Μια φορά και ένα καιρό σε μια όμορφη χώρα που την έλουζε ο ήλιος την μέρα,την πλούμιζε από τα αστέρια η νύκτα και ή θάλασσα αγκάλιαζε τα ακρογιάλια της,ζούσε ένας λαός εξαθλιωμένος.Οι πολιτικοί και οι άρχοντες εκείνου του λαού απομυζούσαν όλα τα πλούτη τη χώρας προς συμφέρον τους και τα συσσώρευαν σε μια θυρίδα που λέγεται Ελβετία.Μάζευαν…μάζευαν,επέβαλαν χαράτσια,έως ότου ο λαός να μην έχει πια να δώσει τίποτε.Ακόμα και το ψωμί του έπαιρναν και τον άφηναν να πεθαίνει χωρίς να νοιάζονται καθόλου.
Αυτοί έμεναν σε ένα παλάτι που λεγόταν Βερσαλλίες των Μαξίμων.
Γλεντοκοπούσαν όλη νύκτα, έτρωγαν μέχρι σκασμού και πάλι από την αρχή.Αυτό γινότανε χρόνια πολλά και ο λαός φαίνεται δεν είχε αντοχές να παλέψει αυτή την κατάσταση.
Ώσπου μια μέρα ήρθε στην χώρα τους ένας νέος μορφωμένος,από άλλη πάστα.Ήταν λέει “κομμουνιστής” και ήθελε να σώσει το κόσμο.Ποιό κόσμο όμως;
Όχι τον κόσμο που ανήκουν οι καταχραστές και οι πλούσιοι,αλλά τον κόσμο που ανήκουν οι κατατρεγμένοι της ζωής.Πήγε σε όλες τις πόλεις τις χώρας και διάδιδε την δική του άποψη για μια καλύτερη ζωή.Μίλαγε για ισότητα,για ανθρώπινα δικαιώματα,για ανισότητα που σε μια κοινωνία δεν χωράει,για ανθρωπιστική κρίση και ξεσήκωνε σιγά σιγά τον λαό,που αν και εξαθλιωμένος,είχε αρχίσει να βλέπει στο πρόσωπο του μια ελπίδα.Δεν ήθελε εκείνη την στιγμή τόσο το ψωμί,όσο την Ελπίδα.
Και πήγαινε ο νέος αυτός και σε όλα τα χωριά και ακούγονταν η φωνή του παντού.Άλλοι τον είπαν Μεσσία,άλλοι υποστήριξαν πως είναι η μετενσάρκωση του Λένιν,άλλοι είπαν πως είναι ο Ηρακλής και θα καταφέρει παραπάνω από δώδεκα άθλους!Και τον πίστεψαν!
Τον ακολούθησε ο λαός και μαζί του αναθάρρεψαν και έκαναν επανάσταση.Πήγαν στις Βερσαλλίες των Μαξίμων, έριξαν τις καστρόπορτες με πέτρες,καλέμια και σφυριά και λεηλάτησαν τα πάντα.Οι πλούσιοι και διεφθαρμένοι πολιτικοί τους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε μπροστά σε τόση οργή.Άνοιξαν απλά την Ελβετική θυρίδα, έδωσαν τα πλούτη τους στους φτωχούς (καθώς δεν είχαν άλλη λύση)και εξαφανίστηκαν από την χώρα.
Από εκείνη την μέρα και έπειτα,κυβερνούσε ο νέος αυτός με οράματα και ελπίδες τον λαό εκείνο.Η φτώχεια παραμερίστηκε.Ψωμί υπήρχε για όλους,μα πάνω από όλα υπήρχε αξιοπρέπεια και ανθρωπιά.Οι πλούσιοι πλήρωναν τους φόρους που τους αναλογούσαν στο καινούργιο κράτος που δημιουργήθηκε και οι φτωχοί απαλλάχθηκαν αυτών…
Όμως ο λαός εκείνος επειδή είχε ξυπνήσει πια,ήξερε πως αν εκείνος ο νέος στα βάθη των καιρών διαφθειρόταν θα είχε την ίδια κατάληξη με τους προηγουμένους…
Γιατί φωνή Λαού,οργή Θεού…