Συζητήθηκε σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής η πρόταση για την άρση της ασυλίας των βουλευτών της ΝΔ που μετείχαν στην Προανακριτική Επιτροπή που παρέπεμψε τον πρώην υφυπουργό κ. Τριαντόπουλο.Ο Αλέξανδρος Μαρκογιαννάκης ήταν ένας από τους πέντε μηνυόμενους βουλευτές οι οποίοι ζήτησαν και πήραν τον λόγο κατά τη σημερινή συνεδρίαση.
Ο βουλευτής Χανίων τόνισε πρώτα από όλα ότι λαμβάνοντας γνώση της μήνυσης ένιωσε κατάπληξη από τη βαρύτητα των κατηγοριών σε βάρος του, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Ως νέος βουλευτής, μόλις δύο ετών, αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να συγκαταλέγομαι στη μικρή αλλά ακραία ατιμωτική χορεία όσων στο παρελθόν κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Και αναφέρομαι ειδικά στα στελέχη των κατοχικών κυβερνήσεων και τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, ασκώντας το κοινοβουλευτικό μου καθήκον, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα να διέπραξα εσχάτη προδοσία;».
Ο κ. Μαρκογιαννάκης ανέφερε συγκεκριμένα τη διατύπωση του άρθρου 61, κατά την οποία «ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων», επισημαίνοντας ότι αυτό είναι μια σταθερή συνταγματική ρύθμιση, ήδη από το πρώτο Σύνταγμα του 1844.
«Στο δικό μου μυαλό», συνέχισε στην τοποθέτησή του ο Αλέξανδρος Μαρκογιαννάκης, «δεν είναι οι μηνυτές μας υπόλογοι για αυτή την επικίνδυνη αμετροέπεια. Υπήρξαν γύρω τους συγκεκριμένοι άνθρωποι, οι οποίοι συνειδητά υποδαύλισαν τον πόνο και τον μετέτρεψαν σε πολιτικό εργαλείο για τους δικούς τους σκοπούς. Υπήρξαν συνάδελφοι βουλευτές, και μάλιστα νομικοί, και μάλιστα αρχηγοί κομμάτων, οι οποίοι έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους κάτω από την κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας στις ανάλογες συζητήσεις περί Προανακριτικής, όχι γιατί τη βρήκαν νομικά ακαταμάχητη αλλά γιατί ταιριάζει στην τοξικότητα με την οποία έχουν μάθει να λειτουργούν στην πολιτική τους διαδρομή.»
Σχολιάζοντας τη στάση του ΠΑΣΟΚ το οποίο ψήφισε «παρών», ο κ. Μαρκογιαννάκης επισήμανε ότι συνιστά αντίφαση και αρνητική έκπληξη καθώς πρώτον, είχε στηλιτεύσει αυτήν την υπερβολή στις προτάσεις της Προανακριτικής και δεύτερον θέτει σε αμφισβήτηση όσα περιλαμβάνει το άρθρο 61.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο Αλέξανδρος Μαρκογιαννάκης υπογράμμισε: «Απέναντι σε αυτούς, λοιπόν, στέκομαι σήμερα και τους λέω ότι ως βουλευτής θα συνεχίσω να ασκώ τα κοινοβουλευτικά μου καθήκοντα όπως ορίζει το Σύνταγμα και η συνείδησή μου, χωρίς να φοβηθώ και χωρίς να πέφτω στην παγίδα της μισαλλοδοξίας και της τοξικότητας που τους τρέφουν».
Τι υποστηρίζει η Μαρία Καρυστιανού
Με σκληρή γλώσσα και βαρύτατες καταγγελίες, η Μαρία Καρυστιανού κατηγορεί 14 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για εσχάτη προδοσία, υποστηρίζοντας ότι ενήργησαν όχι ως βουλευτές αλλά ως «οιονεί εισαγγελείς» που σκόπιμα αρνήθηκαν να ερευνήσουν το “μπάζωμα” στα Τέμπη, συγκαλύπτοντας ευθύνες. Τους αποδίδει παραβίαση του Συντάγματος και καλεί τους θεσμούς να πάρουν θέση για την ποινική τους ευθύνη, δηλώνοντας με νόημα: «Ξυπνήσαμε – και δεν θα κάνουμε πίσω».
Σύμφωνα με την Καρυστιανού, οι βουλευτές ενήργησαν όχι ως απλοί εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου, αλλά «ως εισαγγελικοί λειτουργοί» που παρανόμως παρέλειψαν να διενεργήσουν προκαταρκτική εξέταση για τον τότε υφυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο, τον οποίο η ίδια κατονομάζει σε σχέση με το λεγόμενο «μπάζωμα» στον τόπο της τραγωδίας. Όπως τονίζει, η απουσία έρευνας, κλήσης μαρτύρων και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης Υπουργών.
Η ίδια απορρίπτει τις επικλήσεις στο άρθρο 61 του Συντάγματος περί μη δίωξης βουλευτών για ψήφο ή γνώμη, υποστηρίζοντας ότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για πολιτική θέση, αλλά για σκόπιμη παράλειψη εισαγγελικών καθηκόντων.
Απορρίφθηκε το αίτημα για άρση ασυλίας
Απορρίφθηκε με 158 ψήφους το αίτημα για άρση ασυλίας 14 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για εσχάτη προδοσία.
Υπέρ της άρσης ασυλίας ψήφισαν 36 βουλευτές, ενώ 76 ψήφισαν «παρών».
Οι 14 βουλευτές μηνύθηκαν από τη Μαρία Καρυστιανού για τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας, της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας.
Προηγήθηκε μια θυελλώδης συνεδρίαση στη Βουλή, με κυβέρνηση και αντιπολίτευση να ανταλλάσσουν «πυρά».



