Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης
Λογοτέχνης
Βαρέθηκε λέει να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους και στην οχλοβοή της πόλης. Έτσι, ένα πρωινό πήρε αναμάσχαλα το φτωδό πολυκαιρισμένο, χιλιομπαλωμένο δισάκι του, έκανε το σταυρό του και ο γέρο-μοναχός πήρε των οματιών του, βγήκε έξω από την αμαρτωλή μεγάλη πολιτεία, τσαλαβουτήχτηκε στα λασπόνερα (ήταν βαρυχειμωνιά), πέρασε βουνά και λαγκάδια, ανεβοκατέβηκε κατσάβραχα, πάλεψε με τα στοιχειά της φύσεως μέχρι που έφτασε στη μεγάλη, την απέραντη έρημο.
Βρήκε ένα μεγάλο απολιθωμένο κάκτο, κούρνιασε στη ρίζα του. Ρίζωσε, και να προσευχές, νηστείες, μετάνοιες.
Πέρασαν τα χρόνια και ο γέρο μοναχός γίνηκε υπέργηρος. Πέρασε τα εκατό. Μια χούφτα κόκαλα. Λείψανο πια, πιο λείψανο από τον απολιθωμένο κάκτο του. Η φήμη του απλώθηκε παντού. Σ’ όλη τη Μέση Ανατολή.
Διάφορες αποστολές κίνησαν να πάνε, να δουν και να πάρουν την εχή του νέου Άγιου του καιρού τους.
Μα ως έφτασαν, τι να δουν;
Ένα ολόμαυρο από τον καυτερό ήλιο, αλλόκοτο πλάσμα –ο Άγιος, μπρουμούτιζε κατάχαμα, κολλούσε το πρόσωπό του στη γη, έβαζε αυτί… άκουγε! Άκουγε!
Μετά σηκωνόταν απάνω, χτυπούσε τα στήθια, τα πλευρά, έβγαζε άναρθρες κραυγές, σήκωνε τα σκελετωμένα χέρια προς τον ουρανό και πάλι ξαναμπρουμούτιζε και πάλι ξανασηκωνόντα, και πάλι τα ίδια και τα ίδια.
Τα περίεργα φερσίματα του Αγίου τους έκαναν να αμφιβάλουν για την διανοητική του κατάσταση, να κοιτάζονται μεταξύ τους και να απορούν.
Μερικοί μάλιστα διετύπωσαν την άποψη πως πρέπει να ειδοποιηθούν οι αρχές, να φροντίσουν για την αποκατάσταση της υγείας του. Τον συμπόνεσαν. Τον πλησίασαν και με λόγια αγάπης προσπάθησαν να τον γαληνέψουν. Τίποτα όμως. Αυτός τα ίδια και τα ίδια.
Κάποιος νέος τον ρώτησε.
– Τι κάνεις αυτού Πάτερ; Γιατί στηθοκοπιέσαι; Γιατί βάζεις αυτί στη γη; Τι ακούς;
– Πάψε παιδί μου, απάντησε ο Άγιος. Δεν ακούς εσύ τους λυγμούς του κόσμου; Δεν ακούς εσύ τα βογκητά και τους αναστεναγμούς του;
Απόμεινε σύξυλος ο νέος. Σαν συνήλθε, ξάπλωσε κι αυτός καταγής, έβαλε αυτί και άκουσε… και άκουσε το ξέφρενο ποδοβολητό του χάρου να οργώνει τη γη, και τους λυγμούς και τα αναφιλητά του κόσμου