Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής | Τη λάμψη από τις ομορφιές της ιδιαίτερης πατρίδας μας δεν μπορούν να τις επισκιάσουν, όσες άλλες κι αν αντικρίσουμε στο διάβα της ζωής μας, γιατί είναι τυπωμένες πάνω στα φύλλα της καρδιάς μας με ανεξίτηλα χρώματα, που δεν ξεθωριάζουν στο πέρασμα του χρόνου.
Ήταν ένα πεντάμορφο, δροσερό, φθινοπωρινό πρωινό. Εκείνη την αντίκρισα εκεί, καθισμένη πάνω σ’ έναν μικρό βράχο στο λοφίσκο των Αγίων Αποστόλων, λίγο έξω από τα Χανιά, κι αγνάντευε πέρα μακριά το απέραντο γαλάζιο πέλαος. Θα έλεγε κανείς, αγαπητοί μου, ότι η θάλασσα κείνη την ώρα, όπως ήταν τόσο ήσυχη, έμοιαζε σαν κόρη που κοιμότανε αμέριμνα στην αγκαλιά της μητέρας μας γης…
Όταν πλησίασα κοντά της, είδα πως τα γκρίζα της μαλλιά, οι ελαφρά γυρτοί ώμοι της, το ρυτιδιασμένο κάπως – αλλά γελαστό – πρόσωπό της, μαρτυρούσαν περίτρανα ότι η δροσερή ομορφιά της νιότης είχε φύγει από κείνο, παραχωρώντας τη θέση του στη σοβαρή και κάπως μελαγχολική νιότη των γηρατειών.
Ο ρήγας τ’ ουρανού είχε πάρει το δρόμο του για το καθημερινό του ταξίδι, καθισμένος ολόχρυσος στο ολόλαμπρο άρμα του, σκορπίζοντας τις ζεστές ακτίνες του στη γύρω περιοχή, ενώ τα αλμυρίκια έμοιαζαν σαν πεντάμορφες νεράιδες, που χόρευαν στο ανάλαφρο φύσημα της δροσερής πρωινής αύρας… Τα λιγοστά πουλιά, πετώντας από κλαδί σε κλαδί, με τη σειρά τους κι εκείνα έδιναν μια ξέχωρη ομορφιά στη γύρω περιοχή, ενώ από το νοτισμένο χώμα – από τη μικρή σε διάρκεια βροχή της προηγούμενης μέρας – ανάβλυζε εκείνη η ξέχωρη ευωδιά που, ρουφώντας την, νιώθεις μια ανεξήγητη χαρά να πλημμυρίζει την ψυχή σου, γεμίζοντάς την συγχρόνως με διάφορα συναισθήματα…
Έρημες πια οι γύρω ακρογιαλιές, γιομάτες από ξερά, σκορπισμένα φύκια, απολάμβαναν – θα έλεγα – λεύθερες πια από την πολυκοσμία του καλοκαιριού, τις ζεστές ακόμα ακτίνες του περίλαμπρου ήλιου. Κάπου – κάπου το παρατεταμένο γαύγισμα κάποιων αδέσποτων σκύλων, τάραζε κάπως την απόκοσμη κείνη σιγαλιά, δίνοντάς της με την παρουσία τους μιαν άλλη όψη, πιο όμορφη, κάνοντας πιο ευχάριστη την παραμονή των ελάχιστων παρευρισκομένων συνανθρώπων μου εκεί.
Κι ενώ τη ρομαντική ηρωίδα μας την κοιτούσα από λίγο μακριά, να απολαμβάνει τις τόσες ομορφιές, την πλησίασα όσο πιο διακριτικά μπορούσα, καλημερίζοντάς την, συγχρόνως κάπως διστακτικά. Κι εφόσον μου ανταπέδωσε την «καλημέρα», με ζωγραφισμένο ένα μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη της, αυθόρμητα, κοιτώντας πότε εμένα και πότε πέρα μακριά προς τον σταχτή ορίζοντα, άρχισε σιγά – σιγά να μου μιλάει, λες και με γνώριζε από χρόνια.
Η αλήθεια είναι, αγαπητοί μου, ότι δεν περίμενα κάτι τέτοιο, όμως την άφησα να μου μιλάει, δίχως να την διακόψω ούτε μία στιγμή. Άρχισε να μου διηγείται με απίστευτη άνεση, στιγμές και γεγονότα από τα παιδικά της χρόνια και όχι μόνο, λες και μιλούσε σε κάποιον συνομήλικό της από το αγαπημένο της χωριό ή από την ιδιαιτέρα της πατρίδα. Και συνέχισε: «Εδώ στα Χανιά, αγαπητέ μου, εγκαταστάθηκα μόνιμα πριν από πολλά χρόνια. Έκανα μία υπέροχη οικογένεια και ευχαριστώ τον Πλάστη μας γι’ αυτό. Η αλήθεια είναι ότι έζησα υπέροχες στιγμές και απόλαυσα κάθε είδους χαρά, όμως ειλικρινά σας λέω, δεν έπαψα ποτέ να νοσταλγώ τις ομορφιές του τόπου μου…».
Έπειτα από μία μικρή παύση, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έχοντας πάντα στραμμένη τη ματιά της πέρα μακριά στο πέλαος, άρχισε πάλι σιγά – σιγά, να μου διηγείται. Εδώ πρέπει να τονίσω, αγαπητοί μου, ότι η φωνή της κείνη τη στιγμή έμοιαζε σαν γλυκό νανούρισμα μιας τρισευτυχισμένης μητέρας, προσπαθώντας ν’ αποκοιμίσει το μικρό βλαστάρι της. Κι ακόμη έμοιαζε, θα έλεγα, σαν το γλυκό κελάρυσμα του νερού που κυλάει σε κάποια ρεματιά στην απόλυτη σιγαλιά μιας καλοκαιρινής φεγγαρόλουστης κι αστροκέντητης νυχτιάς…
Σταμάτησε πάλι για λίγο κι ενώ στα μάτια της φάνηκαν δύο σταγόνες δάκρυα, που δεν προσπάθησε να τα κρύψει, άρχισε και πάλι να μου διηγείται στιγμές από τα παιδικά της χρόνια, με μια ξέχωρη σ’ ομορφιά άνεση. Κείνη ακριβώς τη στιγμή, δύο υπέροχοι σχηματισμοί αποδημητικών πουλιών έκαναν την εμφάνισή τους ψηλά στον γλαυκό ουρανό και κοιτάζοντάς τα, μου είπε σχεδόν ενδόμυχα: «Πόσο τυχερά είναι αυτά τα πουλιά, κύριε;… Κι είναι τυχερά γιατί έχουν δύο πατρίδες κι ώσπου να τις νοσταλγήσουν, έρχεται ο καιρός που τις επισκέπτονται και τις ξεπονάνε».
Και συνέχισε: «Κάθε φορά που τα βλέπω να διαβαίνουν, διασχίζοντας τον γαλανό της πατρίδας μας ουρανό, αφήνω τη σκέψη μου και πηγαίνει πάνω στ’ ανάλαφρα φτερά τους, όπως λέει κι ένα από τα χιλιάδες δημοτικά μας τραγούδια και με το μελάνι της ψυχής μου, γράφω πάνω χαιρετίσματα, να τα πάνε στα αγαπημένα μου πρόσωπα, πέρα εκεί μακριά, στο γλυκό και όμορφο χωριουδάκι μου…».
Και γελώντας αυτή τη φορά, κοιτάζοντάς με στα μάτια, μου είπε: «Είναι τόσο καταδεκτικά, αγαπητέ μου, που ποτέ δεν σου λένε όχι». Σκουπίζοντας δε, τα δάκρυά της αυτή τη φορά, είπε: «Αλήθεια, κύριε, τι μπορεί να είναι εκείνο, που όταν γεννιέται ο άνθρωπος, το φυτεύει ο Θεός στη σκέψη του και τον κάνει να νοσταλγεί για ολόκληρη την μετέπειτα ζωή του, το μέρος που πρωτοαντίκρισε το φως της αυγής, όπου κι αν εγκατασταθεί; Εγώ πιστεύω», είπε, «ότι ποτέ δεν θα το μάθει ο άνθρωπος. Θα παραμείνει ανεξήγητο αυτό το μυστήριο, που πιστεύω έτσι έκρινε ο Μεγαλοδύναμος να γίνει».
Καθίσαμε και μιλήσαμε αρκετή ώρα, αγαπητοί μου φίλοι, είπαμε πάρα πολλά για διάφορα πράγματα και γεγονότα της ζωής μας. Τέλος, όταν έφθασε η ώρα του αποχαιρετισμού, δίνοντάς της το χέρι μου, της είπα: «Θα σε περιμένω και αύριο, καλή μου κυρία, να σε ξαναδώ, να μιλήσουμε πάλι, γιατί πιστεύω ταιριάζουν πολύ τα βιώματά μας».
Τέλος, βιάστηκα κάπως ν’ απομακρυνθώ από κοντά της, γιατί δεν ήθελα να δει τις δύο σταγόνες δάκρυα που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στις βρύσες των ματιών μου… Παίρνοντας δε, το δρόμο της επιστροφής για την οικία μου, σε όλη τη διαδρομή τα χείλη μου ψέλλιζαν δίχως να ξέρω το γιατί, τα λόγια που – στην αρχή της μικρής μας σημερινής ιστοριούλας – διαβάσατε, ενώ τα δάκρυά μου κάπου – κάπου κύλαγαν πάνω στη νοτισμένη, από την προηγούμενη σε μικρή διάρκεια βροχούλα, γη.
Συγγραφέας – Ποιητής