγγελματιών υγειας.
Ενας “καθηγητής” ουρολογίας, που μας τον σύστησε (πρωην) οικογενειακός φίλος γιατρός, ήθελε χωρίς να κάνει καμία εξέταση, να αφαιρέσει την κύστη του μπαμπά γιατί ήταν σιγουρος ότι είχε γίνει μετάσταση στη κύστη.
Δώστε μου λεει 13,000 και θα του βάλουμε ένα σακουλάκι και τελείωσε. Οταν τον ρώτησα πόσο σίγουρος έιναι οτι εχει μετάσταση χωρις να έχει κάνει καμία εξέταση, η απάντησση ηταν δεν θα συζητήσω ιατρικά μαζί σου.
Θυμάμαι τον μπαμπά που είχε φοβηθεί και έλεγε να πάρουμε δάνειο κορίτσι μου να τα δώσουμε, να του λέω μπαμπά για να σου εγχειρήσει αυτός την κύστη θα πρέπει να περάσει πάνω απο το πτώμα μου.
Και έτσι διώξαμε τον “καθηγητή”, και ο δεύτερος ουρολόγος, επίσης καθηγητής, δεν μπορούσε να πιστέψει τα όσα έγιναν. Τελικά ο μπαμπάς ποτέ δεν είχε μετάσταση στην κύστη, αλλά στα οστά.
Θυμάμαι εκείνες τις μέρες και τις νύχτες.
Τις εξετάσεις, τις αξονικές που δεν κάλυπτε ο ΕΟΠΥΥ, τις επιτροπές που έπρεπε να αποδείξεις ότι πεθαίνεις, τις ατέλειωτες ουρές μαζί με δεκάδες άλλους τσακισμένους καρκινοπαθείς, τις λοιμώξεις, τις αναιμίες.
Τις νύχτες στον Ευαγγελισμό με τα σκισμένα σεντόνια, τα χαλασμένα θερμόμετρα, να παρακαλάμε για μεταγγιση αίματος και οι γιατροι να μας λένε ότι δεν εχουν αρκετο και το φυλάνε για νεότερους και ας είχαμε δώσει συνολικά 7 φιάλες.
Θυμάμαι τον μπαμπά με το μπαστουνάκι του, να τον πηγαίνω τα πρωινά για το καφεδάκι του και μετά να φεύγω για τη δουλειά και να τον κοιτάω καθώς έμπαινε σπίτι και απο μακριά έμοιαζε πλέον με μικρό παιδί.
Σύντομα σταμάτησαν και τα καφεδάκια.
Δεν μπορούσε να βγει απο το σπίτι.
Θυμάμαι να τον στηρίζουμε στην πλάτη μας για να κάτσει και να του κόβουμε το φαγητό κομματάκια.
Και ετσι ο μπαμπάς, έφυγε ένα πρωινό σαββάτου, στο σπίτι και όταν τον ντύσαμε, τα παπούτσια που του βάλαμε ήταν τρύπια.
Θυμάμαι την αδερφή μου να κλαίει γιατί τα έξοδα ήταν τόσα πολλά και δεν αξιωθήκαμε ουτε ενα γερό ζευγάρι παπούτσια να έχει.
Να μου πείτε, τι να κάνει στον τάφο…
Τρία χρόνια μετά τον μπαμπά, η μαμά άρχισε να έχει ενοχλήσεις και να ανεβάζει ίκτερο.
Την τρέξαμε για εξετάσεις παντού, αναμονή στα δημόσια νοσοκομεία, τη μια δεν λειτουργούσε το μηχάνημα, την άλλη δεν υπήρχε, την παράλη έλειπε ο γιατρός. Και πολύτιμος χρόνος χανόταν και η μόνη λύση ήταν να γίνουν οι επεμβάσεις ιδιωτικά.
Και αυτή τη φορά σταθήκαμε τυχεροί και μας έφερε η ζωή μια υπέροχη ομάδα ογκολόγων που μας πρόσεξαν όσο μπορούσαν. Και πάλι τα ζήσαμε όλα. Το συναίσθημα του να περνάς απο τη χαρά στην απελπισία, να μετράς καρκινικούς δείκτες, να ζεις με ένα θερμόμετρο στο χέρι και να μετράς τις ώρες στους ρυθμούς της χημειοθεραπείας, τα μαλλιά να πέφτουν, τις ουρές στον ΕΟΠΥΥ όπου απλά ελπίζεις να μην έχει έλλειψη το φάρμακο σου γιατί τότε ξέρεις ότι είναι η καταδίκη σου.
Να λες ότι θα ζεις μόνο τη στιγμή και η μακρύτερη σκέψη που να κάνεις να είναι απλά μέχρι την επόμενη μέρα. Τα έξοδα να σε πνιγουν, γιατί η ασφάλεια δεν καλύπτει τα πάντα, ή γιατί τα δημόσια νοσοκομεία έχουν διαλυθεί και κάποιες επεμβάσεις πρέπει να γίνουν ιδιωτικα. και εκει στα μεγάλα ιδιωτικά, να σε κοιτάνε με περιφρόνηση όταν τους λες ότι δεν μπορείς να δώσεις αυτά τα ποσά μετρητά και ζητάς διακανονισμό.
Και έτσι πορευτήκαμε.
Και έφευγα απο τη δουλειά κάθε μεσημέρι και πήγαινα να ταίσω τη μαμα τη σουπίτσα της και να την σηκώσω απο το κρεββάτι. Και ημουν τυχερή γιατί είχα εναν εργοδότη που με αφηνε να φεύγω συνέχεια και που ποτέ, μα ποτέ, δεν είπε τίποτα για τις απουσίες και τις καθυστερήσεις. Αλλοι δεν έχουν καν αυτή την πολυτέλεια.
Ωσπου στο τέλος σταμάτησε και η μαμά τις σουπίτσες. Μεταστάσεις στο πάγκρεας και το συκώτι, ασκιτις, Αγιος Σαββας και το τέλος. Περάσαμε όλα τα στάδια, εκεί που λές θα το παλέψω- τι να παλέψεις αλήθεια;-, θα δώσω μάχη με αξιοπρέπεια- ποιά μάχη; και γιατί δεν είναι αξιοπρεπές να φοβάσαι, να κλαίς να πονάς, να παραδεχτείς ότι το τέρας είναι πιο δυνατό τελικά.
Γιατί τελικά ο καρκίνος σε μετατρέπει σε μια σκια του εαυτού σου και δεν είναι ίση μάχη.
Δεν είμαστε ίσοι μπροστά στην ασθένεια και κυρίως δεν είμαστε ίσοι μπροστά στη διαχείριση της.
Γιατί ναι, ας το παραδεχτούμε, αλλιώς θα περάσεις την ασθένεια οταν έχεις χρήματα και αλλιως όταν δεν εχεις.
Ακόμα και αν το αποτέλεσμα είναι ίδιο, δεν θα πεθάνεις με τρύπια παπούτσια.