Σε εκδήλωση με θέμα τις γερμανικές αποζημιώσεις, που διοργανώθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και την Ελληνική Κοινότητα Ντίσελντορφ, συμμετείχε την περασμένη Κυριακή εκ μέρους του ΚΚΕ ο Κώστας Παπαδάκης, μέλος της Γραμματείας της ΚΕ και ευρωβουλευτής του Κόμματος.
Στην παρέμβασή του ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως και η σημερινή συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο αρνήθηκαν και εξακολουθούν να αρνούνται να διεκδικήσουν από το γερμανικό κράτος τις δίκαιες απαιτήσεις του ελληνικού λαού, αλλά υπονομεύουν ανοικτά την ικανοποίησή τους. Ενισχύουν την προκλητική στάση των αστικών γερμανικών κυβερνήσεων που αρνούνται την υποχρέωσή τους για την υλική αποκατάσταση των θυμάτων των ναζιστικών εγκλημάτων.
Η στάση αυτή ισχύει και κατακυρώνεται και για όσους για χρόνια ήταν στελέχη στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και στήριζαν ενεργά αυτήν την πολιτική και τώρα εμφανίζονται σε άλλα κόμματα και για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης θυμήθηκαν τις γερμανικές αποζημιώσεις. Πιστεύουμε ότι το σοβαρό αυτό ζήτημα δεν πρέπει να εμπλέκεται σε προπαγανδιστικά πολιτικά παιχνίδια και τακτικές εκλογικής εκμετάλλευσης, ούτε να γίνεται στοιχείο αποπροσανατολισμού, με προσπάθειες να εμφανιστεί ως πανάκεια για την επίλυση των οξυμένων προβλημάτων του λαού μας, αποκρύπτοντας την πραγματική αιτία τους και τους υπεύθυνους, το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που τα γεννά και τα αναπαράγει.
Είμαστε επίσης ριζικά αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια που ακυρώνει, ουσιαστικά, τη διεκδίκηση των επανορθώσεων, με προτάσεις που προβάλλονται από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που ήδη προτείνουν ο λαός μας να συμβιβαστεί με μερικά ψίχουλα ελεημοσύνης, όπως κάποιες υποτροφίες του γερμανικού κράτους σε Ελληνες φοιτητές ή, ακόμη χειρότερα, με επενδύσεις γερμανικών μονοπωλίων στην Ελλάδα, που θα μετατρέψουν το δίκαιο αίτημα του λαού μας σε όχημα πολλαπλασιασμού των κερδών των μονοπωλιακών ομίλων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί, επίσης, να απονευρώσει τη μαζική διεκδίκηση των αποζημιώσεων περιορίζοντας το ζήτημα σε μια αλλαγή κυβέρνησης που δήθεν θα επιλύσει το ζήτημα. Τα διαπιστευτήρια που έχει δώσει τον τελευταίο καιρό στις συναντήσεις με υπουργούς της γερμανικής κυβέρνησης (βλέπε Ασμουνσεν, Σόιμπλε), αλλά και άλλους Γερμανούς αξιωματούχους που δημόσια μάλιστα “συμμερίζονται” τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αποκαλυπτικά για το ρόλο της νέας αυτής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Ανάλογη υποκριτική τοποθέτηση για το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων έχει και ο πολιτικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ στη Γερμανία, η “Λίνκε” που αλλάζει την τοποθέτησή της για το ζήτημα σαν τα πουκάμισα.
Η στάση αυτή των κυβερνήσεων και των κομμάτων του κεφαλαίου, του πολιτικού προσωπικού της ελληνικής αστικής τάξης και της νεόκοπης σοσιαλδημοκρατίας συνδέθηκε και συνδέεται με την ένταξη της χώρας στις διακρατικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες των ΝΑΤΟ, ΕΕ, συνδέεται σήμερα με τη λογική ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι αδιαμφισβήτητη, όπως υποστηρίζουν τόσο η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ, όμως, θέτει κι ένα ακόμα καθοριστικό ζήτημα: Για ποιο σκοπό γίνεται η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων; Γιατί, όταν, για παράδειγμα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, από τη μια, και ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, αποδέχονται όλοι τους το χρέος που δημιούργησε η πλουτοκρατία και τσακώνονται για το μέχρι πότε και με ποια μέθοδο θα “ξηλωθεί” να το πληρώσει ο λαός. Δηλαδή, οι αποζημιώσεις όποτε κι αν αυτές αποδοθούν, να αποπληρώσουν τα χρέη που οι επιχειρηματικοί όμιλοι δημιούργησαν και πάλι σε βάρος του λαού.
Γι’ αυτό και τα καλέσματα που γίνονται για “ενότητα κομμάτων” και σε αυτό το ζήτημα δεν έχουν καμιά βάση. Γιατί κριτήριο είναι η συνολική πολιτική κάθε κόμματος, αν τις διεκδικεί αυτές υπέρ των λαϊκών συμφερόντων ή για τη μακροημέρευση των επιχειρηματικών ομίλων. Να γιατί και σε αυτό το ζήτημα χρειάζεται συμμαχία του λαού, της εργατικής τάξης, των αυτοαπασχολούμενων, της μικρομεσαίας αγροτιάς, της νεολαίας, των γυναικών από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που να διεκδικήσουν την καταβολή όλων των αποζημιώσεων υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Αυτή η υπόθεση συνδέεται άρρηκτα με το αν ο λαός θα είναι αφεντικό στον τόπο του, με την πολιτική και οικονομική εξουσία στα δικά του χέρια. Να γιατί πρέπει να βγουν συνολικά συμπεράσματα κι από αυτήν την υπόθεση».