Σε όλα τα κράτη συντελείται στην εποχή της πανδημίας στράγγισμα των δημόσιων οικονομικών. Ο κρατικός δανεισμός στις πλούσιες χώρες αναμένεται να σκαρφαλώσει σε επίπεδα που τελευταία φορά είχαμε δει το 1945, μετά τη διάλυση που επέφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Όσο επελαύνει ο κορωνοϊός οι κυβερνήσεις διοχετεύουν δισεκατομμύρια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να τα βοηθήσουν να επιβιώσουν. Την ίδια στιγμή, με τα μαγαζιά, τα εργοστάσια και τα γραφεία κλειστά για αρκετές εβδομάδες, τα έσοδα από φόρους καταρρέουν. Ακόμη, όμως, κι όταν αρχίσει η επιστροφή σε ρυθμούς κανονικότητας, η οικονομική δραστηριότητα των φοβισμένων πολιτών αναμένεται μειωμένη, αφού προς το παρόν δεν υπάρχει όχι εμβόλιο, αλλά ούτε καν γνωστή θεραπεία για όποιον ασθενήσει.
Το σίγουρο, όπως εκτιμά ο «Economist», είναι ότι μετά την πανδημία οι χώρες θα χρωστούν τεράστια ποσά. Η διαχείριση αυτών των κολοσσιαίων χρεών θα βαρύνει τις κοινωνίες για δεκαετίες στο μέλλον.
Στην ουσία, βέβαια, ακόμα κι όταν το χρέος είναι υψηλό, αυτό που πραγματικά μετράει είναι το κόστος της εξυπηρέτησής του. Και όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά αυτό το κόστος θα παραμένει σχετικά φθηνό. Το 2019 το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας ήταν ήδη στο 240% του ΑΕΠ, αλλά δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να το εξυπηρετεί.
Προς το παρόν δεν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος πληθωρισμού, ειδικά αφότου κατέρρευσαν οι τιμές του πετρελαίου. Ωστόσο οι περισσότεροι οικονομολόγοι σήμερα ανησυχούν όχι τόσο για το ενδεχόμενο να προχωρήσουν οι χώρες σε δανεισμό μεγάλων ποσών, αλλά για τον κίνδυνο οι κυβερνήσεις να κινηθούν πολύ διστακτικά λόγω του φόβου τους για αύξηση του δημόσιου χρέους.
Προειδοποιούν, μάλιστα, ότι τυχόν ανεπαρκής δημοσιονομική στήριξη των οικονομιών και κατ’ επέκταση των πολιτών σ’ αυτό το τάιμινγκ μπορεί να βάλει την οικονομία σε καθοδικό σπιράλ παρακμής και ύφεσης διαρκείας.
Οι ισχυρές άμυνες των ΗΠΑ
Παρότι οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί μια χειρότερη κατάρρευση, τα χρέη που θα δημιουργηθούν από τον εκτεταμένο δανεισμό θα έχουν σοβαρές συνέπειες. Η μόνη χώρα που διαθέτει ισχυρές άμυνες έναντι μιας κρίσης χρέους φαίνεται να είναι οι ΗΠΑ, επειδή το δολάριο είναι παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και οι ξένες χώρες και επενδυτές επιδιώκουν να κατέχουν τα αμερικανικά ομόλογα.
Άλλες πλούσιες χώρες, όμως, δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, το διαρκώς αυξανόμενο χρέος της Ιταλίας την καταδικάζει να ζει με τη μόνιμη απειλή του οικονομικού πανικού, αν τυχόν η ΕΚΤ σταματήσει να αγοράζει τα ιταλικά ομόλογα.
Αρκετοί οικονομολόγοι ανησυχούν ότι, όταν η πανδημία του κορωνοϊού υποχωρήσει, ίσως δημιουργηθεί ένα σπιράλ τιμών και επιτοκίων, καθώς θα υπάρξει αύξηση της ζήτησης, η οποία όμως θα συμπέσει με σοβαρά πλήγματα σε αλυσίδες εφοδιασμού που ενδεχομένως θα έχουν καταστραφεί από την πανδημία. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει αναπόφευκτα να βαδίσουν σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι ισορροπώντας ανάμεσα στην τόνωση της οικονομίας σήμερα και τη συγκρατημένη λιτότητα αύριο. Η επιτυχία δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη.
«Τοξικές» οι μειώσεις
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι χώρες κατάφεραν να συρρικνώσουν τα τεράστια χρέη τους σε ένα διάστημα δεκαετιών. Αλλά το κατόρθωσαν μόνο μέσω ενός επιθετικού συνδυασμού από υψηλούς φόρους, οικονομική «καταστολή» και πληθωρισμό, που διαβρώνει την πραγματική αξία του χρέους με τον καιρό.
Μετά την οικονομική κρίση του 2008 κάποιες ευρωπαϊκές χώρες – και η Ελλάδα πρώτη από όλες – αναγκάστηκαν σε περικοπές προϋπολογισμού για να μειώσουν τα χρέη τους, με διφορούμενα αποτελέσματα και τεράστιες πολιτικές αντιδράσεις.
Αυτή τη φορά οι πολιτικές της μείωσης χρεών θα είναι τοξικές. Η πανδημία θα αυξήσει τις ανάγκες για δαπάνες, ιδίως στις ιατρικές υπηρεσίες. Η γήρανση των πληθυσμών σημαίνει ότι οι πολιτικοί που θα περικόψουν επιδόματα από συνταξιούχους θα έρθουν αντιμέτωποι με στρατιές δυσαρεστημένων ηλικιωμένων ψηφοφόρων. Και φυσικά θα υπάρχουν λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για να αντιμετωπιστούν μελλοντικές κρίσεις ή ακόμη και μια νέα πανδημία.
Πρώιμες οι ανησυχίες
Αντιμέτωπες με αυτή την πραγματικότητα, οι χώρες κινδυνεύουν να κάνουν μεγάλο λάθος αν υποκύψουν σε πρώιμες και υπερβολικές ανησυχίες για τα δημοσιονομικά τους, κατά τον «Economist». Με την πανδημία να συνεχίζεται, τυχόν απόσυρση της έκτακτης υποστήριξης θα ήταν ολέθρια. Μόνο αργότερα θα πρέπει να προετοιμαστούν οι κυβερνήσεις για το δυσάρεστο έργο της εξισορρόπησης των προϋπολογισμών.
Εδώ το μυστικό θα είναι να δράσουν δίκαια και αποτελεσματικά κι αυτό σημαίνει να μην αφήσουν τον πληθωρισμό να καλπάζει, διότι αυτό θα είχε αποτέλεσμα τη μεταφορά του πλούτου με τρόπο αυθαίρετο και άδικο. Για παράδειγμα θα μείωνε τα χρέη ανεύθυνων επιχειρήσεων και κακοπληρωτών ιδιωτών εις βάρος όλων των άλλων.
Η πανδημία θα αφήσει τις χώρες με χρέη τόσο μεγάλα ώστε ο τρόπος με τον οποίο τελικά θα αποπληρωθούν θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στην οικονομία τους και θα επηρεάσει σημαντικά τη διανομή του πλούτου. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα φτάσει τα 66 τρισ. δολάρια, δηλαδή το 122% του ΑΕΠ τους, μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Οι τρεις τρόποι
Τρεις είναι οι τρόποι μείωσης – διαχείρισης χρεών και οι κυβερνήσεις που θέλουν να δουν τα βάρη τους να ελαττώνονται θα πρέπει να διαλέξουν μια από αυτές τις συγκεκριμένες πολιτικές για το χρέος:
● Πρώτον, το αποπληρώνουν μέσω της φορολόγησης.
● Δεύτερον, μπορούν να αποφασίσουν είτε να μην πληρώσουν είτε να έρθουν σε συμφωνία με τους πιστωτές για να πληρώσουν λιγότερα.
● Τρίτον, μπορούν να κάνουν roll over χρέους, δηλαδή να το μετακυλίουν στο μέλλον ελπίζοντας ότι συν τω χρόνω τα χρέη θα συρρικνωθούν αναλογικά προς την οικονομία τους.
Η κάθε επιλογή ενέχει τους δικούς της κινδύνους:
1. Το πρωταρχικό εμπόδιο στην εφαρμογή της πρώτης επιλογής, της αποπληρωμής, είναι οι πολιτικές παρενέργειες. Μια τέτοια στρατηγική απαιτεί μια μείξη μείωσης δαπανών σε αρκετούς τομείς, κάτι που δυσαρεστεί πολλούς, και αύξησης των φόρων, που δυσαρεστεί ακόμη περισσότερους. Μετά και την εμπειρία της πρόσφατης λιτότητας, η όρεξη των πολιτών να αποπληρώσουν τα χρέη της πανδημίας μέσω νέας λιτότητας θα είναι ελάχιστη. Επιπροσθέτως το σύνηθες επιχείρημα ότι κάποιοι ξόδεψαν υπερβολικά και πρέπει να «μαζευτούν» δεν ισχύει στην περίπτωση του κορωνοϊού.
2. Η δεύτερη επιλογή, η αθέτηση ή η αναδιάρθρωση χρέους, θα μπορούσε να αποτελέσει μια έσχατη λύση ανάγκης μόνο για αναδυόμενες οικονομίες, που δεν διαθέτουν άλλους εναλλακτικούς τρόπους. Αν επιλεγεί, θα προκαλέσει σημαντικά δεινά. Σε ανεπτυγμένες οικονομίες, από την άλλη, θεωρείται πρακτικά απίθανο να συμβεί. Μια σύγχρονη οικονομία ενσωματωμένη στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές θα αντιμετώπιζε ένα τιτάνιο πρόβλημα σε περίπτωση που οι κεφαλαιαγορές την απέκλειαν.
3. Η τρίτη λύση θα αποτελούσε την πιθανότερη επιλογή των ανεπτυγμένων χωρών. Οι κυβερνήσεις τους που δεν θα επιθυμούν να μειώσουν σοβαρά τις δαπάνες και να στραφούν σε μεγαλύτερη φορολόγηση θα προτιμήσουν τη σταδιακή μετακύλιση των χρεών ως τον ενδεδειγμένο τρόπο για να ξελασπώσουν.
Το μυστικό σε αυτή τη μέθοδο είναι να διασφαλίσουν ότι ο συνδυασμός επιπέδου πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης και πληθωρισμού θα παραμένει επιδέξια πάνω από το επιτόκιο που πληρώνει η κυβέρνηση για το χρέος της. Αυτό θα επιτρέψει στην αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ να συρρικνώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Η στρατηγική μετά το 1945
Πολλές ανεπτυγμένες χώρες ακολούθησαν με αρκετή επιτυχία τη στρατηγική της μετακύλισης χρέους μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ήταν στο 112% του ΑΕΠ και της Βρετανίας στο 259% του ΑΕΠ. Έως το 1980 η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ είχε πέσει στην περίπτωση των ΗΠΑ στο 26% και της Βρετανίας στο 43%.
Για να επιτύχουν τέτοια αποτελέσματα χρειάστηκε να επιδείξουν μεγάλη ανοχή σε πληθωρισμό μαζί με την ικανότητα να μην επιτρέπουν στα επιτόκια να ανεβαίνουν μαζί με τον πληθωρισμό. Εκτός αυτού, εφάρμοσαν ένα ρυθμιστικό σύστημα, το οποίο, με το να στερεί εναλλακτικές καλύτερων επενδύσεων από τους πολίτες, στην πράξη τους ανάγκαζε να δανείζουν με χαμηλά επιτόκια στις κυβερνήσεις. Ήδη από το 1970 οι οικονομολόγοι ονόμαζαν αυτό το σύστημα «οικονομική καταστολή».
Για να επιχειρηθεί, όμως, μια τέτοια οικονομική «καταστολή» και σήμερα, θα χρειαζόταν να επιστρατευτούν εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από μεταπολεμικές κυβερνήσεις, όπως σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, capital controls, αυστηρός περιορισμός τραπεζικών δανείων και ανώτατα όρια στα επιτόκια. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα αποταμιευτών και επενδυτών και θα προκαλούσε κοινωνικές αντιδράσεις.
Το πρόβλημα με το δημόσιο χρέος είναι ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει για πόσο θα διατηρούνται κάποιες τάσεις. Για παράδειγμα δεν ξέρουμε τι θα συμβεί με τον πληθωρισμό όταν οι τιμές του πετρελαίου αρχίσουν να ξανανεβαίνουν, αφού φαίνεται πως ήδη έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο τους.
Αυθαίρετη αναδιανομή πλούτου;
Το 1940 ο Τζων Μέιναρντ Κέυνς, στο πόνημά του «Πώς να πληρώσουμε για τον πόλεμο», εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η βρετανική κυβέρνηση, τη δεκαετία του 1910, επιχείρησε να αποπληρώσει τεράστια κρατικά χρέη μέσω ενός συνδυασμού υψηλών φόρων και πληθωρισμού. Οι μισθοί δεν συμβάδισαν με τον πληθωρισμό και έτσι, όπως έγραψε ο Κέυνς, «τα έσοδα των καταναλωτών πέρασαν στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης». Στο μεταξύ οι πλουσιότεροι, ως ομολογιούχοι, επωφελήθηκαν από τον τόκο στα δάνεια.
Και σήμερα ο πληθωρισμός θα έφερνε αυθαίρετη αναδιανομή πλούτου εις βάρος των φτωχότερων, με τον ίδιο τρόπο που παρατήρησε και ο Κέυνς ότι συνέβη στα τέλη του 1910. Οι πλουσιότεροι είναι πιο πιθανό να είναι οι κάτοχοι των ακινήτων και των μετοχών που θα ανέβουν σε αξία με τον πληθωρισμό. Ο υψηλότερος πληθωρισμός θα ευνοούσε επίσης τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις αντί αυτών που πασχίζουν να διατηρούν πιο νοικοκυρεμένα οικονομικά και χαμηλότερο δανεισμό, ενώ θα ροκάνιζε την αξία των καταθέσεων των εργαζομένων.
Για τους παραπάνω λόγους κάποιες κυβερνήσεις ίσως στραφούν στη λύση των υψηλότερων φόρων, κυρίως όσων μπορούν να λανσαριστούν ως καταπολέμηση της ανισότητας. Δηλαδή υψηλότερη φορολόγηση στα ακίνητα, την κληρονομιά ή νέοι φόροι στις εκπομπές άνθρακα. Όπως και ο πληθωρισμός, πάντως, έτσι και η αύξηση των φόρων στρεβλώνει την οικονομία και προκαλεί αντιδράσεις σ’ αυτούς που καλούνται να πληρώσουν.
Προς το παρόν αυτές οι επιλογές αποτελούν προβλήματα του αύριο. Ο πληθωρισμός διατηρείται ακόμη χαμηλός και οι έκτακτες δαπάνες για την τόνωση της οικονομίας όχι απλώς είναι απαραίτητες, αλλά πολλοί ειδικοί ζητάνε να αυξηθούν. Όμως, κάποια στιγμή, στη μετά την πανδημία εποχή, τα χρέη θα πρέπει να αποπληρωθούν και, όταν έρθει αυτή η ώρα, ίσως να μην υπάρξει ανώδυνος τρόπος.