Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Παραμονή Χριστουγέννων στο μικρό βοσκοχώρι, στις παρυφές του ορεινού όγκου των Μαδάρων, στα Δυτικά Σφακιά.
Ίδια και απαράλλακτη με εκείνη της προηγούμενης χρονιάς, μα και της προ-προηγούμενης, λες και με “καρμπόν” είχαν σχεδιαστεί τούτες οι παραμονές, την δεκαετία του 1950. Όχι, δεν ήταν “καρμπόν”, απλά οι χωρικοί ακολουθούσαν μια πεπατημένη αιώνων που όριζε τα έθιμα –το τελετουργικό λες- για τη χρονιάρα τούτη μέρα την ξεχωριστή. Και τούτη η πεπατημένη εύρισκε το πρωινό της μέρας να αντηχεί από τις κραυγές των χοιρινών “θυμάτων” του εθίμου, που ήθελε να σφάζεται ένα καλοθρεμμένο γουρούνι την παραμονή των Χριστουγέννων. Έθιμο που κίναγε από τα βάθη της Σφακιανής παράδοσης. Και ήταν γουρούνια με κρέας πεντανόστιμο, καθώς είχαν “ανατραφεί” με βελανίδια, αγριάχλαδα και χαρούπια. Ούτε ζωοτροφές, ούτε ορμόνες, ούτε εμβόλια! Κρέας που και οι πιο έμπειροι κυνηγοί δεν το ξεχώριζαν από το κρέας αγριοκάτσικου. Κοντολογίς, ήταν κρέατα οικολογικά 100%, αλλά ήταν άγνωστος ο σχετικός όρος εκείνα τα “πέτρινα χρόνια” στο βοσκοχώρι, και όχι μόνο…
Οι νοικοκυρές, σβέλτες, ετοίμαζαν όλη την ημέρα τις πατροπαράδοτες συνταγές με το χοιρινό κρέας που τεμάχιζαν οι άντρες της οικογένειας. Έπρεπε να ήταν όλα έτοιμα για το βραδινό τραπέζι της παραμονής, μα κυρίως για το αυριανό μεσημεριανό της Άγιας ημέρας των Χριστουγέννων. Και ήταν πολλές οι συνταγές: Μικρά κομματάκια κρέατος με αρκετή ποσότητα λίπους (οι περίφημες “τσιγαρίδες”), συκώτι τηγανητό, κρέας τσιγαριαστό κατά τη γνωστή Σφακιανή τεχνοτροπία. Δεν σταματούσε όμως εδώ το “καθήκον” της νοικοκυράς. Είχε να φτιάξει πολλές άλλες συνταγές με το άφθονο κρέας του χοιρινού, τις επόμενες μέρες.
Τα παιδιά του χωριού από την άλλη –κυρίως τα αγόρια- απολάμβαναν το διαφορετικό της ημέρας. Από σπίτι σε σπίτι γίνονταν “αυτόπτες μάρτυρες” της παράδοξης εκείνης θυσίας των γουρουνιών, καθώς το ήθελε το πατροπαράδοτο έθιμο.
Συνερίζονταν ποιο θα πάρει τη “φούσκα” (ουροδόχο κύστη) του γουρουνιού. Μετά την απόκτισή της, τη φούσκωναν, κι εκείνη σε μέγεθος μικρού λαγηνιού, αποτελούσε ένα αυτοσχέδιο μπαλόνι, που το έσκαγαν την παραμονή ή την ημέρα της πρωτοχρονιάς. Μικροί Δωριείς, αρέσκονταν σε ότι θορυβώδες! Στη μέση τους εξάλλου φιγουράριζαν τα πιστόλια που τους είχαν αγοράσει οι πατεράδες ειδικά για τις μέρες των Χριστουγέννων: Μικρά ασημένια περίστροφα ή μαύρα πιστόλια εμπροσθογεμή με ένα τύπο “βλήματος” που αποτελείτο από ένα κυλινδρικό τεμάχιο φελλού, γεμισμένο με μπαρούτι. Σε κάθε πυροδότηση άφηνε ένα εκκωφαντικό κρότο και ο φελλός εκτινάσσονταν περί τα 10 μέτρα μακριά. Βιάζονταν –λες- τα άγουρα τα παλικαρόπουλα να μεγαλώσουν να ζωστούνε άρματα αληθινά. Μέχρι τότε, αρκούνταν στις (πιστές) απομιμήσεις!
Παράλληλα, τα μικρά παλικαρόπουλα ετοιμάζονταν και για τα κάλαντα, τα οποία τα έλεγαν μόλις νύχτωνε η παραμονή. Εξάλλου, ο πρώτος στίχος των καλάντων αναφέρει: «Καλήν εσπέραν `Αρχοντες…». Αυτό και έκαναν, και δεν τα έψελναν ποτέ τις πρωινές ώρες της ημέρας των Χριστουγέννων, όπως συνηθίζεται στις μέρες μας. Και καθώς τα δύσκολα εκείνα χρόνια τα χρήματα ήσαν “είδος εν ανεπαρκεία” στο μικρό χωριό, έπαιρναν μαζί τους μια φιάλη (όπου τους έβαζαν λίγο λάδι), και ένα καλαθάκι (για αυγά, καρύδια και άλλες “προσφορές). Κάποιοι χωριανοί τους έδιναν κάποιες δεκάρες ή δραχμούλες. Για να ψάλλουν τα κάλαντα, ζητούσαν πάντα την άδεια του οικοδεσπότη, φωνάζοντας δυνατά έξω από την εξώθυρα: «Να τα πούμε, ή, να μπούμε;» Περίμεναν δε, τη σχετική έγκριση εκ των ένδον της οικίας: «Να τα πείτε και να μπείτε!», ή, «Να μπείτε!», εάν συνέβαινε να πενθεί το σπίτι, περίπτωση όπου κάθε τραγούδι, ακόμη και τα κάλαντα ήταν απαγορευμένα! Οι μικροί όμως “ψάλτες των καλάντων” ήταν καλοδεχούμενοι στην πενθούσα οικογένεια, αλλά…σιωπηλοί!
Για εκκλησιασμό, ούτε λόγος! Εφημέριος δεν υπήρχε στο χωριό, και οι καμπάνες δεν χτύπησαν ποτέ τη δεκαετία του’ 50 στο μικρό βοσκοχώρι, αναγγέλλοντας τη θεία Γέννηση!
Η επόμενη μέρα, η μέρα των Χριστουγέννων εύρισκε τις οικογένειες γύρω από το γιορταστικό τραπέζι έμφορτο από παρασκευάσματα από το κρέας του γουρουνιού, με το κρασί να ρέει άφθονο, με τις ευχές να ανταλλάσσονται, και με τους εκκωφαντικούς κρότους από τα παιδικά εμπροσθογενή πιστόλια και περίστροφα των μικρών ντελικανίδων. Κοντολογίς, η χαρμόσυνη ατμόσφαιρα της `Αγιας μέρας κάλυπτε το μικρό χωριό, αποδιώχνοντας κάθε σκοτούρα, έγνοια, ή φροντίδα της καθημερινότητας. Και ο ασπρομάλλης σήμερα Γιάννης, αναζητά κι αποζητά τις γιορτινές εκείνες μέρες της απόλυτης ξεγνοιασιάς και ηρεμίας στο βοσκοχώρι όπου γνώρισε τον κόσμο, καθώς σήμερα έχουν αλλοτριωθεί θεσμοί, ήθη και έθιμα, και η ημέρα των Χριστουγέννων στις πολιτείες λίγο διαφέρει από τις υπόλοιπες μέρες, το δε μικρό χωριό του έχει ερημώσει και δεν υπάρχουν πλέον κάτοικοι (μόλις 9) για την ακριβή αναβίωση των εθίμων των ημερών…