Project Syndicate
Aντιθέτως με ό,τι έχει ισχυριστεί ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά και με ό,τι πιστεύουν πολιτικοί επιστήμονες όπως ο John Mearsheimer, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν ήταν αυτή που προκάλεσε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτή δεν οφείλεται ούτε σε κάποια ξαφνική βουτιά που έκανε στον ανορθολογισμό ο Πούτιν ο οποίος, αρχής γενομένης από την ομιλία του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2007, είχε από νωρίς διαμηνύσει τις αλυτρωτικές του προθέσεις. Ο κύριος καταλύτης για την εισβολή της Ρωσίας ήταν ο διχασμός και η αμφιθυμία της Ευρώπης, που άφησαν ένα κενό εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει μια στρατηγική.
Η σύγκρουση για την Ουκρανία ξεκίνησε στις αρχές του 2008. Με τις τιμές του πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα και την εξουσία του Πούτιν να έχει εδραιωθεί, η Ρωσία άρχισε να στρέφεται στην εγγύς γειτονιά της. Ο πόλεμος στη Γεωργία, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, ανέδειξε την αποφασιστικότητα και τις φιλοδοξίες του Κρεμλίνου, όμως ο στρατηγικός στόχος ήταν πάντα η Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, η Δύση κινήθηκε ώστε να φέρει τη χώρα στη δική της τροχιά, με την ίδρυση της Προς Ανατολάς Εταιρικής Σχέσης (Eastern Partnership) από την ΕΕ και την ενθάρρυνση της υποψηφιότητας για ένταξη στο ΝΑΤΟ εκ μέρους της Ουάσιγκτον.
Από εκείνη τη στιγμή, οι εντάσεις γύρω από την Ουκρανία ήταν πάντα πιθανό θα αυξηθούν. ‘Ομως, για τα επόμενα 14 χρόνια, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της προώθησαν έναν επικίνδυνα συγκεχυμένο αριθμό πρωτοβουλιών. Η αποτυχία να ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους στα επίπεδα της νομιμότητας, της ασφάλειας και της χρηματοοικονομίας οδήγησε στη δημιουργία ενός πλαισίου στο οποίο ο πόλεμος κατέστη δυνατό να εκδηλωθεί.
Καθιστώντας τις γεωπολιτικές της προθέσεις σαφείς, η ΕΕ έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η Ουκρανία θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τη Μόσχα: Δεν θα μπορούσε ταυτόχρονα να γίνει μέλος της Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης και να υπογράψει μια συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ.
Οσον αφορά την ασφάλεια, ενώ ΗΠΑ, Βρετανία και Πολωνία υποστήριζαν από παλιά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία ήταν αντίθετες. Η Δύση συνέχισε να στέλνει συγκεχυμένα σήματα, τα οποία ήταν πολύ αδύναμα για να αποτρέψουν τη Ρωσία, αλλά και πολύ δυνατά για να τα αγνοήσει το Κρεμλίνο.
Αυτό, από μόνο του, θα μπορούσε να μην έχει αποδειχθεί καταδικαστικό, εάν η Ευρώπη είχε προωθήσει μια αποτελεσματική χρηματοπιστωτική στρατηγική, η οποία θα συμπλήρωνε την προσέγγισή της σε νομικό επίπεδο. Μια οικονομικά και νομισματικά σταθερή Ουκρανία θα μπορούσε να συνεχίσει να τείνει προς την τροχιά της ΕΕ, μέχρι του σημείου που η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα ήταν τολμηρή, αλλά εφικτή, ίσως όμως και περιττή. Αλλά συνέβη το αντίθετο. Σε δύο κρίσιμες στιγμές, όταν η Ουκρανία είχε αδήριτη ανάγκη χρηματοπιστωτικής στήριξης, η Ευρώπη την εγκατέλειψε στα κρύα του λουτρού. Αφενός, όπως συνέβη με ολόκληρη σχεδόν την Ανατολική Ευρώπη, στην Ουκρανία δόθηκε ελάχιστη σημασία κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Αφετέρου, το 2013, η Ουκρανία επλήγη από τις συνέπειες της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ηταν τότε που η Ρωσία άδραξε την ευκαιρία, κάνοντας μια στρατηγική προσφορά στην Ουκρανία: 12 δισ. δολάρια ετησίως σε επιδοτήσεις και άλλα οικονομικά οφέλη εάν η χώρα εγκατέλειπε τη Συμφωνία Σύνδεσης – ή κλιμάκωση των κυρώσεων εάν ο (τότε πρόεδρος) Βίκτορ Γιανουκόβιτς την υπέγραφε με την ΕΕ.
Συνολικά, η προσφορά που έκανε η Ευρώπη προς την Ουκρανία υπήρξε νομικά ελκυστική, στρατιωτικά αμφιλεγόμενη και οικονομικά πολύ κακή. Ηταν ιδιαίτερα επεκτατική για να μείνει η Ρωσία ήρεμη, εξαιρετικά αδύναμη όσον αφορά την άμυνα για να εγγυάται αποτελεσματική αποτροπή και πολύ φτηνή για να κρατήσει τις αμφιταλαντευόμενες ελίτ της Ουκρανίας σε φιλο-ΕΕ τροχιά, σε μια στιγμή που αυτό είχε τη μεγαλύτερη σημασία. Με δεδομένο, έτσι, το έλλειμμα μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, η προσέγγιση της Ευρώπης αποτέλεσε μια συνταγή για την καταστροφή.
Ο Μαξ Κραχέ είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, συνεργάτης του Institute for Socio-Economics στο Πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ και συνιδρυτής του Dezernat Zukunft