Συνταξιούχος πλέον τα τελευταία χρόνια κατεβαίνω κάθε φθινόπωρο στα Χανιά για μία-δύο εβδομάδες με αφορμή το μάζεμα της ελιάς και την παραγωγή του λαδιού. Κυρίως βέβαια για την παρέα, όχι ουσιαστική συμμετοχή. Αν και οι γκρίνιες δεν λείπουν, συνήθως είναι μια περίοδος καταλλαγής από τον φρενήρη ρυθμό του καλοκαιριού προς τις πιο ήρεμες προετοιμασίες του χειμώνα.

Συνήθως, αλλά όχι φέτος. Γιατί αυτή τη φορά στις συζητήσεις κυριαρχούσαν τόσο οι πρόσφατοι σκοτωμοί στα Βορίζια όσο και άλλες βαρβαρότητες που είχαν προηγηθεί. Θα νόμιζε κανείς πως από την αρχή της χρονιάς δεν υπήρξε κάτι κακό και επονείδιστο που να μην πλήξει την Κρήτη, να της θολώσει την εικόνα, να ταράξει την κοινωνία και να βλάψει την ψυχή της. Σαν να ενώθηκαν όλα σε έναν διαβολικό κομήτη που έπεσε πάνω της. Από πού να ξεκινήσει κανείς και πού να τελειώσει:

Το γηροκομείο όπου διοίκηση και προσωπικό μεθόδευαν τον θάνατο των ηλικιωμένων για να τους παίρνουν τα τιμαλφή και τις διαθήκες; Το εμπόριο βρεφών με εκατοντάδες παρένθετες μητέρες που ενέδιδαν λόγω φτώχειας και ακόμη δεν έχει εξιχνιαστεί η έκτασή του; Οι παράνομες αγοραπωλησίες ιστορικών μοναστικών κτημάτων, μέσω εκβιασμών και άθλιων συναλλαγών; Η υπερδόμηση τουριστικών περιοχών σε κλίμακα που διαλύει τη φύση και κάθε έννοια βιωσιμότητας; Τα σκοτεινά παζάρια και ανταλλάγματα για υψηλές εκκλησιαστικές θέσεις; Οι δολοφονίες ανυπεράσπιστων ανθρώπων σε πανηγύρια και πλατείες; Οι συμμορίες όπλων και ναρκωτικών που εντοπίστηκαν, λίγο πριν κάνουν συνομοσπονδία ιταλικού τύπου; Ή μήπως ο μόνιμος σωρός θανάτου στους δρόμους, με τα πολυτελή αυτοκίνητα των νεόπλουτων να θερίζουν περιπατητές και μηχανάκια; Και όλα να μπλέκονται στον καμβά του ΟΠΕΚΕΠΕ με τη ληστεία των κοινοτικών πόρων και τους ετοιμοπόλεμους κουμπάρους. Να προσθέσω στα παραπάνω (γιατί αυτό δεν συζητιέται) και την επιθετικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι καραβιές των ξέμπαρκων της Γαύδου, μην τυχόν και αμαυρωθεί η γυαλιστερή εικόνα του τουρισμού – λες και τα υπόλοιπα δεν ενοχλούσαν.

Καθημερινές οι συζητήσεις για όλα αυτά, τι τα προκαλεί και αν στο μέλλον χειροτερέψουν από τον υπερβολικό τουρισμό που σπρώχνει όλο και περισσότερους στο εύκολο κέρδος και μερικές φορές στην ακόμα πιο κερδοφόρα παραβατικότητα. Χωρίς σχέδιο, κάτι τέτοιο δεν θα αντέξει για μεγάλο διάστημα διότι οι παθογένειες και οι ανισότητες θα πιέζουν την κοινωνία και μοιραία θα οδηγήσουν σε μαζική εγκατάλειψη της αγροτικής καλλιέργειας για την οποία κανείς δεν έχει προετοιμαστεί και θα οξύνεται περαιτέρω από την κλιματική κρίση.

Η Κρήτη είναι λοιπόν υποχρεωμένη να αναζητήσει ένα μέλλον βιώσιμο και ανθεκτικό, ώστε να οργανώσει την ευημερία της σε βάθος χρόνου και επίσης να την κάνει προσιτή σε πολλές κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν άραγε αυτές οι δυνατότητες; Η απάντηση είναι τώρα μάλλον όχι, αλλά σύντομα ίσως προκύψουν μετά τις υποδομές του νέου αεροδρομίου, του ολοκληρωμένου βόρειου οδικού άξονα και του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης με την ηπειρωτική Ελλάδα. Συνδυαστικά, οι τρεις υποδομές θα προσφέρουν τα εξής:

1. Αυξημένη ικανότητα αφίξεων και αερομεταφορών, πράγμα που θα αναβαθμίσει αισθητά την τουριστική κίνηση, αλλά και την τροφοδοσία της Κρήτης με αγαθά και εξοπλισμό.

2. Ταχεία και – προπάντων – ασφαλή διασύνδεση των πόλεων και των οδικών κόμβων του νησιού, πράγμα που  διευκολύνει την πρόσβαση σε απόμακρες περιοχές και θα πολλαπλασιάσει την εσωτερική περιήγηση.

3. Απρόσκοπτη παροχή ηλεκτρισμού, πράγμα που διασφαλίζει τη λειτουργία τουριστικών μονάδων αιχμής και θα μετριάσει τη συσσώρευση φωτοβολταϊκών που «πνίγουν» τις καλλιέργειες.

Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τις κορυφαίες επιστημονικές υποδομές της Κρήτης, τα λαμπρά μουσεία και πολλά διάσπαρτα μνημεία τα οποία θα αποκτήσουν νέα δυναμική. Πρόσφατα η Κρήτη κατάφερε να εντάξει ολόκληρο τον μινωικό πολιτισμό στην προστασία της UNESCO, ενώ ανάλογες διακρίσεις μπορούν αργότερα να διεκδικηθούν για τις ρωμαϊκές και τις βυζαντινές αρχαιότητες. Ου μην αλλά, η τυχαία ανακάλυψη του θόλου της Παπούρας θα ανοίξει νέα πεδία αστρονομικού δέους (και επισκεπτών, αρκεί βέβαια να μη θαφτεί απερίσκεπτα κάτω από τους πυλώνες του Πύργου Ελέγχου).

Ελπίζει κανείς επίσης ότι, στη νέα φάση που καραδοκεί, η παλιά εχθρότητα της κοινής γνώμης προς τη μεταποίηση θα υποχωρήσει και θα λειτουργήσουν νέες σύγχρονες βιομηχανικές περιοχές που θα αυξήσουν την προστιθέμενη αξία. Ποιοτικά διατροφικά και ελαφρά βιομηχανικά προϊόντα θα βελτιώσουν έτσι την αυτάρκεια του νησιού.

Ηλίου φαεινότερον ότι ο μόνιμος πληθυσμός της Κρήτης θα αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, εμπλουτισμένος από ντόπιους που θα γεννάνε περισσότερο για να αξιοποιήσουν τις νέες ευκαιρίες, ξένους που θα την επιλέγουν ως όλβιο τόπο και μετανάστες που θα αναζητούν δουλειά και ασφάλεια για τα παιδιά τους.

Η Κρήτη με πληθυσμό 624.000 κατοίκους το 2021 μόλις παρουσιάζει μια ανεπαίσθητη ανοδική τάση (0,2%) την τελευταία δεκαετία.

Ωστόσο, λόγω της νέας ελκυστικότητας του νησιού είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο ρυθμός θα αυξηθεί τουλάχιστον όπως έγινε στο Νότιο Αιγαίο την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή 6% έως 7%, και ο πληθυσμός θα ξεπεράσει τις 700.000 κατοίκους έως το 2040.

Το πρόβλημα είναι λοιπόν πού θα στεγαστούν οι σχεδόν 80.000 νέοι κάτοικοι. Αντί να στριμωχτούν στις υφιστάμενες και ανεπαρκείς αστικές συγκεντρώσεις, μια λύση είναι να κατασκευαστούν τέσσερις νέες πόλεις δυναμικότητας 20.000 εκάστη, από μία σε κάθε νομό. Ακριβώς αυτό κάνει τώρα η κυβέρνηση της Σουηδίας χτίζοντας νέες πρότυπες πόλεις με 2.000 κατοικίες και 7.000 χώρους γραφείων και κόστος καθεμιάς γύρω στο 1 δισ. ευρώ.

Μια τέτοια πρωτοβουλία θα προσφέρει ποιοτική κατοικία στους νέους κατοίκους και ίσως εμπνεύσει τους αρχιτέκτονες να διορθώσουν μερικές κακοτεχνίες περασμένων δεκαετιών που πληγώνουν βάναυσα το κρητικό τοπίο σε ουκ ολίγες περιοχές.

Το άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η επάρκεια εργασίας και είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς πώς οι ανάγκες σε καλλιέργειες, τουρισμό και νέες μονάδες παραγωγής θα καλυφθούν από ντόπιους εργαζόμενους.

Η προσφορότερη λύση είναι να ιδρυθούν κέντρα μαθητείας και κατάρτισης για όσους έρχονται από άλλες χώρες και είναι διατεθειμένοι να μάθουν, να εργαστούν και να ενσωματωθούν. Για πολλούς αιώνες η Κρήτη ήταν σταυροδρόμι και χωνευτήρι.

Για να ξανάρθουμε όμως στο αρχικό ερώτημα, είναι βάσιμο να πιστέψει κανείς ότι έτσι θα ξεπεραστούν οι παθογένειες της έντονης ανάπτυξης και των εκδικητικών συμπεριφορών που ναι μεν χαρακτηρίζουν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού αλλά συχνά αμαυρώνουν όλο το νησί; Η απάντηση είναι θετική, γιατί τα πιο πολλά προβλήματα εμφανίζονται και αναπαράγονται σε ένα φάσμα φθόνου, απομόνωσης και βαθιάς άγνοιας που μόνο η πρόοδος, οι κανόνες και η κοινή ευημερία μπορούν να διαλύσουν.

*Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.

tovima.gr