Του Πάνου Παναγιώτου
Το 1861 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν ζήτησε από τις μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης και της Ευρώπης δάνεια για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του πολέμου αλλά και για να προβεί σε μεγάλες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η απάντηση των τραπεζών ήταν πως τα δάνεια μπορούσαν να δοθούν με επιτόκια μεταξύ 24% και 36%. Θεωρώντας τα επιτόκια αυτά απαγορευτικά αλλά και μην έχοντας τη δυνατότητα να πληρώσει τις υποχρεώσεις του κράτους ο Πρόεδρος Λίνκολν είδε τη χώρα να του να φτάνει ένα βήμα πριν την καταστροφή.
Το κράτος δε μπορούσε να εκδώσει δικό του νόμισμα για να πληρώσει τις ανάγκες του καθώς η αρμοδιότητα της έκδοσης χρήματος είχε δοθεί στους τραπεζίτες. Η διαπίστωση ότι οι τραπεζίτες ελέγχοντας το χρήμα έλεγχαν την ίδια τη μοίρα του κράτους έκανε τον Λίνκολν να θελήσει να επανακτήσει τον έλεγχο της παραγωγής και έκδοσης του χρήματος. Για το λόγο αυτό προχώρησε στη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας που προετοίμαζε την έκδοση εθνικού νομίσματος με την “υποστήριξη του λαού”.
Στην ομιλία του πριν την ψήφιση του ειδικού νόμου είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: Όταν θα έχουμε αποκαταστήσει το χρήμα του Συντάγματος, όλες οι άλλες μεταρρυθμίσεις θα είναι δυνατές αλλά μέχρι αυτό να συμβεί, καμία άλλη μεταρρύθμιση δε θα είναι δυνατή.”
Ο νόμος ψηφίστηκε και ο Λίνκολν πέτυχε την αναδιοργάνωση του νομισματικού συστήματος των ΗΠΑ αποκόπτοντας το απ’ τους τραπεζίτες και εκδίδοντας το νόμισμα ‘greenback’, πάνω στο οποίο αναγραφόταν “Χαρτονόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών” και όχι “Χαρτονόμισμα της Κεντρικής Τράπεζας ΗΠΑ”.
Η νομισματική αποδέσμευση των ΗΠΑ από τον έλεγχο των τραπεζών προκάλεσε σοκ και οργή στην Ευρώπη ιδιαίτερα καθώς το νέο νόμισμα λειτούργησε με επιτυχία, παρά τις προειδοποιήσεις για το αντίθετο από τις τράπεζες, τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και τα ΜΜΕ της εποχής. Ενδεικτικό του πανικού που επικράτησε στο Λονδίνο είναι δημοσίευμα της εποχής από τους London Times οι οποίοι έγραψαν σχετικά: “Αν αυτό το σκάνδαλο της οικονομικής πολιτικής, που έχει τη ρίζα του στη Δημοκρατία της Βορείου Αμερικής κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου στη χώρα αυτή, συνεχιστεί και μετατραπεί σε μόνιμη κατάσταση, τότε η κυβέρνηση θα τυπώνει τα δικά της χρήματα χωρίς κόστος. Θα πληρώσει τα χρέη της και θα καταλήξει να είναι χωρίς χρέος. Θα φτάσει σε ένα σημείο ευημερίας χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των πολιτισμένων κυβερνήσεων του κόσμο. Οι ευφυέστεροι άνθρωποι και όλος ο πλούτος θα μετακομίσουν στη Βόρεια Αμερική. Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να καταστραφεί ή θα καταστρέψει κάθε μοναρχία του κόσμου.”
Η κυβέρνηση Λίνκολν πράγματι καταστράφηκε αφού ο ίδιος ο Πρόεδρος Λίνκολν δολοφονήθηκε στο Θέατρο Ford, στις 14 Απριλίου του 1865. Λίγο αργότερα η έκδοση του εθνικού νομίσματος των ΗΠΑ σταμάτησε και η αποκλειστική αρμοδιότητα της παραγωγής και έκδοσης του χρήματος επεστράφη στους κεντρικούς τραπεζίτες.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Γερμανός Καγκελάριος Βίσμαρκ θα πει για τον Λίνκολν: “Απέκτησε από το Κογκρέσο το δικαίωμα να δανείζεται από το λαό με το να εκδίδει και να πουλά ομόλογα της πολιτείας και η κυβέρνηση και το έθνος του με τους χειρισμούς του ξέφυγε από τους σχεδιασμούς των διεθνών τραπεζιτών. Κατανόησαν αμέσως ότι οι ΗΠΑ θα ξέφευγαν απ’ τον έλεγχο τους. Ο θάνατος του Λίνκολν έλυσε αυτά τα προβλήματα.”
*Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Πηγή: xrimanews.gr