Πονάνε οι θεοί που τους αφήσαμε μονάχους.
Τους αποθέσαμε στην λήθη και προχωρήσαμε στους καιρούς.
Βαδίζουμε στα χνάρια μια σκιάς που δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει.
Ο Άνθρωπος ματώθηκε, σταυρώθηκε, ξέχασε…
Ξέχασε την ελπίδα, την πίστη, την αγάπη.
Επέλεξε τα βήματα του στην μαύρη άβυσσο της ύπαρξης του.
Μόνος, κενός, κούφιος, αδειάζει τις πληγές του στα σκουπίδια της γης και φωνάζει γοερά:Και εσείς θεοί δεν υπάρχετε!
Μα Εκείνοι κοιτάν από ψηλά άγγελοι με τα άσπρα και ματώνουν.
Κοιτούν τον Άνθρωπο να βαδίζει σιωπηλός και δακρύζουν.
Είναι μόνοι…
Θέλουν να τον αγγίξουν και να τον κάνουν συν-οδοιπόρο τους.
Μα Εκείνος τους απαρνήθηκε.
Επέλεξε.
Συνέχισε.
Εκείνοι πονάνε..
Ζητούν το έλεος του!
Άνθρωπε: Συντήρησε μας να ζήσουμε και μείς.
Δώσε μας την ελπίδα και την πίστη σου να πιστέψουμε και εμείς.
Σαν θα ήμαστε μαζί η μοναξιά θα αλλάξει χρώμα.
Σαν αγκαλιαστούμε μια στιγμή ο τρόμος θα πάψει να ναι” κρύος!