Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς διασκελισμούς.
-Είναι κάτι παράξενο, όσο πλησιάζουν οι μέρες στενοχωριέμαι που τελειώνει η προσδοκία των Χριστουγέννων. Στενοχωριέμαι επειδή ξέρω ότι και πάλι θα φύγουν η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, όλα αυτά τα συναισθήματα που μας φέρνουν τα Χριστούγεννα. Επειδή ξέρω ότι κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα που ζούμε είναι μοναδικά και ποτέ ξανά δεν θα είναι το ίδιο, ποτέ δεν θα βρεθούμε να γιορτάζουμε με τους ίδιους συγγενείς και φίλους παρόντες, ούτε εμείς θα είμαστε ξανά του χρόνου ίδιοι όπως τώρα.
-Έλεγε η Αντιγόνη στην καθιερωμένη βδομαδιάτικη συγκέντρωση συμμαθητριών.
Οι παλιές συμμαθήτριες είχαν καταφέρει το όχι και τόσο εύκολο: να μαζεύονται κάθε εβδομάδα σε ένα καφενείο της πόλης και να μοιράζονται τα νέα τους, γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα.Μετά από τόσα χρόνια και ενώ ο Πανδαμάτωρ έκανε ό, τι μπορούσε να μεταλλάξει κάποια πράγματα, εκείνες είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν ζωντανή τη σπίθα εκείνης της νιότης, ζωντανές τις θύμησες των ονείρων και προσδοκιών, ζωντανή τη διάθεσή τους για υπέρβαση των όποιων δυσκολιών.
Ένας ηλικιωμένος κύριος, που καθόταν πιο πέρα, έδειχνε, από την έκφραση του προσώπου του, ότι ενδόμυχα μάλλον θα καμάρωνε αυτό το επίτευγμά τους. Όμως κάποιο δυσερμήνευτο συναίσθημα πικρίας (ίσως επειδή οι -κάπως πιο ράθυμοι, κατά τα φαινόμενα- συμμαθητές του δεν κατόρθωναν να διοργανώνουν ανάλογες συνάξεις) τον οδήγησε στο παρακάτω σχόλιο για τις συμμαθήτριες:
-Αυτές κάνουν προπόνηση για τον Άγιο Λαυρέντιο…
Ο Άγιος Λαυρέντιος ήταν το κεντρικό κοιμητήριο της πόλης. Εκείνες τις μέρες, όπως κάθε χρόνο, γνώριζε περισσότερη κίνηση και ζωή, καθώς οι συγγενείς κεκοιμημένων επισκέπτονταν τα μνήματα προσφιλών προσώπων και άφηναν κάποια κλαδιά μυρτιάς ή λουλούδια ή, ακόμα, στεφάνια με τεχνητά άνθη.
Ωστόσο, και αυτή την προπαραμονή Χριστουγέννων, απτόητες οι παλιές συμμαθήτριες κατόρθωσαν “να κλέψουν μια του Χάρου” και βρέθηκαν να κουβεντιάζουν στο γνωστό στέκι τους.
Καμιά τους δεν πετούσε στα σύννεφα. Αντίθετα, ήταν στέρεα προσγειωμένες στη γη. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι προκειμένου για γυναίκες που έγιναν σύζυγοι, μάνες, γιαγιάδες, γυναίκες που πάλεψαν με διάφορα δύσκολα σε πολλούς στίβους και φάσεις της ζωής, που αναμετρήθηκαν με θανάτους και με βαρύτατα πλήγματα στην υγεία της οικογένειας;
Καμιά τους δεν έκανε βόλτα στους αιθέρες. Ωστόσο γνώριζαν, πια, πόσο σημαντικό είναι το καθρέφτισμα με τον εαυτό, όσον αφορά τα βασικά κεφάλαια της ζωής, ο εσωτερικός διάλογος που οδηγεί στην υπέρβαση εδραιωμένων πανάρχαιων φόβων, η αναγνώριση της αξίας του δώρου της ζωής, με τα όποια και όσα βάσανα, η ευγνωμοσύνη για την κάθε στιγμή που έρχεται.
Στη σημερινή συνάντηση, που η τοποθέτηση της Αντιγόνης έδωσε κάπως μεταφυσικό χαρακτήρα, οι συμμαθήτριες κινήθηκαν στον άξονα της ευγνωμοσύνης που πρέπει να διέπει τη ζωή όλων μας και δεν παράλειψαν να αναφέρουν χειροπιαστά παραδείγματα:
-Δεν είναι ένα θαύμα που σήμερα βρισκόμαστε εδώ και μιλάμε; Δεν είναι ένα θαύμα που βλέπουμε τα πουλιά να πετάνε στα δέντρα, τα περιστέρια να τσιμπολογούν τα ψίχουλα που ρίχνουμε κάτω; Που μιλάμε και ακούμε η μία την άλλη; Που σχεδιάζουμε από τώρα την επόμενη βδομαδιάτικη συνάντησή μας και τη βασιλόπιτα που θα κόψουμε;
-Και βέβαια είναι, συμφώνησε η Αδαμαντία, που είχε έρθει μαζί με τον ημίπληκτο σύζυγό της και είχε καθίσει στο ακριβώς διπλανό τραπεζάκι, ώστε να είναι “ωσεί παρούσα” στη συνάντηση.
Ο Μάξιμος δεν μετείχε στις συναντήσεις των συμμαθητριών της συζύγου του, ωστόσο δεν είχε αντίρρηση να πηγαίνει και εκείνος, πότε -πότε, και μαζί με την Αδαμαντία να απολαμβάνει το πρωινό κάποιας ηλιόλουστης ημέρας.
Μια μικρή ομάδα νέων παιδιών που κρατούσαν ημερολόγια και μπλοκ αποδείξεων πέρασε μπροστά από τα τραπεζάκια. Κάποιες κυρίες σηκώθηκαν από τη θέση τους για να ψάξουν σε τσάντες και τσέπες παλτών προκειμένου να βρουν λίγα κέρματα για ένα ημερολόγιο, ενώ άλλες μελετούσαν τα απλωμένα στο τραπέζι δείγματα για να αποφασίσουν ποιο ήταν περισσότερο του γούστου τους.
-Θα το δωρίσω στην εξαδέλφη μου που γιορτάζει, έλεγε μία.
-Και εγώ θα το δώσω στη μητέρα μου, που της αρέσουν οι μαντινάδες, έλεγε η άλλη.
-Όταν πια τέλειωσε η αγοραπωλησία, ο Μάξιμος ρώτησε:
-Σου πούλησαν και σένα ημερολόγιο;
Ναι, πήρα και εγώ ένα επειδή έχει και μαντινάδες. Θα το βάλουμε πάνω στο ψυγείο και κάθε μέρα, την ώρα που θα παίρνουμε το πρωινό μας, θα διαβάζουμε και από μία μαντινάδα. Απάντησε η Αδαμαντία, που όλη την ώρα φρόντιζε με στοργή το σύντροφό της.
Η Ελισσάβετ έδειχνε, ωστόσο, φωτογραφίες των εγγονιών της, ενώ η Χαρίκλεια μιλούσε για τη μικρή εγγονούλα της που χορεύει στον παιδικό σταθμό. Η Βενετία πρότεινε να ανταλλάξουν,στην κοπή της βασιλόπιτας, μικρά, άνευ χρηματικής αξίας, χειροποίητα δωράκια. Όλες συμφώνησαν και επικρότησαν με παιδικό ενθουσιασμό:
-Αυτά, κυρία μου, είναι τα πιο ακριβά δώρα, για να ξέρεις! Είπε η Κλειώ.
Η Αναστασία έβγαλε από μια τσάντα μια κούτα με διάφορα γλυκά, να κεράσει για την εορτή της. Όταν τέλειωσε ο γύρος στις συμμαθήτριες, πήγε και προς τους κυρίους που κάθονταν πιο κει:
-Καλά Χριστούγεννα να έχομε, κύριε Χριστόφορε! Ευχήθηκε στον κύριο που είχε κάνει το πικρόχολο σχόλιο νωρίτερα.
-Επίσης, επίσης… Απάντησε εκείνος μουδιασμένος.
-Την επομένη των Φώτων, ίδια ώρα πάλι, θα κόψουμε εδώ την πίτα μας. Είστε κι εσείς καλεσμένοι!
Ελάτε μαζί με την παρέα σας!
Ο γλυκός χειμωνιάτικος ήλιος έπαιρνε να φεύγει σιγά -σιγά και έδινε θέση στη συννεφιά.
-Καλά Χριστούγεννα! Και του χρόνου με υγεία!
Ακούγονταν κάμποση ώρα οι ευχές που αντάλασσαν.
Ύστερα έμεινε ο ήχος από τα πούλια που κάποιοι θαμώνες χτυπούσαν σε μια σκακιέρα, για να αντιπαλεύει τη σιωπή που απλώθηκε.