Μετά την «κρατικοποίηση» του ΑΔΜΗΕ που έκανε “λάβαρο” η σημερινή κυβέρνηση, μπαίνει από το παράθυρο η «ιδιωτικοποίηση» μέσω ανάθεσης σε τρίτους μεγάλων έργων εθνικής σημασίας που τα ξεκίνησε ο ΑΔΜΗΕ, όπως η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό ηλεκτρικό σύστημα, αλλά ισχυρίζεται ότι αδυνατεί να χρηματοδοτήσει.
Αυτό προκύπτει από την απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας που ενέκρινε το δεκαετές αναπτυξιακό πρόγραμμα του ΑΔΜΗΕ 2017-2026 και η οποία επί της ουσίας ασχολείται με τα προβλήματα που έχουν ανακύψει στα έργα διασύνδεσης των Κυκλάδων και της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα.
Στην πρώτη περίπτωση, με τις μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του χρονοδιαγράμματος, και στη δεύτερη περίπτωση, από το γεγονός ότι λόγω της διπλής διασύνδεσης που προκρίθηκε, μια “γρήγορη μικρή” (με Μολάους Πελοποννήσου) και η “κανονική μεγάλη” (με Αττική), η ολοκλήρωση της δεύτερης μετατίθεται χρονικά για μετά το 2023, γεγονός στο οποίο είναι υποχρεωμένη να αντιδράσει η ρυθμιστική αρχή. Για τον επιπλέον λόγο ότι συγκρίνει το συγκεκριμένο έργο με τη διασύνδεση της Σαρδηνίας με την ηπειρωτική Ιταλία, κρίνοντας ότι η διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν το 2021.
Όπως αποκαλύπτει η ίδια η ΡΑΕ στην απόφασή της, ο ΑΔΜΗΕ επικαλείται προβλήματα χρηματοδότησηςτων έργων που έχει αναλάβει. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην απόφαση έγκρισης του δεκαετούς επενδυτικού προγράμματος του ΑΔΜΗΕ: «Ως προς τους ισχυρισμούς του ΑΔΜΗΕ Α.Ε., ότι υπάρχει δυσχέρεια ή και αδυναμία εξεύρεσης (ανθρώπινων και κεφαλαιακών) πόρων για την κατασκευή μεγάλων έργων που εξελίσσονται παράλληλα, δεδομένης της αναγκαιότητας υλοποίησης των σημαντικών έργων ανάπτυξης του ΕΣΜΗΕ, η ΡΑΕ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 7 και 8 του άρθρου 108 του ν. 4001/2011, εάν διαπιστώσει, κατά την παρακολούθηση εκτέλεσης του ΔΠΑ (σ.σ. Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης), ότι δεν διασφαλίζεται η υλοποίηση των έργων πρώτης τριετίας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση τα έργα της διασύνδεσης των Κυκλάδων και της Κρήτης, σύμφωνα με το υποβληθέν σχέδιο για το ΔΠΑ του Συστήματος, οφείλει, εκ του νόμου, να εξετάσει όλους τους δυνατούς τρόπους χρηματοδότησής τους».
Ο Νόμος 4001 (άρθρο 108 παρ 7), για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπει τα εξής μέτρα που είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει η ΡΑΕ:
* (α) Επιβάλλει στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ να εκτελέσει τις εν λόγω επενδύσεις.
* (β) Οργανώνει ανοικτό διαγωνισμό για τις εν λόγω επενδύσεις.
* (γ) Υποχρεώνει την ΑΔΜΗΕ ΑΕ να προβεί σε αύξηση κεφαλαίου προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, επιτρέποντας σε ανεξάρτητους επενδυτές να συμμετάσχουν στο εταιρικό κεφάλαιο.
Στη δε παράγραφο 8, ο νόμος προβλέπει ότι σε περίπτωση που η ΡΑΕ κάνει χρήση των εξουσιών της δυνάμει του στοιχείου β’ της προηγούμενης παραγράφου (σ.σ. Οργανώνει ανοικτό διαγωνισμό για τις εν λόγω επενδύσεις), μπορεί να υποχρεώσει την ΑΔΜΗΕ ΑΕ να δεχθεί ένα ή περισσότερα από τα εξής:
* (α) χρηματοδότηση της επένδυσης από οποιονδήποτε τρίτο,
* (β) χρηματοδότηση και κατασκευή της επένδυσης από οποιονδήποτε τρίτο,
* (γ) να αναλάβει την εργολαβία για την κατασκευή των πάγιων στοιχείων της επένδυσης, ή
* (δ) να αναλάβει τη λειτουργία και διαχείριση των πάγιων στοιχείων της επένδυσης.
Με δεδομένο ότι το συγκεκριμένο έργο είναι από αυτά που προσφέρουν σταθερές και εγγυημένες αποδόσεις στα επενδυμένα κεφάλαια (της τάξης τoυ 1 δισ. ευρώ), τα ερωτήματα που τίθενται είναι από πού προκύπτει η αδυναμία εξεύρεσης κεφαλαίων για μια επένδυση με σίγουρη απόδοση, άρα και αποπληρωμή των δανείων.
Επίσης, κατά πόσον ήταν γνωστή η αδυναμία του ΑΔΜΗΕ να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των συγκεκριμένων επιλογών (δύο αντί μίας διασυνδέσεις με Κρήτη), όταν τις ενέκρινε η ΡΑΕ και η κυβέρνηση φυσικά.
Τέλος δε, θα πρέπει να απαντηθεί και κατά πόσο ο, σύμφωνα με τη ΡΑΕ, ισχυρισμός του ΑΔΜΗΕ για δυσχέρεια ή και αδυναμία εξεύρεσης κεφαλαιακών πόρων έχει να κάνει με τη σημερινή ή τη νέα μετοχική σύνθεση του ΑΔΜΗΕ, τις προοπτικές της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας (διαχείριση δικτύων) στο μέλλον, την οικονομική κατάσταση του ΑΔΜΗΕ, ή απλώς με τα προβλήματα μειωμένης ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.