Όσοι απογοητεύονται γιατί αργεί να έρθει η ξαστεριά, γιατί σαρώνει η απελπισία της καθημερινότητας, να σκέφτονται ότι αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να τραβήξει για πολύ. Γρήγορα, ίσως πιο γρήγορα απ’ ότι φανταζόμαστε, ο λαός μας θα σηκώσει κεφάλι. Γιατί έχει εμάς, τα παιδιά του, που δεν το βάζουμε κάτω. Όσο υπάρχουμε εμείς, όσο λίγοι κι αν είμαστε, ετούτος ο λαός δεν θα δουλωθεί ποτέ. Αυτό δείχνει η ιστορία. Πώς μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί μας, όταν όλο μας το είναι έχει δωθεί για την απελευθέρωση αυτού του τόπου; Ποιος μπορεί να μας σταματήσει; Ούτε ο θάνατος! Κρατάτε αδέρφια, αγάντα σύντροφοι, ο κάβος μπορεί να φέρνει πολλά μποφόρ, αλλά εμείς θα τον περάσουμε για να δει μπουνάτσα ο λαός μας.
Δεν πρέπει να απελπιζόμαστε. Είμαστε πια πολλοί και είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτόν τον αγώνα. Ο ένας στηρίζει τον άλλο. Ο ένας δίνει δύναμη στον άλλο. Όλοι μαζί στον κοινό αγώνα. Η απελπισία, η κατάθλιψη, η μοιρολατρία αντιμετωπίζεται μόνο με την συμμετοχή, μόνο με την ενεργή δράση στην οργανωμένη πάλη του λαού μας.
Δεν είναι πρώτη φορά που ο λαός μας αντιμετώπισε τέτοια θεριά. Και παλιά λοιπόν όταν οι κρατομηχανές του ναζισμού σάρωναν την χώρα στην αρχή απελπισία, κατάθλιψη και μοιρολατρία άρχισαν να σαρώνουν την ελληνική κοινωνία και να συσσωρτεύουν χιλιάδες θύματα. Μέσα σ’ εκείνη την καταχνιά, μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι, μέσα σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το “εγώ” να την βγάλω καθαρή κι ας πνιγούν όλοι οι άλλοι, όταν κυριαρχούσε το δεν γίνεται τίποτε, που να τα βάλουμε τώρα με τις σιδερόφρακτες στρατιές του πανίσχυρου εχθρού, κάποιοι κόντρα στον καιρό οργανώνονταν, πάλευαν και ονειρεύονταν μια νέα Ελλάδα. Στην αρχή δεν ήταν πολλοί, λίγοι ίσα με μια χούφτα, αλλά με καρδιά αποφασισμένη όσο δεν παίρνει. Εκείνα τα πρώτα χρόνια, της πίκρας και της απογοήτευσης που στοίχειωναν ακόμη και τις πιο αδάμαστες καρδιές των πιο αποφασισμένων αγωνιστών, τέχνη ήταν πάντα το καλύτερο καταφύγιο.
Παραθέτω ένα Ανέκδοτο Ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη, που γράφτηκε στις 18 Αυγούστου 1941, το οποίο μου το εστειλε ένας φίλος που τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι’ αυτό:
Δημοτικό Ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη – 18 Αυγούστου 1941
Δεν είναι τρόπος να γνοιαστούν να μιληθούν οι ανθρώποι.
Καθένας χώρια το σαρκί, το εγώ καθένας χώρια,
κι ένας βυζαίνει ταλλουνού το γαίμα να χορτάσει
και πίσωθέ τους ύπουλο το κλεφτοσκυλολόι
τους διαγουμάει το έχει τους και τους ρουφάει τη ζήση.
Θέλω να πάρω ένα στρατί, κρυφό σα μονοπάτι
που να με πάει στο ξάγναντο, στην πιο ψηλή κορφούλα
κι ούτε από δω το δρόμο μου ψυχή να μη γροικήσει.
Οι οχτροί μου να με χάσουνε κι οι φίλοι να σαστίσουν
κι όλοι να πουν πως χάθηκα, πως έσβησα απ’ τον κόσμο.
Κι εγώ ψηλά με τα στοιχειά, με τα θεριά, με τάστρα,
με του βουνού τα πνεύματα να κάνω μετερίζι.
Με αντιμαχές κι αθιβολές να βρω το μυστικό τους,
να κλέψω απ’ τ’ αστρα υπομονή κι απ’ τα θεριά το θάρρος
κι απ’ τα στοιχειά τη δύναμη και την καπατσοσύνη,
απ’ το βοριά την αντοχή και την ορμή απ’ το νότο
κι από τη στουρναρόπετρα την άλυωτη σκληρότη,
να κάνω πέτρα το κορμί και την ψυχή ατσαλένια.
Κι όταν θαρθεί ο καλός καιρός να στήσω καραούλι
με μπιστικούς τους Σάτυρους κι αρματωλούς τους Πάνες
και κρυφομαντατάρηδες ταγερικά του Λόγγου.
Με τέτοιο ασκέρι νείρομαι να ξαναρθώ στη χώρα.
Και μιαν αυγή απ’ το ξάγναστο κι απ’ την ψηλή ραχούλα,
να κάνω τις παλάμες μου χουνί και να φωνάξω:
«Βιαστήτε! Καθαρίστε τα τάνομα σωθικά σας,
σπεκουλαδόροι του χρυσού κι έμποροι του θανάτου,
κλέφτες της χήρας, του ορφανού, ξεμαυλιστές των νιάτων,
πραματευτάδες άνομοι κάθε Θεού και τόπου,
καταλυτάδες του Καλού και σπιλωτές του Ωραίου,
βιαστήτε, γιατί επλάκωσα με των στοιχειών τ’ ασκέρι»!
Δημήτρης Καζάκης