Με το περιστατικό που θα αναφέρω ότι μου συνέβη πριν 70 χρόνους θέλω να δείξω πόσο σκληρά ζούσαμε τότε: Αρχές της δεκαετίας του 1930 αρρώστησε ο πατέρας μου. Δεν υπήρχε τότε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πουλήσαμε την αγελάδα μας για να πάει στον γιατρό. Δεν είχαμε την δυνατότητα να ξαναγοράσουμε βόδι και «λαλούσαμε» ξένο ζευγάρι. Συνήθως έβαζε ένα βόδι ο ένας και ένα ο άλλος και γίνονταν «συζευτάδες». Μαζί κόπο, χωράφια, σπόρο κλπ. Και τελικά μοιράζανε τη σοδειά.
Όταν όμως είχε ένας ένα ζευγάρι βόδια έβαζε αυτός τα βόδια και ο άλλος τον κόπο, τα υπόλοιπα μαζί τους και μοιράζανε πάλι τη σοδειά. Συνήθως λοιπόν «ελαλούσαμε» ξένο ζευγάρι. Όμως το 1942 εσπείραμε τα χωράφια μας σερ Ασφένδου με την σκαλίδα. Ένας χωρικός, μας παραχώρησε μια μέρα το ζευγάρι του από τον Βουβά για να προχωρήσουμε την σπορά. Δεν ήτανε τότε ούτε μετεωρολογική υπηρεσία για να ξέρομε τον καιρό της επομένης, ούτε ρολόγια για να υπολογίσομε ακριβώς την ώρα που θα φεύγαμε. Εφύγαμε πολύ νύχτα.
Το χωράφι που θα σπέρναμε ήτανε πιο πάνω από το Ασφένδου. Περί τα 12 χλμ. από τον Βουβά που εφύγαμε. Μη ξέροντας την ώρα εσηκωθήκαμε πολύ νύχτα για να προλάβομε να κάμαμε πολύ χωράφι. Εφορτώσαμε στο γάιδαρο τα ζυγάλετρα, τα γινόλαυρα, τον σπόρο και το σακούλι μας και πήραμε τα βόδια και φτάσαμε στον τόπο της δουλείας αρκετή ώρα πριν ξημερώσει. Εσπείραμε την πρώτη «σπορέ», μα πριν την ζευγαρίσομε όλη, ακούγετο μια δυνατή βοή από το μέρος του Ρεθύμνου και δεν άργησε να φτάσει μια ραγδαία μπόρα από χαλάζι στο μέγεθος από το κουφέτο έως το καρύδι. Δεν είχε μέρος για να σκιάζομε.
Εβάλαμε τα ρασουλάκια μας (τις κάπες), ελύσαμε το χαλάζι ώστε τα αυτιά των βοδιών εματώσανε και έτρεχε το αίμα. Εγώ ήμουνα 15 χρόνων και ο μεγαλύτερος αδελφός μου (τον οποίο είχαμε την ατυχία να τον χάσομε στον εμφύλιο πόλεμο) ήτανε 17. Αυτά τα βάσανα και οι στερήσεις εσφυρηλαττούσανε ζωντανούς ανθρώπους ψυχικά και σωματικά. Οι εξελίξεις είχανε και παρενέργειες και ο κόσμος προ 40 χρόνια ήταν καλύτερος από πολλές πλευρές.