Αγγελάκης Σταύρος, ετών 22, Χρυσαυγή Κισάμου. Εφονεύθη την 4η Νοεμβρίου 1921 εις Εσκή Σεχήρ. Λουπάσης Εμμανουήλ ετών 24, από το Βασιλόπουλο Κισάμου. Έπεσε τη 4 Σεπτεμβρίου 1921 εις Σαγγάριον.
Κακός που ‘ναι ο πόλεμος! Αυτές οι δύο φωτογραφίες μου μιλούν. Μ’ αγγίζουν! Είναι το γεμάτο απογοήτευση βλέμμα τους. Είναι τα θλιμμένα μάτια τους. Είναι τα σφιγμένα χείλη τους. Παρατηρώ τον Αγγελάκη Σταύρο. Πως μοιάζει με τον γιο μου! Γέρνει λίγο το κεφάλι σαν να έχει παραδοθεί ο καημενούλης στην μοίρα του. Το πόδι του λίγο έξω. Κοιτάζει το φακό με θλίψη αντί για χάδια και φιλιά απ’ τους αγαπημένους του, την μάνα του, την κοπελιά του, βρέθηκε εκεί στην μακρινή Τουρκία – που το φανταζόταν αλήθεια – ποζάρει σε φωτογραφία θλιβερή που θα συνοδεύει το φέρετρο του. Παρατηρώ την άλλη φωτογραφία του Λουπάση. Είναι πιο σκληρός! Πιο άντρας! Ο άλλος είναι πιότερο παιδί. Τα χείλη κι αυτού σφιχτά αλλά προσπαθεί με το κεφάλι πάνω και σταυροπόδι να δείξει πως δεν φοβάται τον θάνατο. Πως τον περιφρονεί. Προσπαθεί να μην φανεί ο φόβος του. Όμως φοβάται! Το βλέμμα του, τα μάτια του, τα χείλη του, η πίκρα του το δείχνουν!
Πριν το βάπτισμα του πυρός, πριν την πρώτη μάχη έβαζαν λέει τους φαντάρους να φωτογραφηθούν για να συνοδεύσει σε τυχόν θάνατό τους η φωτογραφία το σφραγισμένο τους φέρετρο.
Το ‘ξεραν! Και πόζαραν όχι για τη ζωή και τη χαρά αλλά για τον θάνατο. Τι θλιβερό!. Είναι στιγμές που μισώ τις φωτογραφίες. Γιατί εκεί καταλήγουν οι χαρές μα και οι λύπες. Δύο παιδιά, δύο άντρες εδώ, δύο ιστορίες αληθινές. 22 χρονών κι εγώ, νύφη, όταν πρωτοπήγα στο χωριό μαζεύτηκαν γύρω μου όπως συνηθίζεται όλο το σόι. Γριές, γέροι, παιδιά. Και ένοιωθα φοβερά άβολα, ένοιωθα την ανάγκη να δραπετεύσω μέχρι που η παπαδιά, θεία του άντρα μου, άρχισε να αφηγείται την ιστορία του Αγγελάκη Σταύρου. Την άκουγα συγκλονισμένη. Την επιβεβαίωναν και οι άλλες γερόντισσες. Ότι την έζησαν την ιστορία. Ότι ήταν αλήθεια. Όταν λέει το παιδί έφυγε στον πόλεμο έστειλε ένα γράμμα. Η μάννα του περίμενε μ’ αγωνία το δεύτερο γράμμα αλλά αργούσε.
Μια μέρα όμως άκουσε δυνατούς χτύπους στην πόρτα και το Σταυράκι να φωνάζει, δυνατά από έξω: «Μάαααννα, Μάννα!»
– Το παιδί γύρισε! φωνάζει χαρούμενη η Μάνα.
Τρέχει, ανοίγει την πόρτα, κανείς! Αρχίζει θρήνος γοερός.
– Το παιδί σκοτώθηκε, φώναζε και χτυπιόταν!
Μαζεύτηκαν όλες γύρω της να την συνεφέρουν.
– Μην κλαις, η ιδέα σου ήταν. Σου φάνηκε πως σε φώναζε! Δεν σε φώναζε, ο αέρας ήταν. Θα ‘ρθει γράμμα, θα δεις.
Και το γράμμα ήρθε. Το παιδί σφάχτηκε στο Εσκή Σεχήρ ακριβώς την ημέρα που τον άκουσε να την φωνάζει. Ίσως, λέγανε οι γυναίκες, την ώρα που το σφάζανε να την φώναζε και η μάννα τ’ άκουσε, το νοιωσε. Να ήταν τηλεπάθεια; Να ήταν το ένστικτο;
Η ιστορία ακόμα με συγκλονίζει! Την επιβεβαιώνει όλο το χωριό πως ειν’ αλήθεια. Και ο Λουπάσης, καπετανόσογο, μοναχογιός με 3 αδελφές, τον λάτρευαν. Όταν η αδελφή του η Χριστίνη πέθαινε, εκείνες τις τελευταίες μέρες που ο εγκέφαλος δεν οξυγονώνεται κανονικά, είχε παραισθήσεις. Και τον έβλεπε, συνέχεια, και του μιλούσε με τέτοια τρυφερότητα που ήταν συγκινητική. «Καλώς το μου – του λεγε – καλώς το, το μικρό μου. Έλα κάθισε δίπλα μου», και ξεψύχησε με το όνομα του αγαπημένου της μικρού αδελφού.
Δύο φωτογραφίες, μία εποχή σκληρή, δύο ιστορίες. Αυτές οι δυο φωτογραφία με συγκλονίζουν. Είναι σαν να έχουν ψυχή και μου μιλούν, αλήθεια!
Υστερόγραφο: Τώρα προωθούν, όπου κάνει πόλεμο το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. να στέλνομε κι εμείς στρατιώτες. Αυτοί θα κάνουν τους πολέμους, τα παιδιά μας θα σκοτώνονται. ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ!
Α.Κ.