12.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Μια φορά κι έναν καιρό: «Οι παλιοί μας φίλοι για πάντα φύγαν;»

Ημερομηνία:

Κι’ ήταν εκεί, σε μια καμπή της ζωής μας, σε μια στροφή του κινήματος της ψυχής μας προς την Σοσιαλδημοκρατία που γεμάτοι οργή, δηλώσαμε: «Ήρθε η στιγμή ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις».

Ήταν επί Σημίτη που βρίσκαμε πως το ΠΑΣΟΚ άλλαζε ιδεολογική γραμμή και δεν συμφωνούσαμε.

Και αφήσαμε τους παλιούς μας φίλους. Με πόνο ψυχής αφήσαμε την σάρκα απ’ τη σάρκα μας.

Όχι συναισθηματισμοί! Η Ανατροπή που ονειρευτήκαμε πάνω απ’ όλα να μην εκφυλισθεί.

Πάνω απ’ όλα το ΠΑΣΟΚ το δικό μας να μην γίνει απλά «κόμμα εξουσίας δεξιόστροφο».

Και έτσι στραφήκαμε σε νέους φίλους και ορίζοντες. Αν εξαιρέσεις ένα με δύο, ασήμαντοι ήταν όλοι οι υπόλοιποι. Απ’ τους συμβιβασμένους ήταν οι πιο συμβιβασμένοι. Πολλές φορές απάνθρωποι οι «ανθρωπιστές» και πάμπολλες φορές ανέντιμοι. Εραστές και μόνο της εξουσίας. Χωρίς κανέναν ιδεολογικό ενδοιασμό. Μικροί ως άνθρωποι. Φτηνοί. Για φαντάσου, σκεφτόμαστε!

Οι «δικοί» μας πέρασαν και κάμποσα χρόνια για να δώσουν την βουτιά στο μέλι. Και όσοι την έδωσαν. Γιατί αρκετοί μέχρι τέλους δεν την έδωσαν. Αυτοί, τώρα οι νέοι επαναστάτες, ήταν πιο γρήγοροι. Μια βραδιά μόνο χρειάστηκε! Μείναμε με το στόμα ανοιχτό όταν τους ακούγαμε, όλοι κυνισμό να δηλώνουν τα ανήκουστα!

Και αποστασιοποιημένοι εμείς πάλι! Με σκέψεις και συγκρίσεις, όχι πλέον ιδεολογικές, αλλά συγκρίνοντας ποιότητες ανθρώπων. Και ήταν κλάσεις καλλίτεροι οι παλιοί μας φίλοι που για πάντα δεν φύγαν. Οι σύντροφοι των νεανικών μας ονείρων. Ήταν αυτοί οι παλιοί μας φίλοι τα νιάτα μας που χάθηκαν.

Ήταν η ορμή μας, το πάθος, η έξαρση, η πίστη πως θ’ ανατρέπαμε τον κόσμο ολόκληρο. Ήταν η συντροφικότητα, των πρώτων χρόνων. Οι μνήμες, οι αναμνήσεις!

Που όλες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Το πάθος! Υπέροχες στιγμές, έντονες, άλλοτε με αγάπη, άλλοτε με καυγάδες ομηρικούς! Αλλά ποτέ, στιγμές νερόβραστες. Ήταν αυτή η ορμή που έφερε το ’81 κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ.

Γυναίκες και άνδρες είχαμε «ξεσαλώσει». Αφήναμε τα σπίτια μας, τις δουλειές μας, την ησυχία μας, τα πάντα και τρέχαμε! Τις συνελεύσεις όπου μέχρι ν’ αποφασίσουμε «μαλλιοτραβιόμαστε» ανάμεσα σε αναλύσεις Μαρξ, Μαρξισμού, υλισμού, θρησκοληψίας και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Πώς θα τα εφαρμόσομε όλα αυτά. Πώς θα τα περάσουμε στους χωρικούς στις εξορμήσεις μας στην ύπαιθρο.

Σε μια συνέλευση, πολλών τάσεων και απόψεων με πολλούς ένθερμους που όμως «άναβαν» ευκολα, με πολλές φωνές και πολύ φασαρία, κόντευε να ξημερώσει και άκρη δεν βρισκόταν. Πώς τα κατάφερε ο Τζάνακας – έτσι φωνάζαμε τον Τζανακάκη τον Γιώργο – και τοποθετήθηκε εξισορροπώντας τις τάσεις. Απόλυτη σιγή! Ηρεμία! Συμφωνία όλων! Και τότε, μέσα στην ξαφνική νηνεμία, ακούγεται γεμάτη θαυμασμό η φωνή του Νίκου του Βέλλου με την ιδιόρυθμη Στερεοελλαδίτικη προφορά του: «Ποτάνα (πουτάνα) Τζάνακα!». Εννοούσε ο Βέλλος, γεμάτος θαυμασμό: «Τα κατάφερες Τζάνακα εξισοροπιστή των τάσεων». Από τότε του ‘μεινε του Γιώργου και τον λέγαμε «Ποτάνα Τζάνακα».

Ο Γιώργος! Όταν παντρευόμουν τον άνδρα μου, που στο ΠΑΣΟΚ είχαμε γνωριστεί, δεν μου άρεσε να πάω νύφη με το αυτοκίνητο του που ήταν Σκόντα. Αστικά κατάλοιπα, μου έλεγε ο άνδρας μου αλλά εγώ επέμενα.

– Αστικά ξεαστικά κατάλοιπα εγώ θέλω να πάω νύφη με την άσπρη Σιτροέν του Γιώργου.

Και ο Γιώργος μας έδωσε το αυτοκίνητό του και το στολίσαμε. Μα η επανάσταση με εκδικήθηκε. Ήρθαν τόσο πολλοί στο γάμο μας και ακάλεστοι που έκλεισε ο δρόμος από το πατρικό μου μέχρι την εκκλησία και δεν μπορούσα να μπω στο αυτοκίνητο. Πήγαμε με τα πόδια στην εκκλησία, όπου ο παπά-Γιώργης ο Χιωτάκης έβγαλε ένα λόγο που δεν είχε τελειωμό.

Να έχει ζέστη αφόρητη (τέλη Αυγούστου) να φορώ ψηλοτάκουνες γόβες και να περιμένω να χαιρετίσει 3.000 κόσμος.  Στο τέλος δεν κρατήθηκα και του φώναξα: – Παπά Γιώργη τέλειωνε! Έγινε ο χαμός απ’ τα γέλια των χιλιάδων (περίπου 3.000 ήταν καλεσμένοι και ακάλεστοι).

Όμως ο καλός μας ο παπά-Γιώργης μας αποζημίωσε στο κέντρο. Σήκωσε τα ράσα του και τα ‘δεσε στη μέση και χόρευε ατέλειωτα με τις ώρες το πεντοζάλι και είχε χαζέψει ο κόσμος όλος.

Και ο Τσεπέτης ο γιατρός ο γυναικολόγος. Έτρεχε μαζί μας. Έδινε το αυτοκίνητό του και αυτός και ο Λιγοξυγκάκης ο Νίκος. Όταν δεν μπορούσε να ‘ρθει ο ίδιος έδινε ο Νίκος το ακριβό του αυτοκίνητο. Θυμάμαι μια μέρα είμασταν στα γραφεία που ήταν στην Αγορά απέναντι, πάνω απ’ το φωτοτυπείο του Καντάρα. Ήταν ο Τσεπέτης μέσα στη Νομαρχιακή μαζί με τον Νίκο, την Αλέκα και τον Τζάνακα και ετοιμαζόταν να πάνε στο Σέλινο για συζήτηση με τους κατοίκους. Εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι μαζί με τον Παντελή τον Παπαδάκη και αν δεν κάνω λάθος με τον Γιώργο τον Ζακυνθινάκη. Οπότε, βλέπομε να καταφθάνει αγχωμένη η γυναίκα του Τσεπέτη η Μάρθα. – Αμάν, λέμε – Τώρα η Μάρθα δεν θα τους αφήσει να πάνε στο Σέλινο. Και το αυτοκίνητο είχε «βάρδια» γι’ αυτή την εκστρατεία.

– Να την διώξουμε! Λέει ο Παντελής

– Μάρθα, – της φωνάζει ο Παντελής από πάνω για να μην προφτάσει ν’ ανέβει τη σκάλα – τι θέλεις;

– Τον Σοφοκλή γρήγορα. Είναι ανάγκη! Γεννά μια γυναίκα!

Πετιέμαι εγώ:

– Τώωωρα Μάρθα!: Αυτοί είναι τώρα στο Σέλινο. Τρέχα, τρέχα να την ξεγεννήσεις εσύ. Αφού ξέρεις! (ήταν και μαία η Μάρθα)

Τι να κάνει η καημενούλα, έφυγε και ο Σοφοκλής ούτε πήρε είδηση τι είχαμε κάνει!

Ο Παντελής! Ο καλός μου φίλος! Όλα μου τα ‘λεγε. Και τα δικά του και των άλλων.

– Άννα, μου λεγε: Εγώ, έχω ένα ελάττωμα. Γι’ αυτό, μη μου λέτε μυστικά. Γιατί φοβάμαι τη βία. Και το ξύλο. Δεν θέλω βία. Είμαι ειρηνιστής! Άμα, μου πουν πως θα με δείρουν, θα τα πω όλα!

Πόσο χαριτωμένος ήταν μ’ αυτή του την ειλικρίνεια. Ήταν οι καλλίτερός μου φίλος. Όταν ο Νίκος – ο άνδρας μου – τσιλιμπούρδιζε και με άλλες κοπελιές απ’ τις νεολαίες των άλλων κομμάτων που κάναμε τα διανεολαΐστικα, ο Παντελής με ενημέρωνε έγκαιρα:

– Τρέχα Άννα. Ο Νίκος τσιλιμπουρδίζει. Με την τάδε, απ’ την τάδε νεολαία

Και γω έτρεχα και καθάριζα.

Πόσο νέος πέθανε ο καλός μου φίλος ο Παντελής ο Παπαδάκης.

Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε στον Φάρο αμέσως μετά την ιστορική ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου γύρω στο ’77. Διακρίνονται από αριστερά ο ασπρομάλης με την πλάτη γυρισμένη είναι ο εκλιπών πλέον Αλέξανδρος Κονταδάς πρόεδρος του συλλόγου «Φίλοι του Πολυτεχνείου Κρήτης». Ομιλεί με τον Δημήτρη Τσουρουπάκη διευθυντή του Πολυκλαδικού Λυκείου. Δίπλα είναι ο Γιώργος Τζανακάκης γνωστός σε όλους μας, ο Νίκος Αγγελάκης, η Αλέκα Μαρκογιαννάκη, ο Στέλιος Καλαϊτζάκης, η Καίτη Καλαϊτζάκη και η Ελπίδα Μπραουδάκη.

Η Αλέκα! Μαθήτρια ήμουν ακόμα και έτρεχα στο φροντιστήριό της εκεί κοντά στην παλιά Ολυμπιακή! Όχι δεν έκανα φροντιστήριο. Ήμουν καλή στα Ελληνικά χωρίς φροντιστήριο. Μ’ άρεσε να μας μιλά για τα δικαιώματα της γυναίκας, των ανθρώπων όλου του κόσμου, για τον Σοσιαλισμό. Μας άρεσε που ντυνόταν σαν κι εμάς. Τζινάκι, παντελόνι και κοντά ανακατεμένα μαλλιά.

Πηγαίναμε πολλά παιδιά μαζί. Πώς μας έλεγε! Και του φροντιστηρίου της και μας. Νομίζω, «τσουτσουλομύτικα»

Όλη μέρα κι όλη νύχτα γύρναγε κι αυτή για το ΠΑΣΟΚ.

Μια φορά γιόρταζε ο μπαμπάς μου και η Αλέκα ήρθε στο πατρικό μου. Ήταν και ο Νίκος εκεί που ήμασταν αρραβωνιασμένοι. Έγινε πολύ κέφι, και μια στιγμή η Αλέκα βγήκε στη βεράντα τράβηξε το πιστόλι και έριξε πιστολιές. Ο μπαμπάς μου, ο οποίος σημειωτέον ήταν και πρώην υπονοματάρχης – που απελύθη βέβαια γιατί παντρεύτηκε κομμουνίστρια – την «ερωτεύθηκε» σφόδρα.

– Τέτοια γυναίκα! Έλεγε και ξανάλεγε! Παλληκάρι! Έγινε ένθερμος οπαδός της. Την ψήφιζε πάντα. Και να του λέγαμε να μην την ψηφίσει, αυτός τίποτα!

Αχ, οι αναμνήσεις είναι ατέλειωτες!

Πνιγόμαστε από συγκίνηση όταν συναντιόμαστε μ’ αυτά τα πρόσωπα. Τα νεανικά τα γεμάτα ορμή να ‘χομε πλέον γεράσει.

Μια φορά πάλι είχε κατέβει ο Αντρέας και θα μίλαγε στον Φάρο. Εγώ ήμουν στον Φάρο στην είσοδο και έκοβα κουπόνια. Οπότε μια στιγμή, βλέπω τον Παντελή να τρέχει ξεγλωσιασμένος και να πέφτει μισολυπόθυμος στα σκαλιά στην είσοδο

– Τι τρέχει, Παντελή, τι έγινε;

– Σκοτώσανε τον Αγγελή.

Τώρα πέφτω εγώ λιπόθυμη.

Τι έγινε μωρέ, μίλα, ποιος τον σκότωσε. Τελείως; Γιατί;

– Τελείως! Ο κουζουλός ο Αρχοντής ο Αντρέας ο Κάστρο, μαζί με τον Γρύλο του Μητσοτάκη.

Πετώ και τα κουπόνια και την είσοδο και τα λεφτά και τρέχω στα γραφεία μαζί με ολόκληρη κομπανία από Πασοκτζήδες. Μα τι δουλειά λέγαμε στον δρόμο είχε ο Κάστρο με τον Γρύλο; Αποκλείεται! Λάθος θα ‘κανε ο Παντελής

Λάθος δεν έκανε ο Παντελής. Απλά βιάστηκε και έτρεξε να ειδοποιήσει. Επέρασε ανάμεσα απ’ τα ανοιχτά πόδια του Κάστρο που φράζανε την είσοδο μόλις είδε το πιστόλι να σημαδεύει τον Νίκο τον Αγγελάκη φανατικό Ανδρεϊκό και ο Κάστρο ήταν της φράξιας Καράγιωργα. Ο Αγγελάκης μασουλούσε ένα σουβλάκι όταν μπήκε ο Αρχοντάκης μαζί με τον Γρύλλο όπως είπε ο Παντελής που ήταν Μητσοτακικός αλλά φίλος του Κάστρο.

– Π…η Αγγελή, ήρθε η ώρα σου να ποθάνεις.

Βουτά το σουβλάκι το πετά κάτω, το πατά και βγάζει την πιστόλα και σημαδεύει. Τι άλλο, να περμένει ο Παντελής; Σύρθηκε ανάμεσα απ’ τα πόδια του Κάστρο και με κλάμματα φώναζε: «Βοήθεια, πάει σκότωσε ο κουζουλός τον Νίκﻨ.

Μα κανείς δεν ήταν στα γραφεία. Ήταν όλοι στον Φάρο και ήρθε εκεί ο καϋμένος ο Παντελής.

Ο Νίκος πώς τη γλίτωσε; Του Θύμισε τα χρόνια που ήταν μαζί στη φυλακή αγωνιζόμενοι και οι δύο εναντίον της Χούντας και έτσι αν και θερμόαιμος ο κάστρο ήταν και συναισθηματικός και χαμήλωσε τη πιστόλα. Έκανε όμως το γραφείο της Τ.Ν. Ν. Χώρας γυαλιά καρφιά

Τι να πρωτοθυμηθώ! Τα παιδιά της νεολαίας, τη Ρούλα την Παυλαντωνέα, την Πόπη την Ντουντουλάκη, την Φουντουλάκη Νίνα, την Ρέα του Κώστα, την Βαγγελιώ του Γιάννη, την Σοφία του Γαβρίλο, την Μάρω την όμορφη ξανθιά Μάρω, τον Γιώργο τον Κουκούτση, τον Μανάτο τον Μανώλη με τον Τσίχλη (αλήθεια, τι έγινε ο Τσιχλάκης; Ζει; Πού;) τις νηπιαγωγίνες το Αλεκάκι με την Βάσω, την Πόπη την Ψυλλάκη, την Ρόδω, τον Γιάννη, τον Ευτύχη, τον Νότη. Πώς να ξεχάσεις τους φίλους. Δεν φεύγουν. Μένουν για πάντα στη μνήμη για να μας θυμίζουν τα ωραία μας νειάτα.

Ούτε τα παλιά βιβλία, ούτε οι παλιοί μας φίλοι για πάντα φεύγουν. Μένουν στο υποσυνείδητο για να ξυπνά κάποιες στιγμές και να μας κυριεύει με γλυκές αναμνήσεις. Για να μας θυμίζει. Τότε που είμαστε νέοι!! Που μπορούσαμε να ερωτευόμαστε, να παθιαζόμαστε, να μαλώνομε, να ονειρευόμαστε, να πιστεύομε, να αγωνιζόμαστε, να επαναστατούμε!

Γιατί αυτά όλα είναι η ΖΩΗ!

Η γλυκειά σύντομη ΖΩΗ που γλυστρά σαν το νερό στο αυλάκι. Και χάνεται.

Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη

ΥΓ: Απ’ ότι μας διευκρίνισε ο ίδιος ο Αγγελάκης ο Παντελής έκανε λάθος στο όνομα του ανδρός που ήταν μαζί με τον Κάστρο. Ο Γρύλος δεν ανέβηκε στο ΠΑΣΟΚ. Έμεινε κάτω. Ανέβηκε ο Σηφαλές ντυμένος στα μαύρα και ήταν κατευναστικός. Ήταν με δυο πιστόλια

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ