Του Γιώργου Βασιλάκη
Η φράση «Άμα αγαπάτε τους μετανάστες, πάρτε τους σπίτι σας» έχει ακουστεί ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια σε συζητήσεις για το προσφυγικό και μεταναστευτικό. Αν και προβάλλεται ως “λογικό αντεπιχείρημα”, στην πραγματικότητα συνιστά μια επικίνδυνη και διχαστική ρητορική που απλοποιεί ένα βαθύ κοινωνικό φαινόμενο και μετατρέπει την αλληλεγγύη σε αντικείμενο χλευασμού.
Η φράση προβάλλεται συνήθως από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως «ρεαλιστές», με στόχο να απαξιώσουν όσους εκφράζουν αλληλεγγύη και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως αυτή η δήλωση δεν είναι απλώς άστοχη ή επιφανειακή. Είναι επικίνδυνη. Και για πολλούς, αποτελεί έκφραση φασιστικής ρητορικής.
Πρώτα απ’ όλα, η συγκεκριμένη δήλωση απλοποιεί υπερβολικά ένα εξαιρετικά σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Η μετανάστευση δεν είναι ζήτημα προσωπικής φιλοξενίας ή ιδιωτικής φιλανθρωπίας. Είναι ένα πολυδιάστατο ανθρωπιστικό, πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα που απαιτεί συλλογικές λύσεις, οργανωμένες πολιτικές και διεθνή συνεργασία.
Φανταστείτε για λίγο ένα υποθετικό σενάριο: Τα νοσοκομεία έχουν καταρρεύσει. Τα κέντρα υγείας έχουν διαλυθεί. Άνθρωποι πεθαίνουν αβοήθητοι. Και κάποιος τολμά να προτείνει:
«Αν αγαπάς τόσο τους άρρωστους, πάρ’ τους σπίτι σου. Φρόντισέ τους μόνος σου».
Είναι εμφανές πως μια τέτοια προσέγγιση δεν επιδιώκει λύση — επιδιώκει σιωπή και αποστασιοποίηση.
Αν δεχτούμε αυτή τη λογική, πού σταματάμε;
Αν αγαπάς τους άστεγους, πάρ’ τους σπίτι σου.
Αν αγαπάς αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους στις πυρκαγιές, φιλοξένησέ τους εσύ.
Αν αγαπάς αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους σε πλειστηριασμό, δώστους το σπίτι σου.
Αυτό που αποκαλύπτεται, τελικά, δεν είναι η “ρεαλιστικότητα” του επιχειρήματος, αλλά η αποστροφή προς τον άνθρωπο σε ανάγκη.
Μια τέτοια στάση δεν είναι απλώς άστοχη – είναι μισάνθρωπη. Φανερώνει απέχθεια για κάθε ευάλωτο, είτε είναι άστεγος λόγω οικονομικής κατάστασης, συνθηκών ή φυσικής καταστροφής, είτε πρόσφυγας, είτε ασθενής. Και το σημαντικότερο: αποσιωπά τη θεσμική ευθύνη μεταβιβάζοντας όλη την ευθύνη στο άτομο.
Η φράση «πάρ’ τους σπίτι σου» λειτουργεί ως ρητορικό όπλο απαξίωσης, όχι μόνο των μεταναστών, αλλά και εκείνων που στέκονται αλληλέγγυοι. Η ανθρωπιστική στάση παρουσιάζεται ως “υποκριτική” ή “ουτοπική”, την ώρα που ο πραγματικός στόχος είναι να φιμωθούν οι φωνές της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Παράλληλα, η δήλωση προωθεί έναν επικίνδυνο διχαστικό λόγο, του τύπου «εμείς εναντίον αυτών». Ενισχύει τη λογική ότι οι μετανάστες είναι “βάρος”, “απειλή”, ή “εισβολείς”. Δημιουργεί έναν κατασκευασμένο “άλλο” που πρέπει να απορριφθεί ή να απομονωθεί. Είναι η γλώσσα του φασισμού, που μεταμφιέζεται σε “λογική σκέψη” για να κερδίσει αποδοχή.
Η υποστήριξη των μεταναστών δεν σημαίνει ότι ο καθένας πρέπει να τους φιλοξενήσει σπίτι του, όπως δεν περιμένουμε να φιλοξενήσουμε κάθε άστεγο ή ασθενή για να δείξουμε αλληλεγγύη. Το ζήτημα της μετανάστευσης απαιτεί συλλογικές λύσεις, όπως αντιμετώπιση του φαινομένου στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου, δίκαιες πολιτικές ασύλου, ανθρωπιστική βοήθεια όταν χρειάζεται και βεβαίως και επιστροφή μεταναστών αν αυτό κρίνεται σκόπιμο από το κράτος στο οποίο έχουν εισέλθει. Αυτά είναι ευθύνη του κράτους και της κοινωνίας, όχι του κάθε πολίτη ξεχωριστά.»
Η αλληλεγγύη, ο σεβασμός σε κανόνες και νόμους δεν είναι ούτε “πολυτέλεια”, ούτε “υποκρισία”. Είναι δέσμευση για έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο συλλογικό.
Όχι γιατί θα “πάρουμε σπίτια μας” όλους τους κατατρεγμένους, αλλά επειδή θέλουμε ένα κράτος που δεν θα τους γυρνά την πλάτη.



