Σοβαρές ενστάσεις για το νέο πλαίσιο για την κοστολόγηση των υπηρεσιών ύδατος θέτουν επιστήμονες του ΙΓΜΕ. Οπως εκτιμούν, το νέο πλαίσιο θα οδηγήσει σε αύξηση της τιμής του νερού, χωρίς όμως να εξασφαλίζει με αυτόν τον τρόπο την προστασία του υδατικού πόρου. Επιπλέον επισημαίνουν το έλλειμμα σε επιστημονική γνώση (αποθέματα, ποιότητα υδάτων κ.λπ.), ως αποτέλεσμα της υποστελέχωσης των ερευνητικών φορέων.
Με αφορμή την ολοκλήρωση της διαβούλευσης για το νέο πλαίσιο, που έρχεται σε εφαρμογή κοινοτικής Οδηγίας, το Συνδικάτο Εργαζομένων στο Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών εξέφρασε τις επιφυλάξεις του τόσο επί της αρχής, όσο και επί ειδικότερων ρυθμίσεων του πλαισίου. Συγκεκριμένα:
• Ως προς τον συνυπολογισμό του περιβαλλοντικού κόστους (της άντλησης νερού για άρδευση ή ύδρευση) οι επιστήμονες του ΙΓΜΕ εκτιμούν ότι τα κριτήρια είναι ασαφή. Περαιτέρω, η θέσπιση ενιαίων κανόνων τιμολόγησης σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος εκτιμούν ότι είναι ανορθόδοξη, καθώς περιοχές χωρίς υδατικό πρόβλημα μπορεί να επιβαρυνθούν οικονομικά εξαιτίας των θεμάτων που αντιμετωπίζει μιαν άλλη περιοχή.• Ως προς την αύξηση του κόστους του αγροτικού νερού, ανέφεραν ότι θα επιβαρύνει το κόστος της αγροτικής παραγωγής λειτουργώντας εις βάρος των μικρών παραγωγών. Οπως σημείωσαν, μόλις το 38% των αρδευόμενων εκτάσεων εξυπηρετείται από συλλογικά δίκτυα παροχής νερού (λ.χ. ΤΟΕΒ), ενώ το υπόλοιπο από γεωτρήσεις ή άλλες πηγές.
• Τέλος, ως προς την αύξηση της τιμής του νερού ύδρευσης, υποστήριξαν ότι το μέτρο αυτό δεν έχει λειτουργήσει στο παρελθόν υπέρ της μείωσης της ζήτησης, αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λειψυδρία της Αθήνας το 1990 – 1991. Αυτό που λειτουργεί υπέρ του πόρου, ανέφεραν, είναι η μείωση των διαρροών του δικτύου και η ορθολογική διαχείρισή του.
kathimerini.gr