…Το να γράφει κανείς μπορεί να πάρει κάποτε διαστάσεις τέτοιας ανάγκης όσο αναγκαία είναι και η αναπνοή…
Ο Άγγελλος Ποθουλάκης, ο νεότερος Κρητικός συγγραφέας της εποχής μας μιλά στον Χρήστο Τσαντή*
…Ο άνθρωπος, περισσότερο απ’ όλα, χρειάζεται αφορμές για να αποτολμήσει ‘κείνο που βαθύτατα ποθεί και αυτές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα βρεθούν…
Νέος δημιουργός ο Άγγελος Ποθουλάκης (γεννήθηκε το 1993), προσεγγίζει στο βιβλίο του με φιλοσοφική διάθεση τη ζωή. Η γραφή του στο βιβλίο του με τίτλο: «Η Παραίτηση», ο τρόπος που προσεγγίζει το θέμα του, η πλοκή της ιστορίας που θέλει να μας αφηγηθεί, αναπτύσσεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει έντονα φιλμ νουάρ. Διαβάζοντας κανείς τις σελίδες του, αφήνεται να ταξιδέψει νοερά, περπατώντας στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Η τέχνη του υφαίνει, σαν αργαλειός, αδιόρατες συνομιλίες με τον «Μύθο του Σίσυφου» του Αλμπέρ Καμύ, με την «Έρημη χώρα» του Τ.Σ. Έλιοτ, με την «Γκραντίβα» του Σ. Φρόυντ, με την «Τελευταία ερώτηση» του Ι. Ασίμοφ, με την ποίηση του Καβάφη. Ο τόπος και ο χρόνος, στο έργο του Άγγελου Ποθουλάκη μοιάζει σταματημένος, μα ποτέ δεν σταματά! Η γραμμή του ορίζοντα, πάντα μακριά, σηματοδοτεί την απόσταση του σύγχρονου ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό, και η θάλασσα το αέναο κάλεσμα…
Άγγελε, ο κόσμος της μυθοπλασίας σου και κύρια ο ήρωάς σου στην «Παραίτηση», μοιάζει να κινείται με ανεπαίσθητα βήματα σε προκαθορισμένο δρομολόγιο, μα τελικά δεν φτάνει πουθενά ή μήπως φτάνει ως το σημείο όπου μπορεί να αντικρίσει κατάματα την άβυσσο; Άβυσσο ψυχική, κοινωνική, υπαρξιακή.
-Ναι, ο κόσμος αυτός δείχνει να μη φτάνει πουθενά, ή μάλλον φτάνει εκεί που τον οδηγεί η στεγνή καθημερινότητα: στην, κατ’ όνομα μόνο, νέα αρχή μίας καινούριας μέρας που είναι ωστόσο άλλη μια επανάληψη των όσων έχουν προηγηθεί. Τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος ακολουθεί αυτή την πορεία του κόσμου που τον περιβάλλει, υπνωτισμένος από την κίνηση του εκκρεμούς της ρουτίνας. Χρειάζεται ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας οξυμένος νους ή έστω μια αλληλουχία τυχαίων ή μη γεγονότων ώστε να γίνει το άλμα εκτός του κύκλου αυτού και να φτάσει κανείς μπροστά στην άβυσσο, στο κενό που στέκει συμβολικά από κάτω μας και μέσω του οποίου θα μας δοθεί κάτι που οφείλουμε να κατακτήσουμε. Η γνώση δηλαδή, ή έστω η υπόνοια, του ποιοι είμαστε, ποιος ο κόσμος γύρω μας και ποια η θέση μας σε αυτόν. Δεν είναι μια γνώση φυσικά που αποκτάται ελαφρά τη καρδία. Αντιθέτως, έχει τρομακτική ισχύ. Και το τι θα κάνει κανείς αφού την έχει κατακτήσει, είναι κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Στο βιβλίο επιχειρείται μια απάντηση, που δεν μπορεί όμως να είναι η μοναδική.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου σου με ποια αφορμή μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία; Πώς θα τον περιέγραφες με λίγα λόγια;
-Είναι ένας άνθρωπος που αναζητά τη χίμαιρα μιας αλήθειας, την άκρη ενός νήματος για να πιαστεί, μέσα σ’ έναν κυκεώνα εσωτερικών και κοινωνικών αγκυλώσεων. Κάποιος που προσπαθεί να ξεπεράσει τη θέση του παθητικού παρατηρητή και να βρεθεί σε αυτήν του δρώντος υποκειμένου. Ένας νέος που αναγνωρίζει τη σήψη που τον περιβάλλει μα δεν μπορεί να της αντιπαρατεθεί, που αισθάνεται τον κλοιό της αδράνειας να σφίγγει γύρω του μα αδυνατεί να ξεφύγει. Ποιος είναι; Αδιάφορο. Είναι κάποιος, σε κάποια πόλη του κόσμου, μια κάποια χρονιά. Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι πως το ανθρώπινο πνεύμα ελάχιστα έχει αλλάξει ως προς τις αδυναμίες του στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό που κυρίαρχα οδηγά την πορεία του ήρωα προς τη λύση είναι η αίσθηση του ανικανοποίητου. Μια αίσθηση που, στην πραγματικότητα, δε χρειάζεται αφορμές για να εκδηλωθεί. Αυτές τις δημιουργεί η ίδια. Η πνιγηρή αίσθηση μιας εφιαλτικής πραγματικότητας, ένα ισχυρό πάθος, ένας άνθρωπος σιμά που δείχνει να αστράφτει και να τον προσκαλεί σε δράση; Όλα αποτελούν εργαλεία της συνείδησής του για να αποτινάξει τον ζυγό της. Ο άνθρωπος, περισσότερο απ’ όλα, χρειάζεται αφορμές για να αποτολμήσει ‘κείνο που βαθύτατα ποθεί και αυτές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα βρεθούν. Η πορεία του κρίνεται από το αν θα τις αξιοποιήσει. Και αυτό είναι που παρουσιάζει πραγματικό ενδιαφέρον.
Η προσπάθεια για την κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής, όσο και αν αυτή δεν μπορεί ποτέ να ευοδωθεί απόλυτα, όπως το έθετε και ο Wilde, είναι μια πορεία μοναχική και μόνο ως τέτοια διατηρεί την πραγματική της αξία…
«Είναι σκληρό να παλεύεις με την επιθυμία της καρδιάς. Ό,τι κι αν είναι αυτό που ποθεί, το παζαρεύει με το κόστος της ψυχής», γράφει κάπου ο Λόρενς Ντάρελ. Ο ήρωας του βιβλίου σου, καθόλου τυχαία νομίζω, εργάζεται σε μια τράπεζα, άρα έχει μια καλή ευκαιρία να δει από πρώτο χέρι τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι πολυπλόκαμοι κερδοσκοπικοί μηχανισμοί. Η δική του επιθυμία όμως δεν είναι να μοιάσει στους «ισχυρούς», μα ταυτόχρονα δείχνει σαν να μην ξέρει και προς τα πού να βαδίσει. Ανακαλύπτει σταδιακά τον εαυτό του και η γνωριμία του με μια γυναίκα λειτουργεί, ίσως, σαν αφυπνιστική εμπειρία, λες και ξυπνά ο άνθρωπος μέσα του. Η γυναίκα όμως ζει κι εκείνη εγκλωβισμένη σ’ ένα ασφυκτικό, περιοριστικό πλαίσιο. Παράλληλα, ένας φίλος του σπάει το κέλυφος της υποκρισίας και αποφασίζει να αλλάξει τη ρότα της δικής του ζωής, με σημαντικό κόστος φυσικά στην καριέρα του. Ο πρωταγωνιστής έλκει στη ζωή του τελικά ανθρώπους πού του μοιάζουν; Ανθρώπους-καθρέφτες πού άλλοτε τον βοηθούν να δει και ο ίδιος πιο καθαρά, κι άλλοτε θολώνουν ή θρυμματίζονται;
–Ναι, μπορεί να υποτεθεί ότι αναζητά με αγωνία τον εαυτό του, αυτόν που όντως είναι ή που θα ήθελε να είναι, μέσα από αντανακλάσεις τού είναι του πάνω στους ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν. Ωστόσο, όπως ακριβώς το είπες, τα πρίσματα αυτά κάποτε καταρρέουν. Ο καθένας τους ακολουθεί μια διαδρομή λιγότερο ή περισσότερο αποκλίνουσα από τη δική του, αφήνοντας σε εκείνον πια να κάνει το μόνο που του απομένει: να στρέψει μονάχος πια το βλέμμα του προς τα εντός. Η προσπάθεια για την κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής, όσο και αν αυτή δεν μπορεί ποτέ να ευοδωθεί απόλυτα, όπως το έθετε και ο Wilde, είναι μια πορεία μοναχική και μόνο ως τέτοια διατηρεί την πραγματική της αξία.
Ποιους συγγραφείς αγαπάς ιδιαίτερα;
-Νομίζω πως κάθε συγγραφέας – κάθε βιβλίο ακόμα – σου μιλάει διαφορετικά, και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να μπουν σε μια σύγκριση που να λειτουργεί αποσβεστικά για το ένα από τα υπόλοιπα. Το ερώτημα είναι επομένως δύσκολο να απαντηθεί γιατί δεν είναι μόνο η ίδια η ταυτότητα, το περιεχόμενο δηλαδή και η καλλιτεχνική του μορφή, που χρωματίζει το βιβλίο, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του αναγνώστη, το τι δύναται και το τι επιθυμεί να αποκομίσει από την αναγνωστική εμπειρία. Αυτό γίνεται προφανές από τις πολλαπλές αναγνώσεις ενός βιβλίου ή μιας σειράς έργων ενός συγγραφέα. Εκεί ανακαλύπτουμε ότι η κάθε ανάγνωση επιφέρει και κάτι το διαφορετικό. Δεν κρύβεται φυσικά η αλλαγή στις τυπωμένες αράδες, αυτές έχουν μείνει στάσιμες. Αλλάξαμε όμως εμείς. Αν ξεχώριζα ωστόσο κάποιους Έλληνες πεζογράφους, θα ήταν οι Παρορίτης, Λουντέμης, Πολίτης και Χατζής για το ότι ένιωθα διαβάζοντας τους πως μου ψιθύριζαν φιλικά στ’ αυτί την ιστορία τους και τον Ροΐδη για τη μαεστρία του στον λόγο. Στους ξένους το ξεδιάλεγμα γίνεται πια προκλητικά δύσκολο. Θα αποτολμήσω να αναφέρω τους Ουάιλντ, Κάφκα, Καμύ, Ναμπόκωφ και στη θεατρική συγγραφή τον Ίψεν.
Άγγελε, σπουδάζεις σε μία περίοδο που πολλοί νέοι Έλληνες επιστήμονες τελειώνοντας τις σπουδές τους φεύγουν για το εξωτερικό. Θα ήθελα το σχόλιό σου για αυτό φαινόμενο, καθώς και για την κατάσταση στο Πολυτεχνείο Κρήτης και ευρύτερα στην εκπαίδευση.
-Το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι ξένο στους Έλληνες, είναι κάτι που έχει επαναληφθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τον περασμένο αιώνα. Το μόνο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι τώρα ακολουθούν τον δρόμο αυτό κυρίως νέοι υψηλής εξειδίκευσης. Οι λόγοι που οδηγούν στην ενέργεια αυτή είναι γνωστοί σε όλους. Τα αίτια πολλά και φυσικά δεν μπορούν από τη συνομιλία αυτή να αναλυθούν. Αυτό που πλέον έχει αλλάξει ωστόσο είναι οι προσδοκίες εκείνων που μεταναστεύουν. Κάποτε, ιδιαίτερα στις αρχές του αιώνα, έφευγαν πολλοί με την προσδοκία μιας καλή ζωής, με το δέλεαρ του πλουτισμού, κάτι που όντως κάποιοι κατάφεραν. Τώρα η ιδέα αυτή έχει πια αποσαθρωθεί. Γνωρίζουν οι περισσότεροι καλά ότι οι δυσκολίες θα ακολουθήσουν τη φυγή από τη χώρα και το αντίτιμο θα είναι μονάχα μια καθημερινότητα που, σε μια καλή περίπτωση, θα είναι ανεκτή. Όσο για την εκπαίδευση, στο Πολυτεχνείο όπως και στα υπόλοιπα φαντάζομαι ιδρύματα, η διαδικασία προχωρά μετά κόπων και βασάνων ελλείψει χρηματοδότησης και στηρίζεται κυρίως στην προσπάθεια των μελών της κοινότητας. Το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση θα κριθεί από την πορεία που θα πάρουν τα πράγματα στην κοινωνία. Πάντως αυτό που φαίνεται είναι πως εκείνο που ονομάζουμε «δωρεάν», εντός πολλών εισαγωγικών, εκπαίδευση τίθεται αργά και σταθερά υπό διωγμόν.
Πριν από λίγες μέρες σηκώθηκε μεγάλος θόρυβος γύρω από την απόφαση του Σ.τ.Ε. το οποίο έβαζε φραγμό στις αλλαγές που έκανε το Υπουργείο Παιδείας για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Ένας Μητροπολίτης, αξιοποιεί την έδρα του για να ξιφουλκεί εναντίον μεταναστών, προσφύγων και γενικά εναντίον όποιας κοινωνικής ομάδας δεν συμβαδίζει με τις δικές του απόψεις. Κάποιοι εκ των κορυφών της εκκλησιαστικής ιεραρχίας φωτογραφίζονται σαν να είναι φίλοι από παλιά, με υπόδικους – στελέχη της ναζιστικής «Χρυσής Αυγής» – κατηγορούμενους μάλιστα για δολοφονίες, σύσταση εγκληματικής οργάνωσης κ.λ.π. Πώς τα βλέπει όλα αυτά ένα νέος άνθρωπος; Πώς νιώθει απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα;
-Είναι άλλη μια επιβεβαίωση εκείνου που η ιστορία μας διδάσκει, ότι δηλαδή η εκκλησία, σε πλήρη αντιστροφή και διαστρέβλωση εκείνων που κηρύττει, συντάσσεται όταν το απαιτούν οι συνθήκες με τις πλέον απάνθρωπες ιδέες και πρακτικές που γέννησε ο ανθρώπινος νους. Θα ήταν πολύ εύκολο, αλλά και περιττό, να δώσουμε εδώ παραδείγματα αυτής της πρακτικής από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό γίνεται φυσικά τώρα μέσω μεμονωμένων προσώπων τα οποία λίγο έως πολύ θεωρούνται και ως καρικατούρες. Καταδικάζονται μεν από την πλειοψηφία της κοινωνίας αλλά ενδόμυχα αναμένουμε όλοι την επόμενή τους δήλωση, ώστε να έχουμε εμείς πεδίο συζήτησης στο twitter και τα κανάλια να γεμίσουν άλλο ένα πεντάλεπτο στο δελτίο τους. Αυτή ακριβώς η διείσδυση της ρατσιστικής ρητορικής μέσα από τους «γραφικούς» αυτούς τύπους στον δημόσιο λόγο, φέρνει την αποκαθήλωσή της από το πεδίο του επικίνδυνου, του ταμπού, και την βάζει στο προσκήνιο, σε ένα τραπέζι όπου πλέον στέκει ισάξια ανάμεσα σε άλλες, άξια σχολιασμού, συζήτησης και αποδοχής της ως τρόπου σκέψης που έχει μια ελάχιστη βάση από τη στιγμή που εκφέρεται από έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ανθρώπων. Στο σημείο αυτό ήταν δεδομένο ότι θα φτάναμε από τη στιγμή που ο υφέρπων τόσα χρόνια ρατσισμός στη Δύση, και όχι μόνο, θα ξεσκεπαζόταν από το χαλί της επίπλαστης ευημέριας που τον κάλυπτε. Η πορεία θα κριθεί τώρα, στη σύγκρουση ιδεών που προκύπτει. Καλό θα ήταν πάντως να μη λησμονούμε και εκείνους της εκκλησίας τους ταπεινούς που, σε αντίθεση με τους υψηλά ιστάμενους, διατήρησαν στο ακέραιο την ανθρωπιά τους, όπως ο π. Πυρουνάκης και τόσοι άλλοι.
Η άγρα πελατών αντικαταστάθηκε λοιπόν από την άγρα ψήφων…
Άγγελε ποια είναι η γνώμη σου για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αφορμή και το θόρυβο που έχει ξεσπάσει τελευταία γύρω από την αξιοποίηση προσωπικών δεδομένων χρηστών του διαδικτύου στις αμερικανικές εκλογές;
Αρχικά, ακατανόητο φαντάζει το γεγονός ότι το ζήτημα χαρακτηρίστηκε ως σκάνδαλο από τη στιγμή που είναι γνωστό ότι τα δίκτυα αυτά, το facebook εν προκειμένω, βγάζουν τα κέρδη τους μέσω της αξιοποίησης των δεδομένων των χρηστών τους. Έως τώρα φυσικά γνωρίζαμε ότι εταιρείες το χρησιμοποιούσαν για να δημιουργήσουν το ψυχολογικό προφίλ των υποψήφιων πελατών τους, ενώ τώρα αποκαλύφθηκε πως χρησιμοποιείται από τα προεκλογικά επιτελεία και για το προφίλ των υποψήφιων ψηφοφόρων. Η άγρα πελατών αντικαταστάθηκε λοιπόν από την άγρα ψήφων και αυτό μας έβγαλε, όπως ήταν επόμενο, έξω από τα ρούχα μας. Πριν ωστόσο βρεθεί κάποιος κακεντρεχής και μας κατηγορήσει για υποκρισία, οφείλουμε να διασαφηνίσουμε πως όσο και αν σήμερα οι έννοιες συγχέονται, ο καταναλωτής και ο ψηφοφόρος παραμένουν δύο διακριτές ιδιότητες με τα απαράγραπτα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις τους. Ο μεν αγοραστής έχει δικαίωμα να επιλέγει το προϊόν της αρεσκείας του, έχοντας όμως και την υποχρέωση να συνεχίζει να ψωνίζει, αποφεύγοντας την καταναλωτική στασιμότητα, ο δε ψηφοφόρος έχει το δικαίωμα να ψηφίζει όποιον σχηματισμό επιθυμεί, αρκεί αυτός -και τούτη είναι παράλληλα η υποχρέωση του- να είναι αυτός που πρέπει. Το ευτύχημα της υπόθεσης είναι ότι οι πρέποντες πολιτικοί σχηματισμοί είναι πραγματικά ατέλειωτοι και αενάως ανακυκλούμενοι. Γενικά για τα μ.κ.δ. μπορεί να πει κανείς πολλά για το ρόλο τους στην αλλοτρίωση, την καταρράκωση της κοινωνικής επαφής, τον εθισμό που προκαλούν και άλλα πολλά που όμως έχουν διατυπωθεί από καιρό. Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι πως κάλυψαν ένα πραγματικά μεγάλο κενό που είχε δημιουργηθεί στον άνθρωπο τα τελευταία χρόνια της ευρείας διάδοσης της τεχνολογίας. Όλοι εμείς που ζούσαμε περιστοιχισμένοι από οθόνες, συναντούσαμε παντού γύρω μας κάτι που δεν μπορούσαμε να έχουμε: τη δημοσιότητα. Και αυτή μας τη δίψα για δημοσιότητα την κάλυψε το facebook αρχικά και τα υπόλοιπα δίκτυα έπειτα. Όχι στον βαθμό που μπορεί να το κάνει η τηλεόραση, αλλά όπως και να ‘χει μας έβαλε σε ένα χώρο όπου το οτιδήποτε επιλέξουμε να δημοσιοποιήσουμε, είτε είναι ένα αερολόγημα κενό περιεχομένου είτε κάτι πραγματικά εύστροφο είτε μια κολακευτική φωτογραφία, έχει ένα κοινό κάποιων εκατοντάδων ατόμων που θα το προσλάβουν. Μας χάρισε με έναν τρόπο απλό τη δυνατότητα να αυτοπροβληθούμε σε σημείο πραγματικά κορεσμού. Και αυτός είναι ο λόγος της επιτυχίας των μ.κ.δ. Εντόπισαν και αξιοποίησαν το ένα χαρακτηριστικό που δεδομένα έχουμε όλοι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την εγωπάθειά μας, και έπειτα μας την επέστρεψαν σε ένα κομψότατο και τεχνολογικά άρτιο πακέτο.
Κλείνοντας και αφού πρώτα σε ευχαριστήσω γι’ αυτή τη συζήτηση, θα ήθελα να μας πεις τα σχέδια σου, τους μελλοντικούς σου λογοτεχνικούς στόχους.
Οι λογοτεχνικοί μου στόχοι περιορίζονται προς το παρόν στην ανάγνωση των τόμων που έχουν συσσωρευτεί στη βιβλιοθήκη μου. Το να γράφει κανείς μπορεί να πάρει κάποτε διαστάσεις τέτοιας ανάγκης όσο αναγκαία είναι και η αναπνοή, μα το άλμα από τη γραφή έως το τόλμημα για έκδοση είναι μεγάλο και ενίοτε επικίνδυνο. Προσπάθησα να εκφράσω κατιτίς με το βιβλίο αυτό, επιτυχημένα ή μη, και προς το παρόν αρκεί. Η φλυαρία πάντα κουράζει, όσο κι αν μας γοητεύει ν’ ακούμε – ή να διαβάζουμε – τον εαυτό μας. Άλλωστε, όποτε παρασύρομαι να αεροβατώ και να φαντασιώνομαι τις σελίδες που θα γραφτούν, είναι πάντα κάπου εκεί κοντά ο ποιητής και μου σιγοψιθυρίζει μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο:
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
(…)
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς
κι αν ξενυχτούμε κάτω απ’ τα γεφύρια
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
(Κ. Καρυωτάκης: «Όλοι μαζί», Ελεγεία και Σάτιρες)
*Ο Χρήστος Τσαντής είναι συγγραφέας, σύμβουλος ψυχικής υγείας και υπεύθυνος των Εκδόσεων Ραδάμανθυς