Μία ιστορική γέφυρα με ιστορία 2.000 ετών που βρίσκεται στις Βρύσες Αποκορώνου κινδυνεύει με κατάρρευση. Η αποκαλούμενη “Ελληνική Καμάρα” έχει υποστεί ζημιές και τμήμα της έχει καταρρεύσει.
Ευτυχώς, το τμήμα που έχει καταρρεύσει είναι πιο πρόσφατα και υπολογίζεται από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση χρειάζονται άμεσα εργασίες αναστήλωσης.
Αυτό επισημαίνει με έγγραφό του και ο Δήμος Αποκορώου:
Η Ελληνική Καμάρα είναι μονότοξη γέφυρα δίπλα στην Εθνική Οδό Χανίων – Ρεθύμνου, που κτίστηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους, αλλά έχει υποστεί μεταγενέστερες προσθήκες (Ενετικές και Οθωμανικές). Το όνομα προέρχεται από το Ελληνι(στι)κή Καμάρα ή από τον Έλληνα Μάρκο που λέγεται ότι τοποθέτησε το κλειδί (κεντρική πέτρα). Το άνοιγμα του τόξου της είναι 11,1μ. το ύψος 8,4μ. και το πλάτος της 3μ.
Βρίσκεται σε μια περιοχή γεμάτη αρχαία αντικείμενα. Παλαιότερα κάτω από την Καμάρα υπήρχε μεγάλη “κολύμπα” με νερά και υπήρχαν θρύλοι ότι το βράδυ της πρωτοχρονιάς έβγαιναν νεράιδες.
Μάλιστα έχει διασωθεί ένα υπέροχο δημοτικό τραγούδι, σύμφωνα με το οποίο για να στεριώσει η Ελληνική Καμάρα έπρεπε να θυσιαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα στα θεμέλια της.
Κάτω στο μαύρον ποταμό καμάρα θεμελιώνουν,
καμάρα θε να χτίσουνε μην πνίγουντ’ οι διαβάτες.
Κι έναν πουλάκι κελαηδεί, φωνιάζει, Δε σωπαίνει:
«Επά καμάρα μη σταθεί, καμάρα μη στεριώσει,
όξω να χτίσουν άθρωπο στον πόδα τση καμάρας.
Μήτε στραβό μήτε κουτσό μήτε και δρομολάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα».
«Άκουσε, πρωτομάστορα, τι το πουλί σου λέει».
Παίρνει τον παραπόνεση στο σπίτι του και πάει,
ρωτά τον η γυναίκα του, η γι όμορφη σγουρήν του:
«Είντά χεις, πρωτομάστορα, και κάθεσαι και κλαίεις;».
«Το δαχτυλίδι μου ‘πεσε στον πόδα τση καμάρας».
«Σώπασε, πρωτομάστορα, μα ‘γω θα σου το βγάλω».
Βάνει αρχή στολίζεται απ’ το ταχύ ως το βράδυ
κι απού το βράδ’ ως το ταχύ, ως τ’ άλλο μεσημέρι.
Βάνει τον ήλιο κούτελο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
την άμμο την αμέτρητη βάνει μαργαριτάρια,
τα χοχλαδάκια του γιαλού τσικίνια στον λεμόν τση.
Και παίρνουν την οι βάγιες τση κι εις την καμάρα φτάνει.
«Καλώς τα κάνετ’, άρχοντες, και εσείς ούλ’ οι μαστόροι».
«Καλώς τηνε τη ρήγισσα, την πενταπλουμισμένη».
Και ψηλαναμπουκώνεται, μπαίνει εις την καμάρα.
Ο γείς τση χτύπα με πηλό κι άλλος με το χαλίκι,
κι ο σκύλος πρωτομάστορας με το βαρύ μυστρίν του.
«Αφήστε με να σας επώ δυο λόγια η καημένη:
Τρείς αδερφάδες ήμεστα, κι οι τρείς κακογραμμένες.