Ο 46χρονος κτηνοτρόφος επέμενε από την πρώτη στιγμή πως δεν είχε σχέση με τα όσα του καταλόγιχαν – ”Διέλυσαν εμένα και την οικογένειά μου” λέει μεταξύ άλλων στο ξέσπασμά του…Μία βαριά καταδίκη. Δύο χρόνια εγκλεισμού. Μία ομόφωνη αθώωση. Είναι τα τρία στάδια μέσα από τα οποία ο 46χρονος κτηνοτρόφος Μπάμπης Μακρυλάκης οδηγήθηκε από την κόλαση στον παράδεισο. Πρωτόδικα καταδικάστηκε σε πολυετή ποινή κάθειρξης.
Η καταδικαστική απόφαση σε βάρος του 46χρονου εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2011. Η υπόθεση αφορούσε σε μία μεγάλη χασισοφυτεία που είχαν ανακαλύψει τυχαία από αέρος το 2004 αστυνομικές δυνάμεις σε δασώδη ημιορεινή περιοχή στο Άνω Βαλσαμόνερο. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν μάρτυρες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο Μακρυλάκης νοίκιασε την επίμαχη έκταση μετά που βρέθηκε η χασισοφυτεία.
Μάρτυρες κατηγορίας διατύπωσαν στο δικαστήριο την άποψη ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει καμία σχέση με τη φυτεία, ενώ ανέφεραν ότι δεν τον είχαν δει να κινείται στην περιοχή προγενέστερα. Ο ίδιος επιμένει στην αθωότητα του, όμως δε γίνεται πιστευτός. Κρίνεται ένοχος και οδηγείται στην φυλακή, αφήνοντας πίσω μόνη μία νέα γυναίκα και έξι μικρά παιδιά που, όπως εξομολογείται ο ίδιος, επιβίωσαν χάριν στην συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας.
Παρέμεινε έγκλειστος για δύο χρόνια μέχρι να αποδειχτεί η αθωότητα του, όπως αποφάνθηκε ομόφωνα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, πριν από μερικές ημέρες. Πλέον είναι ελεύθερος, όμως η ζωή του δεν είναι η ίδια. Όπως εξομολογείται στην εφημερίδα «Πατρίς», ακόμα πετάγεται τις νύχτες από την στεναχώρια του. Το βιος του χάθηκε και οι ανθρώπινες πληγές δύσκολα θα επουλωθούν.
«Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα γινόταν αυτό. Ήμουν αθώος. Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση του πρώτου δικαστηρίου, δεν κατάλαβα τίποτα. Ήταν κεραυνός. Βρέθηκα με τις χειροπέδες και στην κλούβα για την φυλακή. Μας διέλυσαν. Η γυναίκα μου υπέστη σοκ. Άφησα πίσω έξι παιδιά, το μεγαλύτερο δέκα ετών και το μικρότερο τριών. Αν ζούσαμε σε κάποια μεγαλούπολη, θα είχαν πεθάνει. Την οικογένεια μου τη βοήθησε όλη η τοπική κοινωνία και η εκκλησία γιατί γνώριζαν ποιος είμαι και τί πραγματικά είχε συμβεί».