Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Όταν κανείς πέθαινε τα ρούχα του τα δίνανε σε φτωχά σπίτια, μα σε ξένα χωριά, για να μην τα βλέπουνε και συγχύζονται. Σαράντα μέρες άναβε μέρα νύχτα καντήλι πάνω από το κρεβάτι του. Σαράντα μέρες ψήνανε καλό φαί και το θυμιάζανε με λιβάνι μα και στο θυμιατήρι βάζανε συμβολικά λίγο από το φαί, λίγο από το ψωμί και μια σταγόνα κρασί (το θεωρώ κατάλοιπο από το ειδωλολατρικό σύστημα των θυσιών). Προτιμούσανε να το πάνε σε σπίτι με παιδιά «απού είναι άκακα και πιάνεται ο συχωρεμός τωνε».
Μνημόσυνα έκαναν 3ημερα, 9μερα, 3μηνα, 6μηνα, 9μηνα, χρόνια. Την δεύτερη επέτειο το έλεγαν «συναπάντημα». Έκαναν και 3χρονο. Για τα μικρά παιδιά έδιναν «ξερολειτρουγές» (χωρίς κόλλυβα).
Το Σάββατο πήγαιναν πολλές γυναίκες για να καθαρίσουνε το στάρι για τα κόλλυβα (δεν έχει βέβαια δουλειά μα τιμητικά ήθελαν να δώσουνε το παρόν). Το έβραζαν και το βράδυ το έβαζαν στο κόσκινο και με ασημοκούφετα το πλουμίζανε και κάνανε το σταυρό και τα αρχικά του ονόματος. Συνέβαινε όμως και καμιά φορά να τα πλουμίζουνε πάνω στη ζάχαρη με καφέ και να κάνουνε το σταυρό και τα γράμματα.
Πάνω από το πανέρι ξενυχτούσανε «τιμής ένεκεν» συγγενικές γυναίκες και άμα ήτανε νέος λέγανε και μοιρολόγια κάπου – κάπου, ενώ άμα ήτανε γεροντάκι δεν εδυσκολεύοντο να το κάνουνε μαγαζάκι.
Εκτός από το στάρι πήγαιναν ακόμα ένα κόσκινο με κουλούρια και ακόμα ένα με φρούτα ή ένα δίσκο με μυζηθροκαλίτσουνα. Τα κουλούρια ήσαν όπως του γάμου.
Στο σπίτι παίρνανε, μετά τη λειτουργία για τραπέζι τον παπά, τον ψάλτη, αυτούς που έκαναν τη διανομή, αυτούς τους φίλους και δικούς που ήλθανε από ξένα χωριά, μα και ορισμένους δικούς από το χωριό για να συντροφέψουνε τους ξένους.
Στο τραπέζι δεν κάνανε «σ’ υγεία» τα ποτήρια τους γιατί αυτό είναι εκδήλωση χαράς. Ειδικά άμα ήτανε νέος, ήτανε ζωγραφημένη η θλίψη στα πρόσωπα όλων. «Ο Θεός να του συγχωρέσει και ας μην ήτονε για το συχωρεμό» ήτανε συνηθισμένος συγχωρεμός για τους νέους που ετόνιζε την πρόωρη απώλεια και τη μεγάλη ζημιά.
Άμα πέθαινε νέος άνθρωπος το πένθος ήτανε τοπικό και δεν γίνονταν στο χωριό χαρμόσυνες εκδηλώσεις και ακόμα οι μεγάλες γιορτές δεν είχανε πανηγυρικό χαρακτήρα. Ακόμα σε πένθος εχθρού, ενώ αν μπορούσανε θα τον σκότωναν, απέφευγαν χαρμόσυνες εκδηλώσεις για να μη θεωρηθεί ότι πανυγηρίζουνε για τον θάνατο του εχθρού.
Μα ούτε δε βάζανε φανταχτερά ρούχα άμα υπήρχε τοπικό πένθος. Κάποια φορά μια κοπελίτσα πήγε στην εκκλησία με φανταχτερά ρούχα και της βγάλανε το εξής τραγουδάκι:
Δεν το κάτεχες μωρή…
πούλα κουτρουλή;
πως είναι θλίψη στο Βουβά,
και δεν τα βάνουν τα πλεχτά
Μούδε τα μεταξωτά, γιατ’ επόθανεν επά
ο Διαμαντής ο παπάς;