Γραπτή αναφορά διάβημα προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε βάρος του συνεργάτη του πρωθυπουργού Χρύσανθου Λαζαρίδη κατέθεσε σήμερα ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού, Νίκος Κωνσταντόπουλος.Όπως είχε άλλωστε επιβεβαιώσει μιλώντας στο www.koutipandoras.gr, ο κ. Κωνσταντόπουλος δεν υπέβαλε μήνυση.
Στη γραπτή αναφορά ο κ. Κωνσταντόπουλος επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι αυτή τη στιγμή στη χώρα διαπιστώνεται «η εγκληματική έξαρση της νεοναζιστικής και ρατσιστικής απειλής, που αναστατώνει την ελληνική κοινωνία και διασύρει την Ελλάδα διεθνώς», ενώ καταφέρεται κατά κυβερνητικών στελεχών και παράγοντες του πρωθυπουργικού γραφείου.
«Κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες του πρωθυπουργικού γραφείου, ως φορείς εκτελεστικής εξουσίας γνωρίζουν, από υπεύθυνες κρατικές εκθέσεις, την ύπαρξη, διείσδυση και δικτύωση των νεοναζιστικών ρατσιστικών μηχανισμών σε όλους τους τομείς ή τις αντίστοιχες δομές της θεσμικής συγκρότησης της χώρας, δημιουργώντας ένα παρακρατικό μόρφωμα», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντόπουλος.
Επίσης αναφέρεται στις δηλώσεις του κ. Λαζαρίδη, οι οποίες «αλλοιώνουν ευθέως τις βασικές αρχές του πολιτεύματος και στρέφονται κατά της ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος» και «καλλιεργούν κλίμα αποσταθεροποίησης και πόλωσης, υπονομεύοντας τη δημοκρατική ομαλότητα».
Μάλιστα όπως επισημαίνει ο κ. Κωνσταντόπουλος «πίσω από τους φανερούς φορείς που εκπέμπουν τέτοια διχαστικά αντιδημοκρατικά συνθήματα και δημαγωγίες, πάντα βρίσκουν ευκαιρία κι ανοιχτούς δρόμους να δράσουν παρακρατικοί μηχανισμοί, σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, από τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Ελληνική Αστυνομία ως τη Δικαιοσύνη, από τη δημόσια διοίκηση, την οικονομία και την Εκκλησία ως τα διάφορα ψευδεπίγραφα συλλογικά μορφώματα».
Για το λόγο αυτό ο κ. Κωνσταντόπουλος ζητά «να ερευνηθούν οι δικτυώσεις εντός των κρατικών θεσμών νεοναζιστικών αντιδημοκρατικών μηχανισμών», καθώς επίσης και «να αντιμετωπιστούν οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις φορέων εκτελεστικής εξουσίας, που δεν έχουν καμιά σχέση με δημοκρατικό διάλογο, αλλά δημιουργούν καταστάσεις αποσταθεροποίησης του συνταγματικού κοινοβουλευτισμού».