της Janine R. Wedel για το Project Syndicate
Η κρίση εμπιστοσύνης του κοινού στους πολιτικούς θεσμούς- συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων, των νομοθετικών σωμάτων, των δικαστηρίων και των Μ.Μ.Ε.- είναι βασικός παράγοντας στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ και άλλων σαν αυτόν σε όλον τον κόσμο. Και όσο η κρίση παραμένει, τέτοιοι ηγέτες θα συνεχίσουν να έχουν απήχηση στους ψηφοφόρους, ασχέτως από τα εκλογικά αποτελέσματα.
Η κρίση δεν είναι καινούρια. Μια μελέτη του 2007, που εκπονήθηκε για ένα φόρουμ των Ηνωμένων Εθνών, έδειξε ένα «κυρίαρχο» μοτίβο: Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, σε όλες τις ονομαζόμενες αναπτυγμένες, βιομηχανικές δημοκρατίες έχει σημειωθεί μείωση της εμπιστοσύνης του κοινού στις κυβερνήσεις. Στη δεκαετία του 1990, ακόμα και χώρες που ήταν από καιρό γνωστές για την ισχυρή εμπιστοσύνη των πολιτών, όπως η Σουηδία και η Νορβηγία, σημείωσαν μια κάμψη.
Στις ΗΠΑ, η τελευταία δημοσκόπηση τoυ Gallup για την «εμπιστοσύνη στους θεσμούς» δείχνει διψήφια ποσοστά μείωσης από το 1970 (ή από τις πιο παλιές διαθέσιμες μετρήσεις) για 12 από τα 17 θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, του Κογκρέσου, της Προεδρίας, των σχολείων, του Τύπου και της Εκκλησίας. Σχετικά με τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα, η εμπιστοσύνη αυξήθηκε ελαφρώς για τέσσερα, με σημαντική αύξηση μόνο σε ένα: στον στρατό.
Ως ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος που εκπαιδεύτηκε στην Ανατολική Ευρώπη τα χρόνια της παρακμής του κομμουνισμού, παρατήρησα από πρώτο χέρι τι συμβαίνει σε μια κοινωνία χωρίς την εμπιστοσύνη των πολιτών. Οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν επίσημα θεσμικά όργανα με πολύ σκεπτικισμό και αποσύρθηκαν σε κοινωνική απομόνωση: σε άτυπους, σφιχτοδεμένους (και κλειστούς) κύκλους φίλων, οικογένειας, και συμμάχων πάνω στους οποίους στηρίζονταν για ειδήσεις, πληροφορίες και πολλά άλλα. Οι νέοι άνθρωποι δεν είδαν κάποιον σημαντικό λόγο να επενδύσουν στο μέλλον τους, και οι μεγαλύτεροί τους υπέκυψαν στην αυτοκτονία και την κατάχρηση ουσιών σε ανησυχητικό βαθμό.
Σήμερα, υπάρχουν ομοιότητες με ανησυχητικές τάσεις στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και αλλού. Σύμφωνα με μια σημαντική έρευνα από τους οικονομολόγους Αν Κέις και Άνγκους Ντίτον πέρσι, το ποσοστό θνησιμότητας για τους μεσήλικες, λιγότερο μορφωμένους, λευκούς άνδρες στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί ραγδαία, κάτι που ορισμένοι παρατηρητές έχουν ονομάζει ως κύμα «θανάτων απελπισίας».
Την ίδια στιγμή, οι αμερικάνοι «μιλένιαλς» (αυτοί που γεννήθηκαν μεταξύ 1982 και 2004) αναβάλλουν τον γάμο και την αγορά σπιτιού ή αυτοκινήτου, με πολλούς να λένε στις δημοσκοπήσεις ότι αυτή η αναβολή θα είναι μόνιμη. Μένουν μαζί με τους γονείς τους σε ποσοστά που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί από το 1940 και πολλοί βγάζουν τα προς τα ζην μέσω διάφορων προχειροδουλειών που δεν προσφέρουν ούτε οφέλη ούτε ασφάλεια εργασίας.
Ως αποτέλεσμα, μια αυξανόμενη ομάδα ανθρώπων προσδιορίζεται ως αουτσάιντερ. Οι πόρτες που κάποτε τους είχαν ανοιχτεί τώρα έχουν κλείσει και η πίστη τους στα θεσμικά όργανα για την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους έχει διαβρωθεί σημαντικά. Πολλοί ψάχνουν για τη σωτηρία σε κινήσεις κατά του κατεστημένου και σε πρόσωπα σαν τον Τραμπ.
Η ίδια τάση είναι εμφανής και στην οργή κατά της ελίτ και κατά του συστήματος που έχει ξεσπάσει σε όλη την Ευρώπη, η οποία φάνηκε στο δημοψήφισμα για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη συνεχή άνοδο του δεξιού κόμματος «Η Εναλλακτική για τη Γερμανία», στην ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς ηγέτιδας του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας Μαρίν Λε Πεν στη γαλλική προεκλογική εκστρατεία και στις αυστριακές εκλογές φέτος, όπου για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κανένας υποψήφιος του «κατεστημένου» δεν κατάφερε να φτάσει στον τελικό γύρο των εκλογών.
Στις ΗΠΑ, όταν ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία του 2016, πολλοί ψηφοφόροι πίστευαν- όχι άδικα- ότι το σύστημα ήταν «στημένο». Αλλά η δημοκρατία και η δυσπιστία μπορεί να κάνουν μια επικίνδυνη ένωση, επειδή οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν περίπλοκα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα δεν κατευθύνουν πάντα την οργή τους στον κατάλληλο στόχο.
Οι μεγάλες οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών- μαζί με την ιδιωτικοποίηση, την απορρύθμιση, την ψηφιοποίηση και τη χρηματιστικοποίηση- ενδυνάμωσαν και άλλο την ελίτ και της έδωσαν τη δυνατότητα να αναπτύξει πρακτικές πολιτικού επηρεασμού μέσω ομάδων μελέτης και φιλανθρωπιών, κρυφών ομάδων πίεσης, τρόπων αντιμετώπισης που υπονομεύουν τις τυπικές διαδικασίες, μέσω των ΜΜΕ, εκστρατειών χρηματοδότησης και περιορισμών σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτή η «νέα διαφθορά» αν και συνήθως τυπικά νόμιμη, είναι ουσιαστικά αδιαφανής- και έτσι εξαιρετικά διαβρωτική για την εμπιστοσύνη του κοινού.
Αυτό, μαζί με τη διεύρυνση της εισοδηματικής ανισότητας, μπορεί να εξηγήσει πώς οι ψηφοφόροι μπορούν να επηρεάζονται από έναν υποψήφιο όπως ο Τραμπ, ιδίως όταν ζουν, όλο και περισσότεροι, στα δικά τους περιβάλλοντα πληροφορίας. Οι αλγόριθμοι στο Facebook και στο Twitter επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις ομάδων και τον αποκλεισμό αντίθετων απόψεων- ακόμα και γεγονότων. Η ψηφιακή εποχή έχει δημιουργήσει μια απομόνωση που, κατά ειρωνεία της τύχης, δεν διαφέρει από ό,τι προωθήθηκε μέσω του κομμουνισμού.
Το αποτέλεσμα είναι τρομακτικά οικείο σε όποιον έχει μελετήσει την ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης. Όπως και ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Τραμπ χρησιμοποιεί την ματαιοπονία και τον θυμό, εκμεταλλεύεται τη νοσταλγική λαχτάρα και τον εθνικισμό και βρίσκει ως βολικά εξιλαστήρια θύματα ανθρώπους όπως οι μετανάστες. Όπως στη Ρωσία, όπου οι ομοφυλόφιλοι και άλλες μειονότητες έχουν επίσημα στοχοποιηθεί, οι απογοητευμένοι της Αμερικής ενθαρρύνονται να παρενοχλήσουν και να δαιμονοποιήσουν ήδη περιθωριοποιημένες ομάδες.
Η εμπιστοσύνη είναι η ψυχή μιας ακμάζουσας κοινωνίας και ένα μεγάλο μέρος της Δύσης χρειάζεται μια μετάγγιση έκτακτης ανάγκης. Τα πολιτικά της συστήματα όμως θα παραμείνουν στη ζωή με «μηχανική υποστήριξη», μέχρι η εδραιωμένη ελίτ να νιώσει αρκετά ευάλωτη για να σταματήσει να αγνοεί τις ανάγκες εκείνων που έχουν μείνει πίσω.
Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή
thepressproject.gr