Aνησυχητικά συμπεράσματα προκύπτουν από τη νέα έρευνα του ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ για την απασχόληση και την ανεργία των νέων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μελέτη, που υπογράφει ο διδάκτορας οικονομικών επιστημών Αλέξης Ιωαννίδης, ενώ τα ποσοστά ανεργίας μειώθηκαν την τετραετία 2018-2021, η μείωση δεν οφείλεται στην αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά κυρίως στη μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και εν μέρει στη μείωση του πληθυσμού.
Με άλλα λόγια, οι νέοι άνθρωποι που εργάζονται στη χώρα μας είναι αριθμητικά λιγότεροι από ό,τι το 2018, ενώ η θέση τους στην απασχόληση, ως προς τα ποσοστά ανεργίας, έχει επιδεινωθεί συγκριτικά με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο ρυθμός μείωσης των ποσοστών ανεργίας στις ηλικιακές κατηγορίες των νέων είναι μικρότερος από τον ρυθμό μείωσης για το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
«Τρομακτικό» χαρακτηρίζει ο συγγραφέας το ποσοστό ανεργίας στους νέους 20-24 ετών, το οποίο κινείται περίπου στο 34%, και μπορεί όπως σημειώνει «να ωθήσει νέους και μορφωμένους κατά τεκμήριο ανθρώπους στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό».
Μάλιστα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2018 ήταν 38,6%, ο αριθμός των απασχολουμένων σε αυτή την ηλικία μειώθηκε στους 139.000 από 146.000. Πάνω από το ένα τέταρτο των νέων 25-29 ετών παραμένουν άνεργοι, μολονότι η συμμετοχή αυτής της ηλικιακής ομάδας στο εργατικό δυναμικό κινείται στο 80%.
Προβληματική κρίνεται και η εξέλιξη των δεικτών απασχόλησης και ανεργίας, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν επίσης βιώσει κρίση, όπως η Πορτογαλία.
Οπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η Πορτογαλία, ενώ είχε διαχρονικά παρόμοιες και ελαφρώς χειρότερες επιδόσεις από τη χώρα μας, πλέον παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, περίπου 25% περισσότερες θέσεις εργασίας από την Ελλάδα, χαμηλότερους δείκτες ανεργίας αλλά και καλύτερη θέση των νέων στην εργασία.
«Αυτή η παρατηρούμενη υστέρηση καθιστά την εικόνα της οικονομίας μας ιδιαίτερα απογοητευτική και θα πρέπει να σημάνει συναγερμό στους υπεύθυνους για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής», τονίζεται στην έρευνα.
Καμπανάκι χτυπάει η έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ και για τις μεγάλες περιφερειακές και χωρικές ανισότητες στη δομή της απασχόλησης, στο σύνολο του πληθυσμού και ειδικά στους νέους. Δημιουργούνται ζώνες απασχόλησης τριών ταχυτήτων, με την πρώτη να περιλαμβάνει την Αττική και ώς έναν βαθμό την Πελοπόννησο, περιοχές στις οποίες η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό είναι καλύτερη από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις νησιωτικές περιφέρειες, στις οποίες εντάσσεται οριακά και η Κρήτη, όπου η κατάσταση της αγοράς εργασίας είναι λίγο ώς αρκετά χειρότερη από την Αττική, αλλά καλύτερη από την υπόλοιπη χώρα.
Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες της ηπειρωτικής χώρας, όπου εκτός από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και μικρότερα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, σημαντικό μέρος της απασχόλησης αφορά αυτοαπασχολούμενους αγρότες. Τη χειρότερη εικόνα παρουσιάζουν η Δυτική και η Κεντρική Μακεδονία και η Δυτική Ελλάδα.
Μελανή είναι η κατάσταση και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας και της απασχόλησης των νέων. Κατ’ αρχάς το μεγαλύτερο μέρος των άνεργων νέων είναι ήδη μακροχρόνια άνεργοι· δεύτερον, όσοι βρήκαν εργασία έχουν το υψηλότερο ποσοστό μη εθελούσιας μερικής και προσωρινής απασχόλησης σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ηλικίες.
Το παράδοξο είναι ότι οι νέοι εργαζόμενοι έχουν πιο «ξεχειλωμένα» ωράρια σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους, που έχουν ήδη από τις μεγαλύτερες εργάσιμες εβδομάδες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τέλος, οι νέοι, με εξαίρεση λίγα τεχνολογικά επαγγέλματα, απασχολούνται κυρίως σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, χαμηλής ειδίκευσης, με πολύ μικρότερες αμοιβές από τους εργαζόμενους μεγαλύτερων ηλικιών.