Τα στοιχεία υπάρχουν παντού στις χώρες της Δύσης. Ο θεσμός του γάμου περνάει κρίση. Η κρίση είναι όμως για όλους; Απ’ ότι φαίνεται, όχι.
Σύμφωνα με μια σειρά ερευνών που έχουν δημοσιευθεί τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο έντονα, το να παντρεύεται κάποιος σχετίζεται με την ταξική του θέση στην κοινωνία.
Στις ΗΠΑ λ.χ., σύμφωνα με έρευνα των American Enterprise Institute και Opportunity America, είναι ξεκάθαρο ότι το γεγονός ότι όλο και λιγότεροι αμερικάνοι παντρεύονται σχετίζεται περισσότερο από ποτέ άλλοτε με το κοινωνικοοικονομικό τους στάτους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, μόλις το 26% φτωχών, το 39% με χαμηλά εισοδήματα το 56% της μεσαίας τάξης παντρεύονται. Μόλις πριν 30 χρόνια, το 1990, οι ταξικές διαφορές ήταν εξαιρετικά λιγότερο έντονες. 51% των φτωχών με ασταθή εργασία, 57% της εργατικής τάξης, και το 65% της μεσαίας τάξης παντρεύονταν. Οσόν αφορά τους πλούσιους, ανεξαρτήτως εποχής το ποσοστό που παραμένει σε γάμο ξεπερνά το 85%.
Και όμως, αν και ο γάμος βρίσκεται σε σταθερή παρακμή, το ίδιο δεν ισχύει με τις γεννήσεις παιδιών. Τα παιδιά όμως πλέον μεγαλώνουν σε οικογένειες δίχως δύο γονείς και δίχως όσα χρειάζονται οικονομικά για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν. Ο θάνατος της κοινωνικής κινητικότητας οφείλεται και σε αυτή την πραγματικότητα.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Οικονομίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Raj Chetty, ο κύριος παράγοντας που διασφαλίζει την κοινωνική επιτυχία είναι η δομή της οικογένειας. Σε περιοχές φτωχές των ΗΠΑ όπου τα ποσοστά οικογενειών με δύο γονείς είναι μεγαλύτερα, καταγράφεται μια πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα σε σχέση με άλλες περιοχές όπου κυριαρχούν απόλυτα οι μονογονεϊκές οικογένειες. Το βέβαιο όμως είναι οι φτωχοί παντρεύονται λιγότερο, οι οικογένειές τους πλέον δεν εμπεριέχουν δύο γονείς, και αυτοί οι παράγοντες διασφαλίζουν ότι και τα παιδιά τους θα παραμείνουν στο κοινωνικό περιθώριο.
Οι τάσεις αυτές αναμένονται να ισχυροποιηθούν τα επόμενα χρόνια αφού ερευνητές σημειώνουν ότι το 51% των ανθρώπων στις ΗΠΑ στις ηλικίες 18 έως 34 δεν έχει κάποιο σταθερό δεσμό. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί από το 1986, όταν και ξεκίνησαν να καταγράφονται αυτά τα στοιχεία.
Σύμφωνα με άλλες έρευνες 110,6 εκ. άνθρωποι άνω των 18 ζούνε μόνοι τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1960 το 72% των ενήλικων άνω των 18 ήταν παντρεμένο ενώ σήμερα εξ αυτών που ζούνε μόνοι το 63% δεν παντρεύτηκε ποτέ ενώ ένα 23% έχει χωρίσει. Η πλειοψηφία αυτών που ζούνε μόνοι είναι γυναίκες με ποσοστό 53%.
Πλέον, μόλις το 46% των παιδιών στις ΗΠΑ ζούνε σε μία κλασσική οικογένεια με δύο γονείς όταν το 1950 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 88%. Επίσης, το 34% ζει με έναν γονέα που δεν έχει ποτέ παντρευτεί, όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 1960 ήταν μόλις 9%.
Ο γάμος είναι ένα προνόμιο των πλούσιων, και ο θάνατος της πυρηνικής οικογένειας είναι μια πραγματικότητα που αφορά κυρίως τους φτωχούς, οι οποίοι και εξ αυτού μπετονάρεται η θέση τους στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο.
Στην Ελλάδα πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια το ποσοστό των διαζυγίων έφτανε το 23%, ενώ σήμερα είναι 37% ενώ σημαντικό είναι επίσης το στοιχείο ότι το 1971 είχαμε 73,350 γάμους και το 2017 50.138 με την πλειοψηφία πλέον να είναι πολιτικοί γάμοι και με μια μεγάλη αύξηση των συμφωνων συμβίωσης.
Η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων εκτός γάμου, σύμφωνα με έρευνα της Eurostat στις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ. Ειδικότερα, ποσοστό 9,4% των γεννήσεων το 2016 στην Ελλάδα, αφορούσαν ζευγάρια εκτός γάμου και μονογονεϊκές οικογένειες. Μετά την Ελλάδα, ακολουθούν η Κροατία (18,9%) και η Κύπρος (19,1%).
Πάντως, το 9,6% που καταγράφεται είναι το υψηλότερο ποσοστό ιστορικά για την Ελλάδα αφού το 1960 ήταν 1,2%, το 1980 1,5%, το 2000 4%, το 2007 5,2%, και το 2010 7,3%.
Σημειώνεται ότι σε οκτώ κράτη-μέλη της ΕΕ, το 2016, οι γεννήσεις εκτός γάμου ήταν περισσότερες: Γαλλία (60%), Βουλγαρία και Σλοβενία (και 59%), Εσθονία (56%), Σουηδία (55% ), Πορτογαλία (53%) και Κάτω Χώρες (50%).
Συνολικά στην ΕΕ, το ποσοστό των γεννήσεων εκτός γάμου ανήλθε σε 43% το 2016, σημειώνοντας αύξηση περίπου 15% από το 2000, αύξηση περίπου μίας εκατοστιαίας μονάδας κάθε χρόνο.